Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

Το Δημόσιο, οι εκλογές και το "σύστημα"





Παρακάτω παρουσιάζεται το "προεκλογικό κλίμα" των πρώτων εκλογικών αναμετρήσεων από το 1844 και εντεύθεν, αλλά και το greek dream που ήταν, είναι και θα είναι μια θέση στο Δημόσιο.

Διαβάζοντας τα παρακάτω, έρχεται η σκέψη: "Σαν να μην πέρασε μια μέρα..."


Από το έξοχο βιβλίο "Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια"[σελ.148-153] (πληροφορίες για το βιβλίο και τους συγγραφείς σε παλαιότερό μου ποστ: http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2007/07/macedonian-slavs.html


Η σταδιοδρομία στο Δημόσιο υπήρξε, αμέσως μετά την σύσταση της ανεξάρτητης πολιτείας, η κυριότερη επιδίωξη των ελεύθερων πλέον ελλήνων.
Η αναζήτηση μιας θέσης στο Δημόσιο ακόμα και όταν οι αποδοχές από αυτήν ήταν χαμηλές και επισφαλείς, ακόμα και όταν υπήρχαν ευκαιρίες ασύγκριτα πιο δελεαστικές στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και τότε το δημόσιο δεν έπαυε να συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των ελληνικών οικογενειών.
Η εξήγηση μάλλον βρίσκεται στη βαθύτατα ριζωμένη καθώς φαίνεται ανασφάλεια των ελλήνων, η οποία δεν εξέλιπε όταν άρθηκαν οι συνθήκες που την είχαν δημιουργήσει και τροφοδοτήσει, όταν δηλαδή εγκαθιδρύθηκε ελληνική ανεξάρτητη και ευνομούμενη πολιτεία.
Η αναζήτηση μιας θέσης στο δημόσιο είχε ως κίνητρο όχι μόνο – ή όχι τόσο- τις υλικές απολαβές που εξασφάλιζε αυτή, όσο το αίσθημα ασφάλειας που παρείχε η ταύτιση με την εξουσία, η αίσθηση του κατόχου της θέσης ότι αποτελούσε μέλος της λέσχης των ισχυρών αρχόντων, οι οποίοι αποφάσιζαν για τις τύχες των ανίσχυρων αρχομένων. Μια τέτοια θέση, ακόμα και μια ταπεινή θέση στο γραφείο του τοπικού πολιτευτή, αναβίβαζε τον κάτοχό της από εκείνους που καλούνταν πάντοτε να δίνουν, σε εκείνους που είχαν να λαβαίνουν, από τους πολλούς δότες στους ολίγους δέκτες των ευεργετημάτων της εξουσίας.
Η πολιτική υπήρξε ο ιμάντας που κινούσε τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών, ο τροφοδότης του δημοσίου με τους θεσιθήρες πελάτες των πολιτικών, το όχημα που οδηγούσε στη γη της επαγγελίας.


Όλοι θεωρητικά μπορούσαν να διεκδικήσουν ή να ονειρευτούν μια θέση στον επίγειο παράδεισο, λίγοι όμως κατόρθωναν να την κερδίσουν, όχι απαραίτητα όσοι διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά οι «φίλοι» του πολιτευτή ή του βουλευτή.
Ο βουλευτής, με την ιδιότητα του μεσάζοντας μεταξύ της εξουσίας και των αρχομένων εκλογέων του, είχε την ανάγκη «φίλων», πελατών που αποτελούσαν τα ερείσματά του. Η προκήρυξη εκλογών κινητοποιούσε των κύκλο των φίλων του υποψήφιου βουλευτή, τον μηχανισμό εκείνο χωρίς τον οποίο δεν ήταν σε θέση να κατακτήσει την επίζηλη έδρα στην βουλή.



Οι λόγοι στις πλατείες και το κομματικό χρίσμα συνέβαλλαν στην προβολή του υποψηφίου, απαραίτητος όμως ήταν ο κύκλος των πολιτικών φίλων, αυτών που έργο τους ήταν να εκπονήσουν το σχέδιο εξασφάλισης ψήφων, να επισκεφτούν τους δικούς τους «φίλους» και τους ψηφοφόρους, να διερευνήσουν τις ανάγκες του καθενός και να δώσουν στον καθένα τις δέουσες υποσχέσεις, να τους δελεάσουν με την προσφορά των αναμενόμενων κατά περίπτωση ευεργετημάτων όταν ερχόταν ο εκλεκτός τους εν τη βασιλεία του.






