Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

O Ρωμηός

1. Ο Ρωμηός (Νικόλας Άσιμος)




2. Ο Ρωμηός (Γ.Σουρής)

Στον καφενέ απ'έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
τού ήλιου τίς ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κυττάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μιά καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τούς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός! τί φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καιμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τίς βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νού στον Διάκο και εις τον Καραίσκο
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τίς πω.

Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω τού κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος δεν πληρώνω...δεκάρα τον καφέ!


Υ.Γ. "Η Κόλαση είναι οι άλλοι" (Σαρτρ)

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Οι αιώνια κυνηγημένοι: Πρόσφυγες και μετανάστες.


Αυτές τις ημέρες βλέπουμε με τι μανία η άκρα δεξιά αντιτίθεται στην ενσωμάτωση των προσφύγων και των μεταναστών στην κοινωνία μας. Το παρόν θέμα δεν θα ασχοληθεί με το άρτι ψηφισθέν νομοσχέδιο (με το οποίο συμφωνώ επί της ουσίας) αλλά με τις αντιδράσεις ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, αυτού του ακροδεξιού (και όχι μόνο) χώρου, που θεωρεί την Ελλάδα τσιφλίκι του και πάντα φέρεται με μίσος προς ο,τιδήποτε "άλλο". Σήμερα θα δούμε πως οι ιδεολογικοί πρόγονοι του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής υποδέχτηκαν τους "αδελφούς" Έλληνες πρόσφυγες του 1922.

Παραθέτω μία έξοχη έρευνα του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη σχετικά με την υποδοχή που έτυχαν οι πόντιοι αλλά και γενικά οι Έλληνες πρόσφυγες το 1922 από τους παλαιοελλαδίτες συμπατριώτες τους. Οι ομοιότητες με τη σημερινή εποχή είναι πολλές και εν πολλοίς ισχύει κι εδώ το "σύνδρομο του γεμάτου λεωφορείου": πολλοί απόγονοι των προσφύγων του 1922 είναι σήμερα ρατσιστές με τους σημερινούς πρόσφυγες, όπως ακριβώς συμβαίνει σε ένα ασφυκτικά γεμάτο αστικό λεωφορείο που κάνει στάση: αυτός που είναι στη στάση σπρώχνει για να μπει, απαιτώντας από όσους βρίσκονται μέσα να συμπτυχθούν. Και έτσι στριμώχνεται, μπαίνει και η πόρτα κλείνει μετά από πολλές προσπάθειες του οδηγού. Στην επόμενη στάση, ο ευεργετημένος επιβάτης δυσφορεί με τους επόμενους που θέλουν να κάνουν το ίδιο που έκανε κι αυτός πριν. Δυστροπεί, νευριάζει και πολλές φορές επιτιμά και επιπλήττει όσους θέλουν να μπουν λέγοντάς τους ότι "το λεωφορείο είναι γεμάτο"...


Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι

Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και απ’ την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη καιτου Ι. Μεταξά οργάνωναν το πογκρόμ κατά των προσφύγων ως βενιζελικών.[1].

Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως από έναν κορυφαίο διανοούμενο, εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό».[2]

Η αρχική μαζική εγκατάσταση Ποντίων προσφύγων στην Ελλάδα θα σημειωθεί κατά τρία κύματα: κατά την πρώτη φάση της γενοκτονίας στον Πόντο (1916-1918), μετά την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από τη Νότια Ρωσία τον Ιούνιο του 1919 και μετά την εκκένωση του Καρς και Αρνταχάν και τη δημιουργία ενός σημαντικού ελληνικού προσφυγικού ζητήματος στη Νότια Ρωσία.[3] Χιλιάδες απ’ αυτούς θα έρθουν στην Ελλάδα την περίοδο 1919-1920. Η κατάσταση όπως αποτυπώνεται στις ανταποκρίσεις της εποχής είναι κακή: «Οι δυστυχείς Καυκάσιοι λιμοκτονούν και πάλιν, παρά τας διαφόρους διαβεβαιώσεις, ότι ελήφθη πάσα φροντίς να μη μένωσι νηστικοί, ότι θα γίνουν πρατήρια, ότι τέλος δεν θ’ αποθάνουν από την πείναν και το κρύο… Μετά φρίκης μανθάνομεν ότι αποθνήσκουν 44 καθ’ εκάστην…. Εμάθομεν ακόμη ότι τα δήθεν Νοσοκομεία των προσφύγων είναι σε αθλία κατάστασιν, υπάρχουν μόνον δύο ιατροί, οι οποίοι μόλις προφταίνουν να πιστοποιούν τους θανάτους, Δεν θέλομεν να είπωμεν περισσότερα, νομίζομεν όμως ότι αν τους παραδίδομεν εις τον Μουσταφά Κεμάλ, θα τους μεταχειρίζετο ίσως καλύτερον…»[4].

Μετά τις εκλογές του 1920 η Μικρασιατική Εκστρατεία μετατράπηκε σε μια άχαρη στρατιωτική εμπλοκή, από την οποία οι κρατούντες προσπαθούσαν συνεχώς, και ανεπιτυχώς, να απεμπλακούν. Πριν ακόμα από την Καταστροφή οι μοναρχικές εφημερίδες ζητούσαν να επιστρέψει ο στρατός «Οίκαδε» και καλούσαν να σταματήσει να χύνεται το αίμα των «Πομερανών» τους στην άξενη Μικρά Ασία.[5] Οι Μικρασιάτες ήταν ήδη ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα και αυτό εκφράστηκε στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο τον Ιούλιο του 1922, όταν με το νόμο 2670/1922 και με τις υπογραφές του βασιλιά Κωσταντίνου, Γούναρη και Ρούφου απαγορεύτηκε στον ελληνικό πληθυσμό της Ιωνίας να αποχωρήσει, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Αυτό συνέβη τη στιγμή που η ίδια κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τον εξοπλισμό των Μικρασιατών και τη δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας θέτοντας εκτός του πλαισίου της νομιμότητας και τη δράση της Μικρασιατικής Άμυνας. Αλλά και μετά την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του ΄22, η ελληνική κυβέρνηση με τηλεγράφημά της προς τον αρμοστή στη Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη του ζητά να μην επιτρέψει τους Έλληνες της Ιωνίας να φύγουν για την Ελλάδα και δημιουργηθεί έτσι «προσφυγικό πρόβλημα». Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο που διασώζει ο Γρηγόρης Δαφνής: Λίγο πριν την αναχώρηση από τη Σμύρνη των ελληνικών υπηρεσιών και ενώ το μέτωπο είχε σπάσει, ο νεαρός πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου ενημερώνεται από τον Στεργιάδη για την επερχόμενη καταστροφή. Στην ερώτηση του Παπανδρέου «Γιατί δεν ειδοποιείται τον κόσμο να φύγει;», ο Στεργιάδης απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».[6]

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής.[7] Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»[8] Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα.[9]


Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας.[10] Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.[11] «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…»[12]
Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.».[13] Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.[14]

Με την έναρξη της ανταλλαγής των πληθυσμών, ως απόρροια της συνθήκης της Λωζάννης, θα αρχίσει η ολοκλήρωση της μετακίνησης. Στα λοιμοκαθαρτήρια της Μακρονήσου, του Αγίου Γεωργίου Σαλαμίνας, του Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη, στο Βίδο, γνωστό και ως «νησί του θανάτου» στην Κέρκυρα και άλλού θα επαναληφθούν οι σκηνές του 1920. Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας».[15] Ο Κώστας Γαβριηλίδης θα γράψει: «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή. Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά. Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά. Ζώα και γεωργικά εργαλεία για να επιδοθούμε στην καλλιέργεια δεν είχαμε… Περάσαμε μια ζωή δραματική. Ο κόσμος λιποθυμούσε από την πείνα. Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…»[16].

Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Συνήθως οι πρόσφυγες δέχονται οργανωμένες επιθέσεις από ομάδες γηγενών, που προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα μέρη τους. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του κλίματος στο χωριό Ροδολείβος της Δράμας όπου φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι: «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαίρων, και ροπάλων».[17] Οι συγκρούσεις θα είναι πολλές, όπως και τα ρατσιστικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές θα είναι η αιτία των επιθέσων. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίνεται για τη δολοφονία ενός πρόσφυγα από ένα γηγενή στη Νιγρήτα Σερρών: «Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απωλεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων δια την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».[18]

Οι μεγαλύτερης έκτασης συγκρούσεις για τη νομή της ανταλλάξιμης Περιουσίας έγιναν στο Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών. Σε συζήτηση για τα επεισόδια, ο Φ. Μανουηλίδης, αρχηγός της προσφυγικής κοινοβουλευτικής ομάδας θα αναφέρει κατά τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή των Ελλήνων: «Κατόπιν αιματηράς και προμελετημένης συγκρούσεως εχύθη αθώον και άφθονον αίμα, τα ατυχή δε θύματα της αδελφοκτόνου συγκρούσεως αριθμούνται κατά δεκάδας. Η υπολανθάνουσα αντιζηλία και έχθρα μεταξύ των προσφύγων και εντοπίων… εγκυμονεί κίνδυνον εξαιρετικής σοβαρότητας.» Τα γεγονότα συνέβησαν το φθινόπωρο του 1924, όταν οπλισμένες ομάδες γηγενών επιτέθηκαν στον οικισμό των προσφύγων. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι: «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες τας αποσκευάς…»[19] Αιτία ήταν η προσπάθεια των γηγενών να εκδιώξουν τους πρόσφυγες από Ανταλλάξιμα κτήματα, ώστε να τα καρπωθούν οι ίδιοι.

Ο Οδ. Λαμψίδης υπολογίζει ότι από το 1.5 εκατομμύριο προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Πόντο, τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία που ήρθαν στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 400.000.[20] Καθ’ όλη την πρώτη περίδο εγκατάστασης η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ το ποσοστό αυτοκτονιών. Η R. Hirschon εκτιμά ότι αντιστοιχούσαν τρεις θάνατοι σε μια γέννηση.[21] Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (Ίωνες, Πόντιοι, Καππαδόκες, Ανατολικοθρακιώτες) που εγκαθίστανται στις πόλεις, κατοικούν σε ειδικούς συνοικισμούς που ανεγείρονται με φτηνά υλικά και παρέχουν στοιχειώδεις συνθήκες διαμονής. Ειδικά στο λεκανοπέδιο θα συμβεί ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός διαχωρισμός που θα απεικονιστεί και στο γεωγραφικό χάρτη.[22] Οι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν κυρίως στις γειτονιές του Πειραιά, στις περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας και σε κάποιους οικισμούς που θα δημιουργηθούν στην Αττική (Άγιος Στέφανος, Κρυονέρι). Οι ντόπιοι θα αποσυρθούν στις δικές τους γειτονιές και συνοικίες.[23] Η αντιπροσφυγική στάση της συντηρητικής παράταξης θα διατηρηθεί για αρκετά χρόνια μετά την Καταστροφή.[24]

Έξι χρόνια μετά θα υπάρχουν κείμενα με τα οποία επιζητούσαν τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους».[25] Παράδειγμα της αντιπροσφυγικής υστερίας που διακατείχε τους φιλομοναρχικούς πολίτες ήταν τα συνθήματα που ακούστηκαν στις 9 Νοεμβρίου 1923 στο συλλαλητήριο των μοναρχικών στις στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου το χαρακτηριστικότερο ήταν: «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες».
Η στάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στον αμαθή «αυτόχθονα» λαό που φανατίζεται από τους επιτήδειους μοναρχικούς πολιτικούς, αλλά χαρακτηρίζει και τη διανόηση του ελλαδικού Βασιλείου.[26]Χαρακτηριστικές είναι οι εξάρσεις του Γεωργίου Βλάχου στην εφημερίδα«Καθημερινή», ο οποίος ακόμη και το 1928 αποκαλεί τους πρόσφυγες ως «προσφυγική αγέλη».
Ο Νίκος Κρανιωτάκης, φιλομοναρχικός εκδότης του Πρωινού Τύπου, θα απαιτήσει το 1933, στην εφημερίδα του, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες.[27] Ενώ ο βουλευτής Σπετσών Περικής Μπουρμπούλης θα πεί το 1934 στους πρόσφυγες βουλευτές ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης «είναι πιο Ρωμιοί από σας».[28]

Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα»[29].

Ακραία εκδοχή της αντιπροσφυγικής υστερίας θα αποτελέσει η φιλοβασιλική «Μακεδονική Ένωση» του Σ. Γκοτζαμάνη, που προέρχεται από το χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η «Μακεδονική Ένωση» θέτει δύο στόχους: την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την εκδίωξη των προσφύγων. Στις εκλογές του 1935 θα καταφέρει να συγκεντρώσει το 14,8% των ψήφων στην Μακεδονία.[30] Ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα των βενιζελικών του 1935 οι επιθέσεις κατά των προσφύγων οξύνονται και περιλαμβάνουν ακόμα και πυρπολήσεις προσφυγικών οικισμών. Ο εμπρησμός του προσφυγικού οικισμού του Βόλου περιγράφεται ως εξής: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…»[31]
Παρότι τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν τα ραγδαία γεγονότα θα μεταβάλουν τις αντιλήψεις, εν τούτοις η πρωταρχική αντιπάθεια θα εξακολουθήσει να εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Τα παλιά εχθρικά συναισθήματα και αρνητικά στερεότυπα θα παραχωρήσουν τη θέση τους στην υποτίμηση. Στα νέα στερεότυπα, τη θέση του «τουρκόσπορου» καταλαμβάνει πλέον ο γελοιοποιημένος «Πόντιος». Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος υποστηρίζει: «Οι ελλαδικοί νεοέλληνες δεν συμπαθούν τους πρόσφυγες. Και ακριβώς: “τα αντιποντιακά ανέκδοτα που σήμερα κυκλοφορούν, εκφράζουν (σε τελικήν ανάλυση) την αντιπάθεια των γηγενών κατά της πολυπληθέστερης προσφυγικής ομάδας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μας…Τα αντιποντιακά ανέκδοτα αποτελούν ένα τυπικό δείγμα προφορικού ενδορατσισμού.»[32]

Κατά των νέων προσφύγων από την πρώην ΕΣΣΔ

Και αν για τους ενσωματωμένους Πόντιους πρόσφυγες του ’22, η κοινωνική απαξίωση θα περιοριστεί στο χώρο των στερεοτύπων, για τους νέους Πόντιους πρόσφυγες από την Σοβιετική Ένωση η κοινωνική περιθωριοποίηση θα είναι η κύρια συμπεριφορά της ελλαδικής κοινωνίας. Μόνο που αυτή τη φορά με τον όρο ελλαδική κοινωνία δεν εννοούνται μόνο οι παλιοί γηγενείς, αλλά και οι νέοι, οι ενσωματωμένοι πλέον απόγονοι των πρσφύγων του ’22. Στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν τα προσφυγικά-μεταναστευτικά κύματα από την πρώην ΕΣΣΔ θα υπάρξουν παρόμοια προβλήματα μ’ αυτά της δεκαετίας του ’20. Σε εφημερίδα του Μενιδίου το 1989 θα γραφτεί: «Έντονο κύμα διαμαρτυριών εναντίον των Ποντίων προσφύγων που κατοικούν στην πόλη μας και πολύ περισσότερο εναντίον εκείνων που θα έρθουν σύντομα από Σοβιετική Ένωση ξέσπασε την περασμένη εβδομάδα από τους ντόπιους κατοίκους του Μενιδίου. … Απειλούν να προβούν σε δραστηριότητες τέτοιες εναντίον των προσφύγων… ώστε να τους αποβάλλουν.»[33] Τα συναισθήματα των γηγενών περιγράφονται σε άρθρο που δημοσίευσε η ίδια εφημερίδα με τον τίτλο «Θαρραλέα φωνή», στο οποίο οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες αποκαλούνται «τυχών Έλληνες» και θεωρεί ότι λόγω της έλευσής τους «η πατρίδα μας κατάντησε η σαβουροχώρα της Ευρώπης.»[34]

Στην Αττική, οι μετανάστες-πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Μενίδι, στον Ασπρόπυργο (στην περιφέρεια του οποίου ιδρύθηκαν νέα χωριά προσφύγων, όπως η Γκοριτσά, η Άνω και η Κάτω Φούσα), στην Ελευσίνα, στις Τζιτζιφιές της Καλλιθέας κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη, στη Σταυρούπολη, στην Πολίχνη, στον Εύοσμο, στο Κορδελιό, στη Μενεμένη, στην Ιωνία και σε άλλες περιοχές της δυτικής περιοχής.[35] Αρκετοί πήγαν στην Κομοτηνή και εγκαταστάθηκαν στα άδεια σπίτια της Εκτενεπόλ.[36] Σε μερικές περιοχές, όπου υπήρχε από πριν ποντιακή εγκατάσταση, οι μετανάστες-πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν ευκολότερα.[37] Από τις στήλες του Τύπου άρχισε να εμφανίζεται ένας ιδιότυπος ρατσισμός κατά των Ποντίων.[38] Η αρχή ανιχνεύεται στην αντίθεση των ντόπιων στις περιοχές όπου εγκαθίσταντο.[39]

Αποκορύφωμα της ρατσιστικής στάσης ήταν η άρνηση της Κοινότητας του χωριού Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής να εγγράψει τους μετανάστες-πρόσφυγες, που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτό, στα δημοτολόγια. Στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου χρησιμοποιήθηκαν οι όροι “Ρωσότουρκοι” και “Ρωσοπόντιοι”, ενώ γράφτηκε και η εξής πρόταση: “Οι Ρωσότουρκοι να πάνε στο νομό Ξάνθης”.[40] Αντίστοιχο επεισόδιο συνέβη στο χωριό Λητή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου δέκα οικογένειες μεταναστών-προσφύγων θέλησαν να δημιουργήσουν τον οικισμό “Νέος Πόντος Μακεδονίας”. Ο πρόεδρος της κοινότητας απευθυνόμενος προς αυτούς είπε: “Να σηκωθείτε να φύγετε. Είστε Ρώσοι, να πάτε στη Ρωσία…”[41] Μεγάλες διαμαρτυρίες από την πλευρά των ποντιακών οργανώσεων προκάλεσε η παρουσίαση καταλόγου ξένων που φιλοξενούνταν στην Ελλάδα. Στον κατάλογο αυτό, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Πανευρωπαϊκής Αντιρατσιστικής Εκστρατείας με τη συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.ά., μεταξύ των Αλβανών, Σέρβων, Βούλγαρων, Πολωνών, Κούρδων, Τούρκων, Φιλιππινέζων, Πακιστανών και μαύρων, συμπεριλαμβάνονταν και οι Πόντιοι.[42] Επίσης, πολλές φορές οι Έλληνες από την Τσάλκα αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά εξαιτίας της τουρκοφωνίας τους.[43]

Κρούσμα μαζικής ρατσιστικής συμπεριφοράς υπήρξε η κατάληψη του 3ου Γυμνασίου-Λυκείου Θεσσαλονίκης από τους μαθητές και τους γονείς τους με την υποκίνηση των καθηγητών τους. Αιτία ήταν η συστέγαση με το σχολείο “παλιννοστούντων”, στο οποίο φοιτούσαν 500 μαθητές. Το αίτημα των καταληψιών ήταν να σταματήσει η συστέγαση και να μετεστεγαστεί το σχολείο “παλιννοστούντων”.[44] Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το κρούσμα είναι ότι έγινε σε μία περιοχή που κατοικείται από πρόσφυγες παλαιότερων εποχών και κυρίως του ‘22, καθώς και η υποτονική αντίδραση των αρχών της πόλης, των προσφυγικών οργανώσεων και των ποντιακών συλλόγων.[45] Στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκαν και κρούσματα, τα οποία λίγο απέχουν από το να χαρακτηριστούν “απαρντχάϊντ”, όπως η αυθαίρετη απαγόρευση εισόδου μεταναστών-προσφύγων σε κέντρα διασκέδασης.[46]

Παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και στην Κύπρο, όπου είχαν εγκατασταθεί Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηρισμοί, όπως “Ρωσοπόντιοι” και “Ρώσοι” διαδόθηκαν στα έντυπα, όταν επρόκειτο να αναφερθούν στο συγκεκριμένο πληθυσμό.[47] Εμφανίστηκαν άρθρα στον Τύπο με τα οποία αντιμετωπίζονταν ως ξένοι, που βρίσκονταν σε σχέσεις αντιπαράθεσης με τους ντόπιους.[48] Οι Πόντιοι, κυρίως από τη Γεωργία, που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ομολογούν ότι αυτοί που τους αγκάλιασαν περισσότερο απ’ όλους ήταν οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες από την κατεχόμενη Κύπρο.[49]

Το αρνητικό στερεότυπο που διαμορφώθηκε στην ελλαδική και στην κυπριακή κοινωνία για τους μετανάστες-πρόσφυγες βασιζόταν σε στοιχεία, όπως ότι είναι ξένοι ή ότι είναι λιγότερο Έλληνες από τους ντόπιους και ότι τους έκαναν χάρη που τους ανέχονταν.[50] Βαθμιαία άρχισε, στη κοινή γνώμη, η εικόνα τους να μην ξεχωρίζει από τους μη Έλληνες παράνομους μετανάστες.[51] Γενικεύτηκε στον Τύπο η χρήση του όρου “Ρωσοπόντιος”, δημιουργώντας στους αναγνώστες την εντύπωση ότι πρόκειται για κάποια εθνοτική ομάδα.[52] Οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν το κλίμα αυτό, αλλά και τη “ρατσιστική συμπεριφορά της πολιτείας”. Κατήγγειλαν ότι πολλές φορές οι αστυνομικοί έκαναν έρευνα σε σπίτια Ποντίων, “χωρίς ένταλμα εισαγγελέως, σαν να ήταν αλλοδαποί, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και το φόβο των αδελφών μας”.[53]

Η ξενοφοβική στάση, που υπήρξε κύρια συμπεριφορά του συντηρητικού χώρου, φαίνεται και στο παρακάτω απόσπασμα: «Ενώ προτιμούμε να φέρνουμε όλους τους άχρηστους όχλους από τον Καύκασο, τη Γεωργία και τα Βαλκάνια ελεώντας τους με ελληνοποιήσεις και βαπτίσματα και καταστρέφοντας έτσι με τη φτώχεια τους ήδη φτωχούς Έλληνες και στερώντας τη νεολαία μας από την εύρεση εργασίας….» Στο ερώτημα «με ποιους να προοδεύσει η Θεσσαλονίκη» ο συγγραφέας αναρωτιέται «με τους Ποντίους που ήλθαν εδώ από τις ασιατικές ακτές αγράμματοι και χωρίς γνώση ξένων γλωσσών… Με τους Ασιάτες ορθόδοξους χωρικούς που έφεραν το 1922 και αυτούς που συνεχώς φέρνουν από τα ανθρώπινα απορρίματα του Καυκάσου…»[54] Οι οργανώσεις των νέων προσφύγων θα αντιδράσουν σ’ όλα αυτά τα συμπτώματα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και χωρίς τη συμπαράσταση πάντα των συλλογων των Ποντίων του ΄22.[55] Όλα αυτά τα προβλήματα που συνάντησαν οι μετανάστες-πρόσφυγες στην Ελλάδα οδήγησαν κάποιους από τους διανοούμενούς τους στη διατύπωση του ακόλουθου ερωτήματος: “Ο Πόντος είναι στην Τουρκία. Στην Σοβιετική Ένωση είμαστε Έλληνες. Στην Ελλάδα είμαστε Ρώσοι. Τελικά πού είναι η πατρίδα μας;”.[56] Εμφανίστηκαν απόψεις που υποστήριζαν ότι ο κύκλος της γενοκτονίας δεν είχε ακόμα κλείσει.[57]

Στην ταινία «Ακρη της Πολης» του Γιάνναρη φαίνεται η καλύτερη εκδοχή του πώς οι «γηγενείς» είδαν τη νέα προσφυγική ομάδα που κατέκλυσε κατά τη δεακετία του ‘90 τις φτωχές περιοχές του λεκανοπεδίου: διαφορετικοί, περίεργοι, απροσάρμοστοι. Δυστυχώς, αν εξαιρεθούν λίγες προσπάθειες ποντιακών οργανώσεων, ο πληθυσμός αυτός έμεινε εκτεθειμένος στη ρατσιστική βία της ομοεθνούς κοινωνίας – συμπεριλαμβανομένης και της πλειονότητας των προσφύγων του ‘22. Συνέπεια αυτής της συμπεριφοράς θα είναι η περιθωριοποίηση των νέων προσφύγων, που στις πλέον ευαίσθητες περιπτώσεις θα οδηγηθούν σε παράλογες συμπεριφορές.[58]

Πηγή:
Βλ.σχετικό παλαιότερο θέμα:

____________________________________

[1] Σε Ψήφισμα της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, στο άρθρο 7 απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλαδος στα οποία και ανακοινώνει “να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών…» (Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία : Αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα : Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημοσίαν Γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου / Εκδίδεται υπό των Επιτροπών των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων, Αθήνα, Τύποις «Πανελληνίου κράτους», 1915) Για τους “Επίστρατους” και το πογκρόμ του 1916 βλ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι διαστάσεις του κομματικού φαινομένου στην Ελλάδα. Παραδείγματα απ’ το Μεσοπόλεμο», στο Κοντογιώργης (επιμ), 1977, σελ. 164. Βλέπε και στο Γιώργος Μαυρογορδάτος, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1996. Υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων με σημάδεμα με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να μολύνουν με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων»( Γ. Βεντήρης, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931. Αργότερα η σειρά αυτή των άρθρων εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο: «Η Ελλάς του 1910-1920 – Ιστορική μελέτη», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1970). «Τότε, οι βενιζελικοί πολίτες –κατά τεκμήριον φίλοι της Συνεννόησης– εγκαταλείφθηκαν στην τρομοκρατία των Επιστράτων, οι οποίοι έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν 35.» (Μιχάλης Κατσίγερας, εφημ. Καθημερινή, 18-11-2006.)

[2] Ίων Δραγούμης, «Ο Βενιζέλος και ο ιμπεριαλισμός», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 156, 157.

[3] Γεώργιος Σακκάς, Η ιστορία των Ελλήνων της Τριπόλεως του Πόντου, έκδ. Αδελφότης Τριπολιτών Πόντου, Αθήνα,1990, Γ. Καραπατάκης, «Υπόμνημα περί Καυκασίων μεταναστών και των προσφύγων του Πόντου», περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 3, Μάιος ’75, σελ. 30, Ελευθέριος Παυλίδης, Ο ελληνισμός της Ρωσίας και τα 33 χρόνια του εν Αθήναις Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων, ό.π., σελ. 102.

[4] «Εφημερίς των Βαλκανίων», 15-12-1920, από «Η ιστορία των Ελλήνων», Δομή, τομ. 12, σελ. 246.

[5] «Οίκαδε», εφημ. Καθημερινή, 14-8-1922, «Πομερανοί», εφημ. Καθημερινή, 17-8-1922.

[6] Γρηγόρης Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, β’ έκδ., τόμ. Α’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα,1974, σελ. 16.

[7] Κώστας Μισαηλίδης, “Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης», Αθήνα 1925, Β’ έκδοση, σελ. 25-26.

[8] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 36.

[9] Πρωτοσέλιδο στο περ. Κοινότης, αρ. φ. 50, Αθήνα, 1923.

[10] Υπήρχαν και κάποιοι, βενιζελικοί κυρίως, που είχαν μια διαφορετική εικόνα για τους Πόντιους πρόσφυγες εκείνη τη στιγμή. Μια ρομαντική περιγραφή κάνει ο Δημήτρης Καθενιώτης, συνταγματάρχης και εντεταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου για το Ζήτημα του Πόντου: “Παρ’ όλην την απομάκρυνσίν του, ο Πόντος δεν εξέρχεται της σφαίρας της γενικής δράσεως της Ελλάδος… Είναι δε εις θέσιν οι Πόντιοι να αποτελέσουν τους Φρουρούς του Ελληνισμού. Εν πρώτοις είναι έργον εις το οποίον έχουν συνειθίσει από αιώνων. Περιλαμβανόμενοι εν τη απομακρύνσει των από ξένα φύλα, παλαίοντες διαρκώς προς αυτά, αφομοιούντες παρά αφομοιούμενοι, αποτελούσι τον ισχυρότερον τύπον Ελληνικής Φυλής. Ουδείς Φραγκο­λεβαντινισμός, απεναντίας μίσος και απέχθεια προς παν το ξενικόν. Δι’ αυτάς ακριβώς τας αρετάς, η Τουρκία, η οποία έβλεπε μακρύτερα αφ’ ότι εσυνειθίσαμεν να νομίζωμεν, τους διέλυσε, τους διέσπασε και τους επέταξε βαθμιαίως έξω του Βασιλείου της.” (Δ. Καθενιώτης, “Έκθεσις των ενεργειών μου σχετικώς με το ζήτημα του Πόντου”, Οι Έλληνες του Πόντου υπό τους Τούρκους (1461 – 1922), επιμ. Ο. Λαμψίδης, Αθήνα, 1965, σελ. 93-94.)

[11] Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Συριανός στην καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: “Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες.” (Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978, σελ. 94.)

[12] Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27), τόμ. β’, εκδ. Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σελ. 27-30.

[13] Άλκης Ρήγος, Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: Οι κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 277.

[14] George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, έκδ. University of California Press, Berkeley, 1983, σελ. 193. Μια προσφυγική μαρτυρία: «Εδώ στην Ελλάδα… τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και από την Τουρκία. Εδώ μας μισούσαν ακόμη περισσότερο και χωρίς να τους κάνουμε τίποτα. Τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν και μας πολεμούσαν και μεις το ίδιο τους κάναμε.» (Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλέτ-Ζήτω το Έθνος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2001, σελ. 89.)

[15] Η καραντίνα της Μακρονήσου είναι από τις πλέον άγνωστες σελίδες της προσφυγικής τραγωδίας στην Ελλάδα. Από τα μέσα του 1922 άρχισαν κατά χιλιάδες να αποβιβάζουν στην Μακρόνησο Πόντιους (κυρίως) πρόσφυγες όπου μετά από ολιγόμηνη “περιποίηση-απολύμανση” προωθούνταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Για άφιξη 3.750 Ποντίων μας πληροφορεί η εφημερίδα “Ριζοσπάστης” στις 26-3-1923, για την αναχώρηση από την Μακρόνησο 5.500 προσφύγων μας μιλά η εφημερίδα “Εμπρός” στις 13-9-1922. Ένας Πόντιος πρόσφυγας “Μακρονησιώτης”, αποτυπώνει σε μια επιστολή στις 4 -1-1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «…Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων…». [http://pontosandaristera.wordpress.com/2010/02/02/makronisi/ (15-2-2010)] Ο “Ριζοσπάστης” στις 8-12-1923, στο κεντρικό του άρθρο “Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες”, γράφει : “..Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα..” Eντύπωση προκαλεί η παντελής αποσιώπηση αυτού του γεγονότος από αριστερούς ιστορικούς οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιστορία της Μακρονήσου κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

[16] Νίτσα Γαβριηλίδου, Ο πατέρας μου Κώστας Γαβριηλίδης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1988, σελ. 20.

[17] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 16 Νοεμβρίου 1924

[18] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 28 Σεπτεμβρίου 1924. Το στερεότυπο που έχουν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες είναι εξαιρετικά αρνητικό. Ένας ντόπιος από την Άσσηρο λέει: «Με κανένα τρόπο δε θα δεχτώ τον Καυκάσιο, τον βρώμικο, στο σπίτι μου. Όσο με αφορά, μπορεί να πέσει νεκρός στη μέση του δρόμου και δε με νοιάζει. Μακάρι να καούν όλοι στη φωτιά. Ο Βενιζέλος έφερε σκατά στη Μακεδονία. Όλοι τους πέθαιναν από την πείνα στην Τουρκία» (Αναστασία Καρακασίδου, Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870-1990, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 2000, σελ. 276.)

[19] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 9 Νοεμβρίου 1924

[20] Οδ. Λαμψίδης, «Η ‘’ανακλησις’’ εις τους πρόσφυγας Έλληνας του Πόντου και αι επιπτώσεις αυτής δια την έρευνα της ποντιακής διαλέκτου», Αρχείον Πόντου, τόμ. 29, Αθήνα, 1989, σελ. 3.

[21] Rene Hirschon, Heirs of the Greek Catastrofe: The social life of Asia Minor refugees in Piraeus, εκδ. Calendon Press, 1989, σελ. 37.

[22] Για ζήτημα αυτό το βλ.: Βίκα Γκιζελή, Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας (1920-1930), εκδ. Επικαιρότης, Αθήνα, 1984, Λίλα Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνα και του Πειραιά, 1909-1940, έκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα,1989.

[23] «Ο Πειραιάς μοιάζει περισσότερο με τη Θεσσαλονίκη παρά με την Αθήνα. Η θάλασσα και οι πρόσφυγες του ‘22 είναι τα βασικά κοινά τους σημεία. Καθώς και η αντιπάθεια προς τους “Αθηναίους“. Τύφλα όμως νάχει η αντιπάθεια των Θεσσαλονικέων, όταν εκφράζεται ο Ολυμπιακός… Η πρώτη ομάδα που αγκάλιασαν οι πρόσφυγες! Εξ ου και το μίσος των δύο ομάδων, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. (Ντόπιοι εναντίον προσφύγων και… -σιγά σιγά- αντιστρόφως) Το ‘22, οι “ντόπιοι” είχαν αποτραβηχθεί στις βόρειες συνοικίες τους. Στις φαβέλες του Πειραιά κυριαρχούσε η Μικρά Ασία και ο Πόντος. Με την ίδρυση της ΑΕΚ η κατάσταση θα αλλάξει και ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων θα στηρίζει πλέον την αυθεντική προσφυγική ομάδα. Θα παραμείνει όμως το αρχικό μίσος μεταξύ των δύο ομάδων του λεκανοπεδίου, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Μόνο που σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν το πώς ξεκίνησε.» («Τα στέκια του Πειραιά»
http://pontosandaristera.wordpress.com/2007/12/06/6-12-2007/, «Το ρεμπέτικο και η “παλιά γραμμή του Ριζοσπάστη», http://rebetiko.sealabs.net/forum/viewtopic.php?p=20092)

[24] Yπάρχουν περιπτώσεις όπου και βενιζελικοί εκφράζονται με ακραίο τρόπο, όπως ο βουλευτής Κοζάνης Κουπαρούσος, ο οποίος σε ανακοίνωση τον Αύγουστο του 1924 γράφει μεταξύ άλλων ότι αν δεν συμμορφωθούν «οι πρόσφυγες θα λάβουν την προς την Βραζιλίαν άγουσαν». (Νίκος Μαραντζίδης, ό.π., σελ. 90).

[25] «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928

[26] Περιοδικό «Κοινότης», Αθήνα, αριθμ. φ. 48

[27] George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, ό.π., σελ. 195.

[28] Η φράση αυτή θα ειπωθεί στη συνεδρίαση της Βουλής της 24ης Ιανουαρίου 1934 και θα καταγραφεί στην Εφημερίς των Συζητήσεων, σελ. 990. αναφ. από Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, χ.χ., σελ. 78.

[29] «Καθημερινή», 30.7.1928 Η εμπάθεια του Γεωργίου Βλάχου είναι τέτοια, ώστε αρνείται ακόμα και τις προσφυγικές ψήφους για το Λαϊκό Κόμμα: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά φύλλα ότι το Λαϊκόν Κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη βάσει ποίας σκοπιμότητος; …..Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους συνδυασμούς του Λαϊκού Κόμματος» («Καθημερινή», 19/7/1928)

[30] Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27), εκδ. Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σελ. 27-30.

[31] Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σελ. 175.

[32] Ηλίας Πετρόπουλος, «Οι Πόντιοι», περ. Σχολιαστής, τεύχ. 54, Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 1087.

[33] Εφημερίδα, Νέοι Στόχοι, Μενιδι, 30 Νοεμβρίου 1989.

[34] Εφημερίδα, Νέοι Στόχοι, Μενιδι, 4 Ιανουαρίου 1990.

[35] Νίκος Ρούμπος, “Συνοικία το όνειρο”, εφημ. Έθνος της Κυριακής, 28 Φεβρουαρίου 1993, σελ. 28-29.

[36] Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, Προβλήματα μετανάστευσης-παλιννόστησης, εκδ. ΙΜΕΟ-ΕΔΗΜ, Αθήνα, 1986, σελ. 64.

[37] Στην περίπτωση αυτή ανήκουν οι 70 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκίς. (Μανώλης Μανωλίδης, “Πόντιοι του χθες και του σήμερα μεγαλουργούν”, εφημ. Πρώτη Σελίδα, Κιλκίς, 17 Νοεμβρίου 1994.)

[38] Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, ό.π., σελ. 46. Βλάσης Αγτζίδης, Ποντιακός Ελληνισμός. Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό στην περεστρόικα, ό.π., σελ. 112-113. Κωνσταντίνα Μπάδα-Τσομώκου, ό.π., σελ. 52.

[39] “Έντονο κύμα διαμαρτυριών εναντίον των Ποντίων προσφύγων που κατοικούν στην πόλη μας και πολύ περισσότερο εναντίον εκείνων που θα έρθουν σύντομα από τη Σοβιετική Ένωση, ξέσπασε την προηγούμενη εβδομάδα από τους ντόπιους κατοίκους του Μενιδίου… Απαιτούν να προβούν σε δραστηριότητες τέτοιες εναντίον των προσφύγων… ώστε να τους αποβάλλουν.” (Κύριο σχόλιο της εφημερίδας Νέοι Στόχοι, Μενίδι Αττικής, 30 Νοεμβρίου 1989.)

[40] Το γεγονός παρουσιάστηκε από τον Τύπο ως “Ρατσιστική έκρηξη κατά των Ποντίων”. Η ειρωνεία είναι ότι οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού Μεταμόρφωση κατάγονταν από τουρκόφωνους Καππαδόκες πρόσφυγες του 1922. (Γιάννης Λιάπης, “Ρατσισμός χάριν… τουρισμού”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 1996, σελ. 46.)

[41] Νίκος Ρούμπος, “Συνοικία το όνειρο”, εφημ. Έθνος της Κυριακής, 28 Φεβρουαρίου 1993, σελ. 28-29.

[42] “Οργή Ποντίων για “ατόπημα΄”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 8 Ιουλίου 1995. Μπάμπης Γιαννακίδης, “Ο ρατσισμός, οι Πόντιοι και οι εντυπώσεις”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 13 Ιουλίου 1995.

[43] Χαρακτηριστικό ήταν το άρθρο κάποιου “στοχίτη” στην εφημερίδα Στόχος, στο οποίο η σύγχυση, η προκατάληψη και η άγνοια που είχε ο αρθρογράφος για τον πληθυσμό παρήγαγε μια ακραία ρατσιστική τοποθέτηση. (“Μεγάλο το ποσοστό των Μογγόλων ανάμεσα στους Ρωσοπόντιους που πάνε στη Θράκη”, εφημ. Στόχος, 7 Σεπτεμβρίου 1994.)

[44] Νούλα Ξανθοπλά, “Ρατσισμός σε σχολείο στη Θεσσαλονίκη”, εφημ. Εξουσία, 26 Οκτωβρίου 1996, σελ. 25. Κλέαρχος Τσαουσίδης, “Ξένοι κι εκεί ξένοι κι εδώ”, εφημ. Εξουσία, 26 Οκτωβρίου 1996, σελ. 25. Μπάμπης Γιαννακίδης, “Δεν θέλουν μάθημα με τους παλιννοστούντες”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 27 Σεπτεμβρίου 1996, σελ. 43.

[45] Για τη συμπεριφορά αυτή και την κατάληψη του σχολείου, που έγινε το Σεπτέμβριο του 1996, διαμαρτυρήθηκε η Πανελλήνια Ένωση των Νεοελθόντων, από το 1957, Ελλήνων Ποντίων Προσφύγων εκ Ρωσίας, που εδρεύει στην Αθήνα. (Νούλα Ξανθοπλά, ό.π.)

[46] Η συγκεκριμένη καταγγελία αφορά απαγόρευση εισόδου σε καφέ-πισίνα της περιοχής Νέας Ευκαρπίας σε οικογένεια Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στην είσοδο τους δήλωσαν ότι “Απαγορεύεται η είσοδος στους Ρωσοπόντιους” (ΑΠΙ. φάκ. πρόσφυγες, μαρτυρία Αλίκης Φουντουκίδου, 26-12-96.). Στο κρούσμα αυτό αντέδρασε έντονα ο ραδιοφωνικός σταθμός “Ακρίτες του Πόντου”, εξαναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες του κέντρου να ζητήσουν δημόσια συγνώμη.

[47] Μαρία Χατζηκώστα, “Δεν αυτοκτόνησε για τη Ρωσοπόντια”, περ. Το, Λευκωσία, τεύχ. 495, 3 Νοεμβρίου 1995.

[48] Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την τοποθέτηση ενός Κυπρίου από την Πάφο: “Είπαμε να τους βοηθήσουμε και να τους φέρουμε στην Κύπρο να εργαστούν. Αξίζει όμως τον κόπο να τους βοηθήσουμε με τα τόσα που κάνουν; Αυτοί είναι τόσο απολίτιστοι, που μας προσβάλλουν σαν λαό. Δεν καταλαβαίνουν ότι είναι φιλοξενούμενοι και αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε βία εναντίον τους.” (“Φόβος και τρόμος από τους Πόντιους”, εφημ. Αλήθεια, Λευκωσία, 2 Ιουλίου 1995.)

[49] Γιώργος Εφραίμοφ, “Ζητούμε ανθρώπινη μεταχείριση”, εφημ. Εργατικό Βήμα, Λευκωσία, 19 Ιανουαρίου 1994, σελ. 8.

[50] Μαρία Νεγρεπόντη-Δεληβάνη, “Εμείς και οι πρόσφυγες αδελφοί μας”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 22 Μαρτίου 1994, σελ. 46. Κωνσταντίνα Μπάδα-Τσομώκου, «Οι Έλληνες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην Ελλάδα: αποκλεισμοί, ενσωματώσεις και διλήμματα ταυτότητας», περ. Ουτοπία, τεύχ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1996, σελ. 57.

[51] Βίκτωρ Νέτας, “Άγνοια, αμάθεια και το δράμα των Ποντίων”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 1 Φεβρουαρίου 1994, σελ. 9, Αιμίλιος Σολωμός, “Ο Πόντος είναι η πατρίδα μας”, εφημ. Σημερινή, Λευκωσία, 24 Μαΐου 1994, σελ. 7.

[52] “Έλληνες στον Καύκασο, Ρωσοπόντιοι στην Ελλάδα”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 11 Ιουνίου 1995.

[53] “Όχι και… ξένοι οι Πόντιοι”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 13 Ιουλίου 1995, σελ. 2.

[54] Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους, Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη, σελ, 226, 229

[55] Χαρακτηριστική είναι μια επιστολή «Προς τη Βουλή των Ελλήνων» που απέστειλε η «Πανελλήνιος Ένωση των Νεοελθόντων από του 1957 Ελλήνων Ποντίων προσφύγων εκ Ρωσίας» (ΠΕΝΕΠΠΡ) στις 20 Ιανουαρίου 1999. Η επιστολή έχει ως τίτλο «Ούτε οι εχθροί μας οι Τούρκοι και μουσουλμάνοι δεν μας αδίκησαν όπως οι Ελλαδίτες». Μεταξύ άλλων αναφέρονται: «Για να πλουτίζουν κάποια οργανωμένα συμφέροντα από το κράτος εφαρμόζουν άδικα μια πολιτική διώξεων ομογενών που θέλουν να ορθοποδήσουν οικονομικά, να βρουν κάποιο περίπτερο κάποιο μαγαζί για να ζήσουν την οικογένειά τους. Τα περισσότερα προβλήματα το κράτος τα δημιουργεί σ’ αυτούς που θέλουν να νοικοκυρευτούν, να φτιάξουν ένα σπίτι, να ανοίξουν ένα μαγαζί, ένα εργαστήριο, μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών…»

[56] Γιάννης Καρυπίδης, “Τελικά που είναι η πατρίδα μας;” περ. Ελλοπία, τεύχ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος ‘92, σελ. 50-51. Σε εφημερίδα της Κύπρου δημοσιεύτηκε το εξής: “Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός νεαρού από τη Γεωργία που μου έλεγε: ΄Για μας πατρίδα είναι ο Πόντος, εκεί πρέπει να πάμε. Παντού μας φέρνονται σα να είμαστε ξένοι΄” (Αιμίλιος Σολωμός, «Ο Πόντος είναι η πατρίδα μας», εφημ. Σημερινή, Λευκωσία, 24 Μαϊου 1994, σελ. 7.)

[57] Μάκης Σελαμαζίδης, “Σοφία Σινδοπούλου: Στον κύκλο της προσφυγιάς”, εφημ. Ελευθεροτυπία, 5 Νοεμβρίου 1996, σελ. 45.

[58] Τέτοια είναι η περίπτωση του Δ. Πατμανίδη που τελικά θα αυτοκτονήσει: «Ο Δημήτρης Πατμανίδης με την οικογένειά του ξεριζωμένη από τη φρίκη του πολέμου στο Σοχούμι, έφτασε στην Ελλάδα με όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής προσφυγιάς. Ο πατέρας με πανεπιστημιακή μόρφωση, βρίσκει δουλειά σε φορτηγό με τα χίλια ζόρια, η μάνα μένει άνεργη, η οικογένεια στοιβάζεται στις παλιές προσφυγικές πολυκατοικίες του Ρέντη. Ο Δημήτρης φοβισμένος κι ευαίσθητος, έρχεται αντιμέτωπος με το φασιστικό ρατσισμό που μαθαίνουν ν’ αναπαραγάγουν οι φτωχοί έλληνες συνομήλικοί του. Πριν γίνει ο ίδιος απομονωμένος και σκοτεινός, αντιμετωπίζει την απαξίωση, τη μοναξιά, τη χλεύη στο σχολείο: «Γεωργιανέ γύρνα πίσω», και όλα φτάνουν στην ανοιχτή βία απέναντί του. Πέρασε στα ψιλά, πως συμμορία «ελληναράδων» συμμαθητών, τον είχε ρίξει στο κάδο σκουπιδιών του σχολείου. Μετά ο Δημήτρης, ντύνεται στα μαύρα, αναζητά και λατρεύει τα όπλα, ακούει «σκοτεινή μουσική», η χαμένη του επικοινωνία γίνεται αδιέξοδα μόνο μέσω του ιντερνετ. Στο τέλος, η ασταθής ισορροπία της δυστυχίας, σπάει. Μια σπαραχτική ιστορία ρατσισμού, για την οποία κανείς δεν θα πληρώσει.” [«Για το μακελειό του Ρέντη», http://anasintaxi.blogspot.com/2009/04/blog-post_670.html (23-2-2010)]

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα...




Υπάρχουν στιγμές που ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο.
Στο παρακάτω εκπληκτικό ηχητικό απόσπασμα από την εκπομπή του Βασίλη Κουφόπουλου στον Σκάι στις 2/3/2010 μπορείτε να "θαυμάσετε" και να ξαναθυμηθείτε όλα τα ψέμματα των εκάστοτε πρωθυπουργών και υπουργών οικονομίας από το 1989 και μετά.
Είναι μία εκπληκτική ιστορική αναδρομή που θα σας εξοργίσει ακόμη περισσότερο:

http://www.skai.gr/player/Radio/?MMID=110296

(Το αφιέρωμα ξεκινάει από το 45:32. Αφήστε το αρχείο να "τρέξει" για 4-5 λεπτά και μετά με το ποντίκι πηγαίνετε στο πιο πάνω χρονικό σημείο).

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Δημήτρη Δαλάτση, «Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η δεύτερη μετανάστευση από την περιοχή της Κορυτσάς στην Ανατολική Θράκη (περ.1730/1769).



Είναι δεδομένο ότι μεταναστεύσεις από την περιοχή της Ηπείρου προς τη Θράκη γίνονται από πολύ παλιά και είναι εν γνώσει μας η «αυθαιρεσία» της χρονικής οριοθέτησης των δύο μεταναστεύσεων. Αυτή η «αυθαιρεσία» γίνεται κυρίως λόγω του ότι πρόκειται για δύο μαζικές αλλά και χρονικά προσδιοριστέες σχετικά μεταναστεύσεις, εκ των οποίων η πρώτη (1566-1574 περίπου) είχε ως αποτέλεσμα τον εποικισμό της βορείου Θράκης (Μεγάλο Ζαλούφι και Μανδρίτσα) και η δεύτερη (ανάμεσα στα έτη 1730-1769) τον εποικισμό της νοτιοανατολικής Θράκης (Ιμπρίκ Τεπέ, Σουλτάνκιοϊ). Η ύπαρξη κι άλλων αλβανόφωνων χριστιανικών χωριών στην Ανατολική Θράκη (π.χ. Αλτίν Τας, Παζάρ Ντερέ, Καρατζαχαλήλ) αποδεικνύει ότι υπήρξαν κι άλλα μεταναστευτικά κύματα, τα οποία όμως δεν μπορούν να εντοπισθούν χρονικά. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε για ένα αυξομειούμενο κύμα μεταναστεύσεων το οποίο άρχισε μετά την Άλωση και συνεχίστηκε μέχρι την εποχή του Αλή Πασά (1821 περίπου).

4.1 Ιστορικά στοιχεία.



α) Η κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι πρώτες απόπειρες εξευρωπαϊσμού.

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για μια πολιτική εξευρωπαϊσμού –δηλαδή το πρώτο συνειδητό βήμα για μίμηση και υιοθέτηση ορισμένων επιλεγμένων στοιχείων από τον πολιτισμό της δυτικής Ευρώπης –έγινε στις αρχές του 18ου αιώνα. Οι συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και Πασάροβιτς (1718) είχαν αποτελέσει την επίσημη έκφραση και αναγνώριση των δύο ταπεινωτικών ηττών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους Αυστριακούς και τους συμμάχους τους. Από την άλλη πλευρά, το παράδειγμα της Ρωσίας του Μεγάλου Πέτρου σήμαινε ότι ένα σφριγηλό πρόγραμμα εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού θα μπορούσε να αποβάλει τις αδυναμίες της αυτοκρατορίας και να την καταστήσει, εκ νέου, τρομερή στους εχθρούς της. Με την υπογραφή της συνθήκης του Πασάροβιτς, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραφε κατ’ουσίαν την έναρξη της εποχής του αργού αλλά σταθερού διαμελισμού της και η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της ήρθε ως επιτακτική ανάγκη και μόνη λύση. Ένα σημαντικό σημείο της συνθήκης ήταν οι διομολογήσεις του Καρόλου δια των οποίων άρχισε δειλά - δειλά η οικονομική και εξ αυτής η πολιτική ζωή των Ελλήνων του ελλαδικού χώρου. Εξ αυτών των αρχικών διομολογήσεων των Αψβούργων επετράπη αμοιβαία στους υπηκόους των δύο Αυτοκρατοριών να ναυσιπλοούν ελεύθερα και να ασκήσουν ελεύθερο εμπόριο σε ξηρά και θάλασσα. Ειδικά επ΄ αυτού, ένα μήνα μετά, ακολούθησε ιδιαίτερη συμφωνία στις 27 Ιουλίου στην οποία και καθορίζονταν οι διάφορες λεπτομέρειες διεξαγωγής των συναλλαγών. Τα αμοιβαία αυτά εμπορικά προνόμια που έσπευσαν πρώτοι να επωφεληθούν οι Έλληνες καραβοκύρηδες επικυρώθηκαν επίσης με τη Συνθήκη του Βελιγραδίου (1739). Σημαντικό επίσης σημείο των διομολογήσεων ήταν ότι οι Μακεδόνες μπορούσαν πλέον να αποκτήσουν την αυστριακή υπηκοότητα με δικαίωμα διεξαγωγής εμπορίου στις υπό Οθωμανική κυριαρχία περιοχές. Η Αυστρία επιδιώκει να αναπτύξει την εγχώρια βιοτεχνία και βιομηχανία και να δώσει κίνηση στο εμπόριό της κατακτώντας τις μεγάλες αγορές της Ανατολής, στις οποίες θα μπορούσε όχι μόνο να διαθέσει τα βιοτεχνικά ή βιομηχανικά της προϊόντα, αλλά και να βρει πλούσια εφόδια πρώτων υλών. Οι Αυστριακοί όμως έμποροι ή βιομήχανοι δεν θα ήταν δυνατόν να κινηθούν με ευχέρεια και να ανταποκριθούν στις ευνοϊκές αυτές περιστάσεις μόνοι τους, χωρίς την επέμβαση ορισμένων μεσαζόντων. Και αυτοί θα ήταν μόνο οι χριστιανοί ραγιάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, παρουσιάζεται για τους Έλληνες, αλλά και για τους άλλους βαλκανικούς λαούς η ευκαιρία να επωφεληθούν από την κίνηση αυτή και να γίνουν φορείς της και να αποκτήσουν πλούτο και κοινωνική δύναμη.

β) Η κατάσταση στην περιοχή της Ηπείρου.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η δεύτερη μετανάστευση είναι ιδιαίτερα δύσκολες για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι υπόκεινται τις αυθαιρεσίες των τοπικών μουσουλμάνων αρχόντων, αλλά και της επίσημης οθωμανικής διοίκησης. Άλλοτε χρησιμοποιούνται ως δούλοι για την διάνοιξη στρατιωτικών δρόμων και άλλοτε βλέπουν να κατάσχονται όλα τους τα τρόφιμα για να καλύψουν τις επισιτιστικές ανάγκες του οθωμανικού στρατού: «Οι χριστιανοί της Ηπείρου κατά το έτος 1716 υπέφερον μέγιστα δεινά ένεκα των επιβληθεισών αγγαρειών και των παθημάτων, όσα παρέπονται εν περιπτώσει βιαίας εργοδιώξεως, ελθόντος σουλτανικού διατάγματος, ίνα το ταχύτερον από του Πίνδου μέχρι Σαγιάδος και Βουθρωτού κατασκευασθή οδός στερεά και πλατεία εξήκοντα περίπου ποδών. Της τοιαύτης οδού διά πολλού τάχους κατασκευασθείσης, διεπέρασεν εις Ήπειρον ο στρατάρχης Καρά Μουσταφά Πασσάς, οδηγών 65.000 στρατόν Οθωμανικόν, εις ού την τροφοδοσίαν αι αποθήκαι των Ηπειρωτικών μερών εξηντλήθησαν, και σπάνις ήδη τροφών ήρξατο καταμαστίζειν τον τόπον». Εκτός αυτών, όπως προαναφέραμε, οι αγροτοκτηνοτροφικοί ως επί το πλείστον χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν «προστασία» σε μουσουλμανικές συμμορίες μέσα σε ένα πλαίσιο πλήρους εξουσίας των τοπικών μουσουλμάνων προυχόντων που λειτουργούν ως κράτος εν κράτει:

«Κατά την εποχήν ταύτην και επομένως οι διά του αρότρου και των τεχνών ζώντες χριστιανοί της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ηναγκάζοντο ίνα αφοσιώνται και υποβάλλωνται υπό την προστασία Οθωμανού τινος ισχύοντος εν τω τόπω, όπως μη ώσιν εκτεθειμένοι εις την διάκρισιν του τυχόντος Οθωμανού. Πάντες εκ των γεωργών των καλλιεργούντων τας γαίας χωρίων ιδιοκτήτων ή επαύλεων (τσεφλήκια) διετέλουν αυτοδικαίως προστατευόμενοι υπό του γαιοκτήμονος Οθωμανού. Οι χωρικοί δε οι καλλιεργούντες Ιμλιάκια ή γαίας εθνικάς ηναγκάζοντο και αυτοί, καθώς και έκαστος τεχνίτης και έμπορος κάτοικος των πόλεων, ίνα εκλέγωσι και πωλώνται ούτως ειπείν είς τινα των προυχόντων Οθωμανών, καθότι η διοίκησις ουδεμίαν σχεδόν ισχύν είχε εν τη εποχή εκείνη κατά των του τόπου ισχυρών και πλουσίων Οθωμανών». Το 1730 στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας οι αρματωλοί στήνουν ενέδρα και φονεύουν οθωμανικό κλιμάκιο που είχε εισπράξει τον φόρο (χαράτσι) από την περιοχή της Ναυπάκτου και τον διεβίβαζαν στην Κωνσταντινούπολη. Η αντίδραση της Οθωμανικής κυβέρνησης δεν αργεί. Το 1731, γίνεται απαρίθμηση (απογραφή) των χριστιανών κατοίκων στην Ακαρνανία, στην Ήπειρο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος και τίθεται σε εφαρμογή η απαγόρευση της οπλοφορίας στους χριστιανούς. Αυτό το μέτρο καθιστούσε τους χριστιανούς απολύτως ανήμπορους να αντιδράσουν σε οποιαδήποτε μελλοντική αυθαιρεσία της κρατικής η παρακρατικής οθωμανικής εξουσίας και στην ουσία τους μετέτρεπε σε άθυρμα στο έλεος των κάθε λογής συμμοριών.

Το 1732 οι Βενετοί κινούμενοι στο πλαίσιο της προσπάθειας της γενικής αποσταθεροποίησης της περιοχής, ξεσηκώνουν όχι μόνο το Σούλι και τα γύρω από αυτό χριστιανικά χωριά, αλλά επίσης υποκινούν και τους οθωμανούς Μπέηδες και Αγάδες της Θεσπρωτίας οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία παύουν να αναγνωρίζουν τον σουλτάνο ως κυρίαρχό τους και έτσι κατατρέχουν και λεηλατούν τις γύρω περιοχές, από την Ήπειρο μέχρι την Ακαρνανία. Την επόμενη χρονιά έρχεται η απάντηση της Υψηλής Πύλης. Με εντολή του σουλτάνου εκστρατεύουν εναντίον του Μαργαριτίου και του Σουλίου πέντε πασσάδες με 10.000 στρατό. Η πόλη του Μαργαριτίου κατελήφθη εύκολα και κατεδαφίστηκε, όμως το οθωμανικό εκστρατευτικό σώμα δεν τολμά να αναμετρηθεί με τους Σουλιώτες και μέχρι το 1737 προτιμά να υποτάξει την περιοχή της Ηπείρου και της Ακαρνανίας.

4.2 Η δεύτερη μετανάστευση προς την Ανατολική Θράκη (περ.1730/1769).



Όπως προαναφέραμε, οι μεταναστεύσεις από την περιοχή της Ηπείρου προς την Ανατολική Θράκη ήταν συχνές και αυτό αποδεικνύεται -εκτός από τις ιστορικές πηγές που παρετέθησαν- και από τα αρκετά χωριά στην Ανατολική Θράκη που περιέχουν το όνομα «Αρναούτ», π.χ. Αρναούτκιοϊ (Αρναούτ σημαίνει στην τουρκική Αλβανός). Οι μεταναστεύσεις φυσικά δεν αφορούσαν μόνο τους χριστιανούς αλβανόφωνους αλλά και τους μουσουλμάνους. Από την περιοχή του Βιθκουκίου υπήρξαν συνεχή ρεύματα μετανάστευσης προς την Ανατολική Θράκη, στο Μεγάλο Ζαλούφι, στην Μανδρίτσα και αλλού, ακόμη και στα βάθη της Μικράς Ασίας. Υπό το βάρος και την απειλή των συμμοριών που λυμαίνονταν την περιοχή οι μεταναστεύσεις έλαβαν μεγάλες διαστάσεις και φυσικά δεν περιορίστηκαν μόνο προς την περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής προτίμησαν να εποικίσουν κοντινές σχετικά πόλεις και χωριά, όπως την περιοχή της Κοζάνης: «[…] περί το 1390 άποικοι εκ Πρεμετής, Μπιθυκουκίου και Κόσδιανης, μη ανεχόμενοι πιέσεις και αλλαγήν θρησκεύματος, μετηνάστευσαν εκείθεν, και ανατολικώτερον βαίνοντες κατέλαβον οχυράν τινα θέσιν άνωθεν της Σελίτσης, και ώραν απέχουσαν αυτής επί του όρους, εν η και σταθμεύσαντες ήρξαντο κατασκευάζοντες καλύβας, ονομάσαντες το μέρος Κόσδιανη από της ερημωθείσης εν Ηπείρω Κόστιανης ή Κοστάνιανης, κειμένης εν τη επαρχία Πωγωνιανής».

Η διασπορά του Βιθκουκίου έγινε και προς άλλες περιοχές, ακόμη και σε αρκετά απομακρυσμένες. Οι έμποροι του Βιθκουκίου ακολούθησαν αυτούς της Μοσχόπολης στη Βιέννη, στην Πέστη και αλλού. Στο επιτύμβιο στην αυλή της σερβικής εκκλησίας στην Πέστη της Ουγγαρίας αναγράφεται: «Ώδε τέθαπται ο εν μακαρίταις Αθανάσιος Παναγιώτου το μεν γένος Αλβανίτης εκ δε πόλεως Βιθκούκι».



Εικόνα 17 Επιτύμβιο στην αυλή της σερβικής εκκλησίας της Πέστης.



Οι λόγοι και ο χρόνος της μετανάστευσης.

Ο κυριότερος λόγος της μετανάστευσης, με βάση τα όσα παρουσιάσαμε ήταν η κατάσταση αναρχίας, αφόρητης πίεσης και βίας που υπήρχε στην περιοχή της Κορυτσάς. Η χρονολογία της μετανάστευσης, σύμφωνα με μαρτυρίες απογόνων 5ης γενιάς που κατοικούσαν στα χωριά της εποίκισης, Ιμπρίκ Τεπέ (Ίμβρασος στα ελληνικά, Κιουτέζα στα αρβανίτικα) και Σουλτάνκιοϊ (Λείβηθρο στα ελληνικά, Βιθκούκι στα αρβανίτικα) Ανατολικής Θράκης υπολογίζεται γύρω στο 1730. Ο Καβανόζης, με βάση αυτές τις μαρτυρίες εξάγει το συμπέρασμα ότι ο χρόνος της μετανάστευσης πρέπει να εντοπιστεί χρονικά ανάμεσα στα έτη 1725-1735. Επίσης, το 1735 αναφέρει ο Μαϊκίδης σχετικά με μια εκδοχή για τη μετανάστευση των κατοίκων της Μανδρίτσας: «[…] διά να εξετάσωμεν μίαν άλλην εκδοχήν, περισσότερον ίσως πιθανήν. Εις την περιοχή της Κορυτσάς, η οποία κατά την παράδοσιν φέρεται κτισμένη γύρω εις τα 1450 ως μικρό χωριουδάκι, ήκμαζε μια άλλη ανθηρά κωμόπολις, η Μοσχόπολις, η οποία εις τας αρχάς του 18 αιώνος παρουσιάζει σημαντικήν δραστηριότητα. Οι κάτοικοι, αλβανόφωνοι και μερικοί βλαχόφωνοι, ήσαν έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, όπως μαρτυρούν τα ακμάζοντα τότε Ελληνικά σχολεία. Η πλουσία κτηνοτροφία και η δημιουργία εργαστηρίων υφαντικής καθώς και η ανάπτυξις των βιοτεχνιών ταπητουργίας, σιδηρουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας, διηύρυνον την εμπορικήν κίνησιν και την επικοινωνίαν με τας αγοράς των μεγάλων καταναλωτικών κέντρων, εις τρόπον να φθάνουν οι Μοσχοπολίται μέχρι εις την Πόλιν, την Σμύρνην, το Μοναστήρι και την Βιέννην. Εις τα 1715 ιδρύθη εκεί και τυπογραφείον από τον μοναχόν Γρηγόριον, τον αποκληθέντα Μοσχοπολίτην, με έμβλημα την εικόνα του Ευαγγελιστού Λουκά. Οι ορεσίβιοι όμως τουρκαλβανοί ορεγόμενοι τον πλούτον και τα αγαθά των Χριστιανών έκαμαν συχνά επιδρομάς, δι’αρπαγάς και ληστείας και με τον καιρόν η κατάστασις γινόταν προβληματική. Σαν να μην έφθανεν η πληγή αυτή των επιδρομών, ήλθε και η φαγομάρα μεταξύ των προυχόντων γαιοκτημόνων και των πραματευτάδων διά να καταλήξη στα γεγονότα εκείνα του Πάσχα 1735 όταν οι πραματευτάδες πήραν την διοίκησιν της Κοινότητος από τους γαιοκτήμονας προκρίτους. Η φαγομάρα αυτή αναμεταξύ των από τη μία και αι συχναί επιδρομαί των τουρκαλβανών από την άλλην, έγιναν αφορμή να μεταναστεύσουν πολλοί Μοσχοπολίται προς νότον, άλλοι εις τα χωριά του Σουλίου, αρκετοί προς την Στερεάν Ελλάδα, Πελοπόννησον και νησιά Ύδρα και Σπέτσες, Δροσοπηγή και αλλού και τέλος μερικαί οικογένειαι πολύ μακρύτερα, εις την Θράκην. Η εκδοχή αυτή ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Μανδρίτσης μπορεί να ήσαν μετανάσται από την Μοσχόπολιν, είναι ευλογοφανής, διότι το γλωσσικό ιδίωμα της αλβανικής γλώσσης καθώς και πολλά ήθη και έθιμα των Μανδριτσιωτών έχουν κοινά γνωρίσματα με εκείνα των αλβανοφώνων της Στερεάς Ελλάδος (Θήβαι, Μενίδι, Ελευσίνα) Κρανίδι, Ερμιόνης και Ύδρας, καθώς και των μνημονευθέντων χωριών της περιοχής Φλωρίνης. Επικουρικόν της εκδοχής αυτής θα πρέπη να θεωρηθή η μαρτυρία της εντειχισμένης μαρμάρινης πλάκας εις την εκκλησίαν της αγίας Κυριακής του Νεκροταφείου Μανδρίτσης, ότι εκτίσθη το έτος 1750 δηλαδή 15 χρόνια μετά τον εκπατρισμόν των από την Μοσχόπολιν».

Η υπόθεση περί της μετανάστευσης κατά τα έτη αυτά μπορεί να στηριχθεί στα παρακάτω:

α) τα έτη 1730-1737 έχουμε εξέγερση και μεγάλη αναταραχή στην Ήπειρο. Στα 1732 μάλιστα, παρατηρείται κύμα μαζικών εξισλαμισμών στην ευρύτερη περιοχή και εκείνο το έτος βρίσκουμε καταγεγραμμένη περίπτωση μετανάστευσης από τη Βόρεια Ήπειρο προς την Ανατολική Θράκη: «Κοινότητες δε τινές, οποία ή των Λαζαρατών μετηνάστευσαν αλλαχού.[…]Της κώμης των Λαζαρατών οι κάτοικοι απεδήμουν συστηματικώς και περιοδικώς εις Κωνσταντινούπολιν μετερχόμενοι έργα διάφορα. Επιστρέψαντες δε οι πλείστοι των αποδημούντων εις τας εστίας των, ίνα εορτάσωσι το άγιον πάσχα μετά των οικογενειών των, αφίχθησαν εις την κώμην εκείνην κατά το δείλι της μεγάλης παρασκευής, όπου ουδένα εύρον εκείσε, καθότι την ημέραν εκείνην ο Καπλάν Πασσάς ηνάγκασε και τας γυναίκας και τους παίδας και τους γέροντας, ίνα απέλθωσι δύο ώρας μακράν της κώμης των, όπως μεταφέρωσιν εις τον δρόμον των τα κεκομμένα ύδατα, δι’ ών οι μύλοι του ρηθέντος Καπλάν Πασσά ήλεθον. Το τοιούτον δεινοπάθημα ενεποίησε τοιαύτην αίσθησιν εις τους χριστιανούς εκείνους, ώστε την αυτήν ημέραν του πάσχα εκτελέσαντες τα εκκλησιαστικά καθήκοντα, έλαβον έκαστος ό,τι ηδύνατο μετακομίσαι και αναχωρήσαντες πανοικί άπαντες μετέβησαν εις την Θράκην, όπου και έκτισαν οικίας και νέον χωρίον. Τούτου γενομένου, έσπευσεν ο Καπλάν Πασσάς, ίνα εγκαταστήση αποικίαν Λιάπιδων εις την εγκαταλειφθήσαν κώμην των Λαζαρατών». Μέσω της παροχής εποχιακής εργασίας στην Ανατολική Θράκη και ειδικά στην Κωνσταντινούπολη έρχονται αρκετές πληροφορίες και έτσι η Ανατολική Θράκη δεν είναι μια άγνωστη γη. Δεν πρέπει επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εργάζονταν εποχιακά στην Ανατολική Θράκη οι Αρβανίτες της περιοχής της Κορυτσάς και μέσω αυτών των εποχιακών εργαζόμενων να αποφασίστηκε η μετανάστευση προς τα εκεί. Ακόμη και μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης (1769) υπάρχουν αλβανόφωνοι του κοντινού Δήμου Οπάρεως οι οποίοι εργάζονται στην Κωνσταντινούπολη και οι οικογένειές τους εποικίζοντας την καταστραφείσα Μοσχόπολη της δίνουν νέα ζωή: «Οι ενταύθα αποικήσαντες αλβανόφωνοι εκ του Δήμου Οπάρεως, άπαντες σχεδόν εν Κων/πόλει εργαζόμενοι, αρκετήν ζωήν έδωσαν εις την πόλιν της οποίας αι οικογένειαι μετά την καταστροφήν της (1769) δεν ανήρχοντο άνω των διακοσίων, περίπου, και η οποία ήρχισε φθίνουσα».

β) Μεταξύ της συνθήκης του Πασάροβιτς (1718) και της έναρξης των πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Περσία (1730-1736) και τη Ρωσία (1735-1739) επικρατούσε ηρεμία στην περιοχή της Θράκης και ήταν η εποχή όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να κάνει προσπάθειες εξευρωπαϊσμού. Η εποχή του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ (1703-1730) είναι η λεγόμενη «εποχή των τουλιπών», χαρακτηρίζεται από πολιτισμική αναγέννηση και απόπειρες εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και ανοιγμάτων προς τη Δύση και κλείνει με εξέγερση των γενιτσάρων και παραίτηση του Αχμέτ Γ’. Τα χρόνια του διαδόχου του Αχμέτ, Μαχμούτ Α’ (1730-1754), σχετίζονται με πολιτική συνετών μεταρρυθμίσεων στον στρατό αλλά και στον τομέα της αστικής ανάπτυξης. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη οικοδομούνται 60 δημόσιες κρήνες και πλήθος έργων γίνονται στην περιοχή. Αν κρίνουμε ότι η περιοχή του Βιθκουκίου ήταν διαχρονικά τόπος παραγωγής κτιστών και οικοδόμων δεν θα ήταν αυθαίρετο να συσχετιστεί η μετακίνησή τους με τα έργα αυτά. Ακόμη και στα 1856, τα λιγοστά χριστιανικά χωριά που απέμειναν στην περιοχή της Κολώνιας παραμένουν τόπος παραγωγής κτιστών: «Τα χωρία της [σ.σ.Κολώνιας], όσα εκ Τούρκων καθ’ολοκληρίαν ενοικούνται, επωπτεύοντο, ότε ελάτρευον οι κάτοικοι τον χριστιανισμόν υπό του Αρχιερέως της Καστορίας, και εκ των νυν σωζομένων και περικλειομένων εις την δικαιοδοσίαν της 27 χωρίων, δύο μόνα υπό μόνων χριστιανών ενοικούμενα, διέπονται ήδη υπό του Αρχιερέως της Βελλάς, την τέχνην της οικοδομίας επαγγελομένων». Οι χτίστες του Βυθκουκίου είναι πολύ καλοί τεχνίτες και τους προτιμούνε ακόμη και σε μακρινές περιοχές: «Ενδιαφέρον πρόβλημα είναι η αναζήτηση και ο εντοπισμός των κέντρων, από τα οποία προέρχονται συνήθως οι μαστόροι. Ορισμένα πρέπει να αναζητηθούν στην ΒΔ Μακεδονία και στην Βόρεια Ήπειρο. Έτσι από το Μπιθικούκι κατάγεται ο μάστορας που έκτισε σε ομαλή θέση το νέο καθολικό της μονής Φιλοσόφου (1691) στην περιοχή Δημητσάνας».

Η μία υπόθεση λοιπόν έχει να κάνει με τη μετανάστευση κατά τα έτη 1725-1735 και τον συσχετισμό της μετανάστευσης με τη συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής στα έργα ανάπλασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, οι κάτοικοι βρήκαν μια σπάνια ευκαιρία για να φύγουν από μια εύφλεκτη περιοχή όπου λόγω του ότι ήταν απομακρυσμένη ήταν πολύ δύσκολο να υπάρχει η τάξη και η ασφάλεια που υπήρχε στην Ανατολική Θράκη μιας και η Κωνσταντινούπολη –πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- ήταν πολύ κοντά αλλά και το έδαφος (απέραντη πεδιάδα) δεν ευνοούσε κινήματα και στάσεις κατά της εξουσίας (όπως αντιθέτως συνέβαινε πολύ συχνά στα δύσβατα και ορεινά σημεία της Ηπείρου). Οι εποχιακοί εργάτες έβλεπαν ότι η περιοχή της Ανατολικής Θράκης ήταν έρημη, εύφορη και κυρίως ασφαλής, σε αντίθεση με τα χωριά τους όπου οι συμμορίες των τουρκαλβανών (αλβανόφωνων μουσουλμάνων) είχαν διασαλεύσει την τάξη και υπήρχε καθεστώς ανασφάλειας. Δεν αποκλείεται λοιπόν (όπως στην περίπτωση των Λαζαρατών) να επεδίωξαν –το πιθανότερο σε συνεννόηση με την τοπική οθωμανική εξουσία- να εποικίσουν την έρημη περιοχή της Ανατολικής Θράκης, όπως δεν αποκλείεται βέβαια η μετακίνησή τους εκεί να έγινε βίαια από το οθωμανικό κράτος. Ο Σταμάτιος Ψάλτης, στα 1919, αναφερόμενος στους Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης αναφέρει: «[…]περί τούτων είπομεν ήδη ανωτέρω ότι μετωκίσθησαν εξ Αλβανίας, ίνα συμπληρώσωσι το εν τη χώρα εκ των ερημώσεων δημιουργηθέν κενόν μετά την άλωσιν[…]». Όσον αφορά την έρημη περιοχή της Ανατολικής Θράκης, στα 1666 ταξιδεύει εκεί ο γάλλος Robert de Dreux και η συνοδεία του και υπάρχει η εξής περιγραφή: «Αφού πέρασαν τους Τσεκμετζέδες, τη Σηλυβρία και τη Ραιδεστό, που φαίνεται πως και τότε είχε σημαντική εμπορική κίνηση, πέντε ολόκληρες μερες περπατούν ως τον Εβρο χωρίς να βρούν καμιά σημαντική οπωσούν πόλη, παρά μόνο πεδιάδες με άφθονο κυνήγι, πράγμα που μαρτυρά πόσο έρημος ήταν ο τόπος».

Με δεδομένο λοιπόν ότι η μετανάστευση μπορεί να οριοθετηθεί μεταξύ των ετών 1718 (συνθήκη Πασσάροβιτς) και 1769 (καταστροφή Μοσχόπολης, Βιθκουκίου και όλης της ευρύτερης περιοχής), μία δεύτερη εκδοχή θα μπορούσε να σχετίζεται με τη μετανάστευση των κατοίκων λόγω της καταστροφής του Βιθκουκίου (1769): «Η αποδημία των Μακεδόνων (από την Μοσχόπολη, Σιάτιστα, Μοναστήρι, Νάουσα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Μελένικο), αλλά και των άλλων Ελλήνων (από τα Τρίκαλα, Δημητριάδα, Μεσολόγγι, Φιλιππούπολη και από άλλους τόπους) ζωηρεύει κυρίως, όπως είδαμε, μετά την συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718), ιδίως όμως μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης (1769)». Όσο πλησιάζει η καταστροφή της Μοσχόπολης και των γύρω πόλεων και χωριών, τόσο η κατάσταση γίνεται πιο ανυπόφορη για τους χριστιανικούς πληθυσμούς: «Η αθρόα εξισλάμισις των κατοίκων της Αλβανίας και της Ηπείρου ήρχισε να ανησυχεί όλους τους Χριστιανούς, ιδίως τους Μοσχοπολίτας οι οποίοι τον κίνδυνον αντιμετωπίζοντες ενέτεινον τας ενεργείας των, και ενεψύχωνον τον λαόν, διά κηρυγμάτων εις το κρυπτόν γενομένων διά των διδασκάλων ιδίως, οι οποίοι ανεδείχθησαν άξιοι του προορισμού τους. Το 1760 ήτο το φοβερώτερον έτος διά τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί διά να σώσουν την θρησκεία των πατέρων των και την ζωήν των, εδωροδόκουν τους Τούρκους. Αλλά μετά την εξάντλησιν της περιουσίας των δεν τους απέμεινε τίποτε διά να εξακολουθώσι το δέλεαρ, ως εκ τούτου αι πιέσεις ήσαν εις την ημερήσιαν διάταξιν. Η κατάστασις ήτο απελπιστική!!».

Η εκδοχή της μετανάστευσης μετά την καταστροφή της περιοχής (1769) είναι και αυτή πιθανή, αν και αποδυναμώνεται κάπως από την έλλειψη μαρτυριών από τους επιζήσαντες προς τους απογόνους τους και αν σκεφτούμε πως το 1769 είναι σχετικά κοντά, θα ήταν δύσκολο να μην υπάρχουν έστω και παρεφθαρμένες μαρτυρίες από γενιά σε γενιά που να περιέγραφαν την καταστροφή των χωριών της Κορυτσάς, όπως θα ήταν αδύνατον να χαθούν τόσο γρήγορα (μέσα σε 3-4 μόλις γενιές) τόσο ισχυρά και έντονα βιώματα. Από την άλλη όμως, έχουν αρχίσει ήδη και περνάνε στη λήθη τα όσα υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης κατά το διάστημα 1908-1917, οπότε θεωρούμε και τα δύο σενάρια είναι το ίδιο πιθανά δίνοντας ένα μικρό προβάδισμα σε αυτό του 1769 διότι ενώ για το 1730 υπάρχουν μόνο εικασίες και αμυδρές μνήμες στους απογόνους των μετακινηθέντων, για το 1769 τότε έχουμε μια ιστορικά καταγεγραμμένη ευρεία διασπορά της περιοχής του Βιθκουκίου: «Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παπαδάκης, εν τω περιοδικώ «Αθηνά» (1913), σ.441 λέγει τα εξής: οι κάτοικοι Μοσχοπόλεως, Λιανοτοπίου, Νικολίτσης, Γραμμόστης και Βυθκουκίου διεσκορπίσθησαν μέχρις Αχρίδος και Κρουσόβου, μέχρι Μεγαρόβου και Τυρνόβου, Νιζοπόλεως και Μοναστηρίου».

Αν δεχτούμε εντούτοις ότι η μετανάστευση έγινε γύρω στο 1730, θα μπορούσαμε να την οριοθετήσουμε χρονικά μεταξύ των ετών 1718-1740 και αναφέρουμε το 1740 ως χρονικό όριο διότι από το έτος αυτό και έπειτα επικρατεί πλήρης αναρχία στους δρόμους και δεν υπάρχει καμία ασφάλεια για τους ταξιδιώτες, κατάσταση που επιδεινώνεται από τότε συνεχώς: «Νέα κρίση προκαλούν στην οθωμανική αυτοκρατορία οι πολεμικές επιχειρήσεις των Ρώσων στην περιοχή της Κριμαίας και του Αζόφ (1735-1739), καθώς και των Αυστριακών στην περιοχή του Βελιγραδίου (1717-1739). Μετά την λήξη των επιχειρήσεων (ειρήνη του Βελιγραδίου 1739) αρχίζει έντονος ο ανταγωνισμός των δύο χριστιανικών δυνάμεων για την διείσδυση και επικράτηση της επιρροής τους στα Βαλκάνια και διαγράφονται σαφώς οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής τους εφόσον μάλιστα η ασθένεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι πια έκδηλη. Οι επιχειρήσεις αυτές υπέθαλψαν την αναρχία. Η ενδημική μάλιστα ανώμαλη κατάσταση στην Δυτική Στερεά, Ήπειρο, καθώς και στην Αλβανία επιδεινώνεται. […] Και αυτοί οι δρόμοι έξω από τα Ιωάννινα δεν είναι πια ασφαλείς, όπως σημειώνει πράκτορας των Βενετών τον Ιανουάριο του 1740: «αναρίθμητοι είναι οι κακοποιοί που ληστεύουν τους διερχόμενους κατοίκους. Το εμπόριον έχει παραλύσει». Γι’αυτό και οι διπλωματικοί ακόμη φάκελλοι δεν στέλνονται κανονικά. Η κατάσταση χειροτερεύει βέβαια με την μεγάλη πείνα και ακρίβεια, που σημειώνεται τον Μάρτιο του 1740. […] Ανενόχλητες σχεδόν ληστρικές αλβανικές ομάδες διατρέχουν όχι μόνο την Αλβανία και την Ήπειρο, αλλά εισδύουν και στις βορειοδυτικές περιοχές της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και στην Δυτική Στερεά Ελλάδα». Βέβαια, η περιοχή αυτή ήταν ανέκαθεν επικίνδυνη και πολύ δύσκολο να ελεγχθεί από την Οθωμανική εξουσία: «Η Αλβανία και η Ήπειρος, αίτινες πάντοτε απετέλεσαν το επισφαλέστερον μέρος της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ήσαν εν τοιαύτη καταστάσει, ώστε Τούρκος τις δεν ετόλμα να εμφανισθή εν αυταίς, εν ω αφ'ετέρου πας περιηγητής εξετίθετο εις τον κίνδυνον να δολοφονηθή ατιμωρητί υπό των επιχωρίων της ορεινής εκείνης χώρας. Εν πολλοίς δε μέρεσι της αυτοκρατορίας κληρονομικοί τύραννοι, γνωστοί υπό το όνομα δερέ βέηδες, ήτοι κύριοι των κοιλάδων, επέσειον τρόμον εις τους ταπεινούς αυτών γείτονας».

Ο μεγάλος λιμός του 1740, ίσως να αποτελεί άλλη μία πιθανή αιτία αναχώρησης των κατοίκων της περιοχής και αποτελεί φυσιολογικό επακόλουθο της παράλυσης του εμπορίου λόγω του πολέμου των ετών 1737-1739 μεταξύ της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο λιμός καταγράφεται στον Κώδικα της Μονής του Αγίου Προδρόμου Μοσχοπόλεως: «1740: έγινε η μεγάλη πείνα και ακρίβεια, το κοιλό του γενήματος από άσπρα 3.000, και επεκράτησεν από φευρουαρίου έως Ιουνίου». Ο Μαρτινιανός γράφει σχετικά: «Τα κατά την σιτοδείαν ταύτην περιγράφει εμμέτρως, Μιχαήλ ο του Γκόρας, τω αυτώ του απαισίου συμβάντος έτει, τω 1740, δηλ.προ τεσσαράκοντα ήδη περίπου ετών, από του θανάτου του, εν φυλλαδίω σπανιοτάτω, όπερ τυχαίως ενετύχομεν κατ’ Αύγουστον του 1896 εν τη βιβλιοθήκη της εν Άθωνι Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας (Έντυπα, ΒΨ.392). Είναι τούτο προσηρτημένον τη Ακολουθία του Οσίου Ναούμ εκδεδομένη εν Μοσχοπόλει, τω 1740, εις 4ον μικρόν, και εχούση σελ.47, ών τινες αρκούντως εφθαρμέναι». Η περιγραφή του Μιχαήλ Γκόρας (με τίτλο «Σύντομος ιστορία της κατά το 1740 μεγάλης γενομένης πείνας και ακρίβειας») είναι χαρακτηριστική και μέσα από αυτή βλέπουμε ότι εκτός του πολέμου, ο χειμώνας του 1740 ήταν τόσο δριμύς που ακόμη και στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου, είχε χιόνια:

«[…] Αφίνω όμως να ειπώ βασιλειών τας ταραχάς, του Τούρκου και Καίσαρη και Μοσχόβου τας διαλλαγάς,

όπου είναι πραγματεία αρκετή των ιστορούντων, πλην γράφω εν συντόμω μόνον θλίψιν των πεινώντων.

Διότι εις χιλίους επτακόσιους και σαράντα, Φεύ! Ρούμελην επλάκωσαν τα κακά πάντα

όταν βασιλεύς σουλτάν Μαχμούτης εβασίλευε, από πείναν να χαθή η Μακεδονία εκινδύνευε.

Χειμώνας παγκάκιστος και κρυερός άκρος, διά δε γης το άχορτον αφίνω το πολύ μάκρος.

Διότι έως της ημέρας του Αγίου Γεωργίου, που είναι εις τας 23 του μηνός Απριλίου,

κανείς δεν είδε με τα μάτια πρασινάδα, διά να χαρή καν της γης την ευμορφάδα.

Η εκκλησία έψαλλε, σήμερον έαρ μυρίζει, ο δε καιρός αρχίνησε ψυχρότατα να χιονίζη.

Αλλ’ ω κακόν, κακών απάντων κάκιστον, και θλίψις που επλάκωσε πτωχόν και πανάριστον!

ότι πείνα έγινεν εις Ρούμελην μεγαλωτάτη,και ακρίβεια εις είδος παν, πολλά φθαρτικωτάτη […].

Πολλοί φλούδας δένδρων άλεθαν μετά φακών και ζυμωταίς έτρωγαν να μην λάβουν θάνατον πικρόν.

Κριθής ανακάτωναν αλεύρι μίαν οκάν με χώματος λευκού οκάδες δύο με αθυμίαν».

Η κατάσταση από το 1740 μέχρι την καταστροφή των χωριών της Κορυτσάς γίνεται ολοένα και πιο απελπιστική και στα 1749 έχουμε την ανεξέλεγκτη δράση ληστών και φυγοδίκων στα Ιωάννινα, στην Άρτα και στο Κάρλελι. Ο Ομέρ Πασάς των Ιωαννίνων (1750-1752) κινείται προς την περιοχή του Αμβρακικού για να αναζητήσει τους ληστές, όμως στην πραγματικότητα καταπιέζει τους κατοίκους αποσπώντας τους μεγάλα χρηματικά ποσά. Το 1756 έχουμε ανάλογη άγρια φορολογία των Τρικάλων, το 1758 την πυρπόληση και την λεηλασία του Καρπενησίου. Οι τούρκοι πασάδες είναι αδύνατον να επιβάλλουν την τάξη και τότε για πρώτη φορά εμπιστεύονται το αξίωμα του πασά των Ιωαννίνων σε Αλβανό, στον Σουλεϊμάν Πασά, ο οποίος διαδέχεται τον Μουσταφά Πασά (1759-1764) και αναλαμβάνει την φρούρηση των δερβενίων της Ηπείρου και της Ακαρνανίας, καταδιώκει με πείσμα τους κλεφταρματολούς οι οποίοι προέβαιναν σε μύριες αυθαιρεσίες σε βάρος των διαβατών, και τους απωθεί προς τα ορεινά καταφύγιά τους.













4.3 Η μεγάλη πορεία.





Εικόνα 18 Η Εγνατία οδός.

Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι «από τα χωριά Κιουτέ και Βυθκούκι, νομάδες έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι ξεκίνησαν, και ακολουθώντας την Εγνατία οδό με βοειδοκάρα, έφθασαν στην Ανατολική Θράκη. Εκεί μοιράστηκαν στα χωριά Ίμβρασος (Ιμπρίκ Τεπέ) και Λείβηθρο (Σουλτάνκιο). Οι προερχόμενοι από την Κιουτέ της Κορυτσάς Β.Ηπείρου ονόμασαν το χωριό τους χαϊδευτικά στα αρβανίτικα Κιουτέζα». Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μεγάλη με βάση τα σημερινά δεδομένα και λόγω της επικινδυνότητας θα έγινε συνοδεία φρουράς και έπειτα από σχετική έγκριση της οθωμανικής εξουσίας. Όσον αφορά τη διάρκεια του ταξιδιού, υπολογίζεται ότι πρέπει να διήρκεσε περίπου 12 ημέρες. Στα 1829, το ταξίδι Κωνσταντινούπολη-Ιωάννινα διαρκεί 165 ώρες. Αν λάβουμε υπ’όψιν ότι η αναγραφή των συνολικών ωρών αφορά περίπου 11 ώρες ταξιδίου κάθε ημέρα, τότε μπορούμε να υπολογίσουμε τη διάρκεια του ταξιδιού ως εξής:

1) Βιθκούκι-Κορυτσά: 4 ώρες.

2) Κορυτσά -Καστοριά: 15,5 ώρες.

3) Καστοριά -Θεσσαλονίκη: 37 ώρες.

4) Θεσσαλονίκη-Κεσσάνη: 73 ώρες.

Σύνολο: 129,50 ώρες (περίπου 12 ημέρες ταξιδιού).

Σημειωτέον ότι δεν γνωρίζουμε ούτε υπό ποίες καιρικές συνθήκες ούτε την εποχή που το ταξίδι αυτό έγινε, ούτε το τι δυσκολίες συνάντησαν οι μετακινηθέντες (ληστές, γραφειοκρατικές ταλαιπωρίες στα δερβένια, ασθένειες, θανάτους κ.λπ.). Αν το ταξίδι όμως έγινε υπό ομαλές συνθήκες (δηλαδή δεν έγινε λόγω της καταστροφής του Βιθκουκίου το 1769–και άρα μη προγραμματισμένα-αλλά πριν από αυτήν) σίγουρα δεν θα έγινε τον χειμώνα για ευνόητους λόγους. Αν υποθέσουμε ότι η μετανάστευση έλαβε χώρα λόγω της καταστροφής του Βιθκουκίου, της Μοσχόπολης και όλης της περιοχής της Κορυτσάς το 1769, τότε έγινε πριν το καλοκαίρι αφού η καταστροφή της Μοσχόπολης παρ’ότι δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς συνέβη, σίγουρα έγινε πριν τις 24 Ιουνίου 1769: «Η ακριβής ημερομηνία της καταστροφής ταύτης του 1769 δεν μας είναι γνωστή. Φαίνεται όμως ότι ασφαλώς εγένετο προ της 24 του μηνός Ιουνίου του έτους τούτου, ημέραν καθ’ην πανηγυρίζει η Ιερά Μονή του Προδρόμου, διότι εις τον Κώδικα αυτής, απαντά το σημείωμα τούτο: «Α.Ψ.Π.Θ. Ιουνίου 24. Ουδέ οβολός εσυνάχθη. Επείπερ η περιώνυμος Μοσχόπολις κατεχαλάσθη και παντελώς ηφανίσθη». Και αλλαχού ο ίδιος Κώδιξ εις άλλην σελίδα διαλαμβάνει ότι: «Το 1769 δεν έδωσαν έναν παράν, διότι κατά το έτος τούτο ήλθαν και διαγούμισαν το Μοναστήρι και την πολιτείαν και πολλά σπίτια έκαυσαν». Από την άλλη όμως, η Μοσχόπολη εκκενώθηκε ολοκληρωτικά από τους εναπομείναντες κατοίκους της –και υπό τον φόβο νέας επιδρομής των Τουρκαλβανών- στις 2 Σεπτεμβρίου 1769, οπότε είναι πιθανόν να εκκενώθηκαν τότε οι γύρω πόλεις και χωριά. Ο Κώδικας της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου αναφέρει: «Εις δε 1769 Σεπτεμβρίου 2, από τον φόβον των μπορτζιλήδων και από τα βαρειά δοσήματα, [=τα ορισθέντα όπως πληρώση έκαστος των πολιτών προς απόσβεσιν των χρεών των μπορτζιλήδων], εις διάστημα τριών ημερών, εχάλασεν [=διελύθη] η Μοσχόπολις, και σκορπιζόμενοι οι άνθρωποι πανταχού γης, δεν απόμεινεν εις την χώραν ούτε σκυλί».

Ο Καβανόζης αναφέρει ότι στη συλλογική μνήμη των μετακινηθέντων υπήρχαν πληροφορίες που μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά και μιλούσαν για «ανθρώπινες απώλειες» κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, κάτι το οποίο φαντάζει λογικό και πιθανό: «έτσι, ολόκληρες νομάδες, καραβάνια σε τμήματα, εγκατέλειψαν τα χωριά τους, ακολούθησαν την πέτρινη Εγνατία οδό και με αρκετές ανθρώπινες απώλειες έφθασαν και εγκαταστάθηκαν περί τα έτη 1730-1735 στα χωριά Ίμβρασο και Λείβηθρο της Ανατολικής Θράκης».

Οι Αρβανίτες της Θράκης- η δεύτερη μετανάστευση (1730/1769) από το Βιθκούκι