Για τους εκλογείς η προκήρυξη εκλογών σήμαινε την έναρξη μιας διαδικασίας που απαιτούσε όλη την προσοχή τους και όλα τα προσόντα που διέθεταν ή έπρεπε να πείσουν πως διαθέτουν.
Γίνονταν αποδέκτες υποσχέσεων, και οι υποσχέσεις ήταν ευθέως ανάλογες προς τις ψήφους που «ήλεγχαν». Οι εκλογείς έπρεπε να δεχτούν τους φίλους όλων των υποψηφίων, να ακούσουν τις προσφορές όλων και να μην απορρίψουν κανενός τις υποσχέσεις, όσο απατηλές και αν ήταν, να διαπραγματευτούν με τους υποψηφίους ή τους φίλους τους ψήφους έναντι ευεργετημάτων, εν ανάγκη να δώσουν τις ψήφους της οικογένειας σε περισσότερους του ενός υποψηφίους.

Για λίγο, όσο διαρκούσε ο προεκλογικός αγώνας, ο ανίσχυρος και άσημος αρχόμενος βρισκόταν στο κέντρο της πολιτικής ζωής του τόπου: δεχόταν τις υποσχέσεις και τις φιλοφρονήσεις των αρχόντων, του απηύθυναν τον λόγο, ήταν εκλογέας.

Αυτή όμως ήταν η μία όψη του προεκλογικού «νομίσματος», η οποία συνήθως προκαλούσε τα πικρόχολα σχόλια των κυνικών παρατηρητών που πίστευαν ότι ο προεκλογικός αγώνας ήταν μια θεατρική παράσταση που κάθε φορά επιβεβαίωνε την αναξιοπιστία των πολιτικών και την αφέλεια των πολιτών.
Τα ευεργετήματα της συναλλαγής ήταν για εκείνους τους εκλογείς που κατόρθωναν να πείσουν τους υποψηφίους ή τους φίλους τους πως αποτελούσαν υπολογίσιμους παράγοντες της πολιτικής ζωής. Το ευεργέτημα δεν ήταν μόνο το αντάλλαγμα της προεκλογικής συναλλαγής, αλλά και η αμοιβαία υπόσχεση συνεχούς συνεργασίας των δύο συμβαλλόμενων μερών.
Η νομιμοποίηση κάποιας καταπάτησης δημόσιας γης, η παρέμβαση για την επίσπευση των χρονοβόρων διατυπώσεων που απαιτούσαν διάφορες συναλλαγές με το δημόσιο, η επίλυση κάποιας διαφοράς με επικίνδυνους αντιδίκους, πάνω απ’όλα όμως η «θέση» στο δημόσια ήταν τα επιδιωκόμενα και προσφερόμενα ευεργετήματα.



Αυτά και άλλα συναφή ευεργετήματα θεωρήθηκαν παρεκβάσεις που αλλοίωναν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος και αποδόθηκαν με τον αρνητικό όρο «ρουσφέτι».
Αυτού του είδους ο χαρακτηρισμός ωστόσο δεν αποδίδει την πραγματικότητα.
Τα ευεργετήματα από τη συναλλαγή των αιρετών αρχόντων με τους αρχομένους εκλογείς δεν ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα, δεν ήταν ούτε καν παρεκβάσεις από το κανονικό, ήταν ο κανόνας, το ίδιο το «σύστημα» που είχε γίνει αποδεκτό από την εποχή του Αγώνα.


Εξαιρέσεις και παρεκβάσεις στο «σύστημα» συνιστούσαν οι νόμοι και οι διάφοροι κανονισμοί που θέσπιζαν όλοι εκείνοι που μάχονταν εναντίον του «συστήματος», αλλά που και αυτοί υπέκυπταν, αργά ή γρήγορα, και συνθηκολογούσαν με το «σύστημα».

Το «σύστημα» ήταν ακαταμάχητο, αξιόπιστο, σοφό, λειτουργούσε δε με τη βεβαιότητα που εμπνέουν τα φυσικά φαινόμενα και κινούσε ολόκληρη την χώρα για την άλωση του δημοσίου και την εκποίησή του.
Καμπή στην εξέλιξη του «συστήματος» της άλωσης του δημοσίου μέσω των ευεργετημάτων της πολιτικής αποτέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη και του Βενιζέλου που θέσπισαν την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στην προστασία της κρατικής μηχανής από τις παρεμβάσεις των πολιτικών και στην αύξηση της αποδοτικότητάς της, εξασφάλισαν τον θρίαμβο του «συστήματος», αφενός επειδή αύξησαν δραματικά την αξία και συνεπώς και την ζήτηση των θέσεων του δημοσίου, αφετέρου επειδή συνέβαλαν στη συνεχή διόγκωση της κρατικής μηχανής.





Δημόσιοι υπάλληλοι το 1927 στο Δημοτικό Κήπο Κιλκίς


Πριν από την θέσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κάθε αλλαγή κυβέρνησης στην εξουσία σήμαινε και εκτεταμένες αλλαγές στις δημόσιες υπηρεσίες: αποχωρούσαν οι ευεργετηθέντες της κυβέρνησης που εγκατέλειπε την εξουσία, για να πάρουν τις θέσεις τους οι ευνοούμενοι της νέας κυβέρνησης.
Με τη θέσπιση της μονιμότητας, η κάθε κυβέρνηση απλώς πρόσθετε τους ευνοούμενούς της στους ευνοούμενους των προκατόχων κυβερνήσεων.
Οι περήφανοι λειτουργοί της κρατικής μηχανής, οι επί χρόνια πολιορκητές του δημοσίου, οι συχνά ταπεινωθέντες και εξαπατηθέντες υπηρέτες του «συστήματος» ήταν τώρα οι εκλεκτοί του «συστήματος»- οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Οι χθεσινοί ταπεινοί αλλά ακάματοι υπηρέτες του «συστήματος» ήταν τώρα οι αφέντες του τόπου- υπολογίσιμοι από τις κυβερνήσεις που έρχονταν και παρέρχονταν, υπολογίσιμοι από τους συναλλασσόμενους πολίτες.
Η ασφάλεια της μονιμότητας ωστόσο δεν άλλαξε τη σχέση του κατόχου της θέσης στο δημόσιο με το ίδιο το δημόσιο.

Το δημόσιο συνέχισε να θεωρείται ο εκτός της οικογενείας χώρος του πολέμου, της αρπαγής και της λεηλασίας.
Τα «τυχερά» της υπηρεσίας, από τα δώρα των ευεργετηθέντων πολιτών έως τις εκβιαστικές απαιτήσεις σεβαστών ποσών για την εξυπηρέτηση, ήταν τα λύτρα που καλούνταν να καταβάλλουν οι πολίτες που ετίθεντο σε καθεστώς ομηρίας όταν έπρεπε να λύσουν ζητήματά τους στις υπηρεσίες του δημοσίου.

Η υπογραφή και η σφραγίδα του αφέντη κατόχου της δημόσιας θέσης, τα σύμβολα της ισχύος του, είχαν την τιμή τους.
Με τη λεία από τις επιδρομές του κατοχυρωμένη και αδιαμφισβήτητη, ο αφέντης επέστρεφε στην οικογένειά του, όπου ήταν καλός πατέρας, αδερφός, σύζυγος και γιος.

Στις σπάνιες και διακριτικές επικρίσεις του «συστήματος» από τους ελάχιστους ειλικρινείς υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών που καλλιεργήθηκε στη Δύση, έσπευδαν κατά κανόνα να διαμαρτυρηθούν για την προσβολή της εθνικής φιλοτιμίας, των ελληνικών «ιδιαιτεροτήτων», της ελληνικής οικογένειας οι αυτόκλητοι πάντοτε υπερασπιστές της «ελληνικής πραγματικότητας εν ονόματι των εθνικών παραδόσεων.

Από μια άποψη το «σύστημα» υπήρξε μια από τις ανθεκτικότερες εθνικές παραδόσεις των ελλήνων: Όρθωσε περήφανα το ανάστημά του στους εξ Ευρώπης ανακαινιστές, στον Καποδίστρια, στους Βαυαρούς και σε όλους όσους ακολούθησαν, τους απομόνωσε ή τους εξόντωσε.




***


Αντί επιλόγου, αφήνω τον μεγάλο Εμμανουήλ Ροΐδη να μας θυμίσει ότι πάντα υπήρχαν άνθρωποι που δεν έτρωγαν κουτόχορτο:


"Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος:

«Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’αναγιγνώσκωσι και ν’ανορθογραφώσιν, εχόντως χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσιν» […]

Η θέσις των παρ’ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα. Απαραλλάκτως και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρωνον δια δημοσίων χρημάτων, ήτοι δια θέσεων περιττών.
Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτον επολυπλασιάσθη προϊόντος του χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας και βασιλεία και κυβέρνησις και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου.

Πηγή: Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, επιμ.Άλκης Αγγέλου, Αθήνα, 1978, τομ.Β’ σελ.138 από το σατυρικό έντυπο «Ασμοδαίος», 9 Ιουνίου 1875 και σελ.198 από το ίδιο έντυπο, 11 Ιουλίου 1876.

doctor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου