Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008
Καλώς ήρθες ξένε στον τόπο μου
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ’ το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ’ όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου, μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις, όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ’ τις σκιές σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά με φέραν πίσω δυνατές φωνές και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά. γι’ αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω μια προσευχή σ’ ένα περβόλι με ελιές δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα μου πες αναβάλλεται η γιορτή πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε δε κάνει στάση Γολγοθά πες ο παράξενος πως χάθηκε κι έφυγε οριστικά .
Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού.
Γι' αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο, μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό, τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες και δεν ήξερα τίποτα εγώ.
Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες; Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια.
Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου, αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν όταν με σκότωναν, κοιτούσαν ουρανό κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν.
Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα Σου θα πω αναβάλλεται η γιορτή πας να ξαπλώσεις στα καρφιά Σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε δε κάνει στάση Γολγοθά θα πω ο παράξενος πως χάθηκε κι έφυγε οριστικά.
--
Πληροφορίες για τους Active Member: http://el.wikipedia.org/wiki/Active_Member
***
Η φανταστική αυτή συνομιλία μεταξύ ενός μεθυσμένου νέου με τον Χριστό που επανέρχεται για να δει πως τον κατάντησαν αυτοί που κατ'επάγγελμα τον επικαλούνται είναι μια πολύ ωραία στιγμή, ιδωμένη μέσα από την σκέψη ενός νέου ανθρώπου ο οποίος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ... δική του γλώσσα απέναντί Του:
"Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω".
Η στιχουργική δύναμη του hip-hop είναι απίστευτη. Θυμίζω τους Terror ex crew αλλά και τους φοβερούς Stereo Nova.
Το τραγούδι θυμίζει το "Η γη ακόμα ζει" του Χατζή όπου ο τραγουδιστής συνομιλεί με έναν εξωγήινο (όπως ο μεθυσμένος νέος συνομιλεί με τον Χριστό) και του εξηγεί την έκπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα από τον πόλεμο.
"Νυν υμείς οι Φαρισαίοι το έξωθεν του ποτηρίου και του πίνακος καθαρίζετε, το δε έσωθεν υμών γέμει αρπαγής και πονηρίας" (Λουκά 11,39).
doctor
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008
Ιωάννης Καποδίστριας
Ο Ιωάννης Καποδίστριας καταγόταν από την Ιταλική οικογένεια ittori που ήρθε το 1373 από το Capo d’ Istria της Δαλματίας στην Κέρκυρα, όπου και έκανε επίθετο τον τόπο καταγωγής (Capo d’ Istria=Καποδίστριας).
Οι διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες του Καποδίστρια ήταν εκπληκτικές, και δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ήταν Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας στα 39 χρόνια του, εκπρόσωπός της σε «ιστορικά» διεθνή συνέδρια (Βιέννης 1814-5, Λάιμπαχ 1821), αντιτάχθηκε στον Μέττερνιχ και αποκλήθηκε «αρχιτέκτων της ευρωπαϊκής ειρήνης του αιώνος». Ο Καποδίστριας λοιπόν άφησε μια σίγουρη διπλωματική και πολιτική καριέρα και ήρθε στην Ελλάδα για να οργανώσει εκ του μη όντος ένα κράτος.
1) Οργάνωσε τον διαλυμένο ελληνικό εμπορικό στόλο
2) Πάταξε την πειρατεία στην οποία μετά μανίας είχαν αρχίσει να επιδίδονται οι μέχρι πρότινος ηρωικοί πυρπολητές.
3) Ίδρυσε Εθνική Τράπεζα, την οποία μετά την δολοφονία του κατήργησαν οι παρατραπεζίτες.
4) Έφτιαξε νομισματικό σύστημα, με τον φοίνικα να είναι το πρώτο νόμισμα της Ελλάδας.
5) Μετέτρεψε σε στρατό τις μικρές και σκόρπιες αντάρτικες ομάδες.
6) Ίδρυσε την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
7) Οργάνωσε ταμείο για την περίθαλψη των χηρών και των ορφανών.
Ο Καποδίστριας κυβέρνησε δικτατορικά με τα σημερινά δεδομένα, αλλά άκρως συνετά για τις τότε συνθήκες, μιας και δεν υπήρχε κράτος πριν. Ανδρωμένος στην εποχή του «φωτισμένου δεσποτισμού» και αντιμέτωπος με την τραγική κατάσταση της καταματωμένης και κατασπαραγμένης χώρας, ο Καποδίστριας υιοθέτησε αυταρχική πολιτική μονοκρατορίας, και προσπάθησε να μετατρέψει το μετεπαναστατικό χάος σε ευνομούμενο κράτος.
Ήταν άνθρωπος με απίστευτα αποθέματα δύναμης και αντοχής. Η ανατολή του ηλίου τον έβρισκε στο γραφείο του. Έφευγε από κει μαύρα μεσάνυχτα. Διάβαζε τον ξένο τύπο, ήταν ένας διεθνούς επιπέδου διπλωμάτης και πολιτικός, γνωστός στην Ευρώπη πολύ πριν γίνει Κυβερνήτης της Ελλάδας.
Έτρωγε ελάχιστα, και δεν δέχτηκε ποτέ μισθό ως κυβερνήτης. Τον μισθό του τον έδινε στις χήρες και τα ορφανά. Ποτέ δεν δέχτηκε δώρο από κανέναν, ούτε μικρό ούτε μεγάλο, και συμβούλευε τους πάντες στην κυβέρνηση να πράττουν το ίδιο.
Το μεγάλο πάθος του ήταν η παιδεία. Ίδρυσε σχολεία σε όλη την ελεύθερη Ελλάδα.
Τον Καποδίστρια τον ακολούθησαν από την αρχή ως το τέλος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Δεν τον ακολούθησαν και τον πολέμησαν ο Μιαούλης, οι Κουντουριώτηδες, Οι Μαυρομιχάληδες, ο Κωλλέτης, ο Μαυροκορδάτος και ένα σωρό προύχοντες και δημογέροντες που φοβόταν το κράτος δικαίου που πήγαινε να στήσει ο Καποδίστριας.
Οι αντιδράσεις του κατεστημένου εναντίον του Καποδίστρια ήταν πολύ μεγάλες. Έφτασε σε σημείο ο Μιαούλης να πυρπολήσει την φρεγάτα Ελλάς, και την φρεγάτα Ύδρα κατά τον ξεσηκωμό της αντιπολίτευσης.
Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831, ώρα έξι το πρωί, ο Κυβερνήτης μπαίνει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα για τον τακτικό του εκκλησιασμό. Στην πόρτα πάνω τον πλησιάζουν ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, τάχα για να του υποβάλλουν τα σέβη τους, και από πολύ κοντά αδειάζουν πάνω του τα κουμπούρια τους. Ο Γεώργιος όμως αστοχεί και αποτελειώνει το έργο του Κωνσταντίνου με το στιλέτο.
Ο Κυβερνήτης είναι νεκρός.
Και μαζί του νεκρή η Ελλάδα που ονειρεύτηκε.
Τον Κωνσταντίνο τον συνέλαβε αμέσως το εξαγριωμένο πλήθος. Τον λίντσαραν επί τόπου. Ο Γεώργιος κατάφερε να ξεφύγει όμως την επόμενη ημέρα συνελήφθη, και εκτελέστηκε ένα μήνα μετά στην πλατεία του Ναυπλίου παρουσία χιλιάδων πολιτών που προσπαθούσαν να τον αποσπάσουν από τα χέρια των ανδρών του αποσπάσματος για να τον λιντσάρουν και αυτόν.
Η σωρός του κυβερνήτη μεταφέρθηκε από τον αδερφό του Αυγουστίνο στην πατρίδα του την Κέρκυρα, όπου και βρίσκεται το μαυσωλείο του ανθρώπου που επιχείρησε μάταια να κάνει κράτος την Ελλάδα.
doctor
Πηγές : «Αφιέρωμα στη μνήμη του Ι.Καποδίστρια, του Τάκη Κατσιμάρδου στην εφ. Έθνος,
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008
H "Αγία Ζώνη" που έγινε "Ναβουχοδονόσορ"
Η πρώτη έκδοση, Μυτιλήνη 1931.
Πριν λίγο καιρό είχαμε ασχοληθεί σχετικά με το Πως το εθνικό συμφέρον αλλάζει την λογοτεχνία:Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις . Εδώ και καιρό έψαχνα να βρω την πρώτη έκδοση (Μυτιλήνη, 1931) του βιβλίου του Ηλία Βενέζη [1] " Το Νούμερο 31328" [2] , πριν αυτή υποστεί από τον συγγραφέα διορθώσεις επί το ...ελληνοχριστιανικότερον (!). Τελικά το βρήκα χάρη στην κ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τομέα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης την οποία και ευχαριστώ θερμά για την δυνατότητα που μου έδωσε να διαβάσω την πρώτη αυτή σπάνια έκδοση, η οποία φυσικά δεν κυκλοφορεί πια.
Στην συζήτηση που ακολούθησε το ποστ που προανέφερα είχα αναφέρει: Σίγουρα ο κάθε συγγραφέας έχει κάθε δικαίωμα να τροποποιεί το κείμενό του, όπως έχει όμως κάθε δικαίωμα και ο αναγνώστης να κρίνει τις αλλαγές του κειμένου, και να βλέπει για ποιον λόγο έγιναν αυτές οι αλλαγές. Δεν απαιτούνται φυσικά μαντικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς τι εξυπηρετούν οι αφαιρέσεις από το κείμενο που αφορούν τις βιαιοπραγίες του ελληνικού στρατού κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας. [...]Φυσικά το μεταπολεμικό και σίγουρα το μετεμφυλιακό σκηνικό υπαγόρευσε αν δεν επέβαλε αυτές τις αλλαγές προς ένα πιο ... εθνικόφρον παρόν με αναδρομική ισχύ.Οι αναφορές στις βιαιπραγίες του ελληνικού στρατού "ενοχλούσαν" τους εθνικόφρονες και δεν ήθελαν τίποτα γραπτό που να αφήνει τσάκιση στο καλοσιδερωμένο εθνικό προφίλ.
Κρίνουμε, ή μάλλον διαπιστώνουμε τους λόγους για τους οποίους οι συγγραφείς στις αναθεωρήσεις τους, πλάθουν -σε ευθυγράμμιση με την κυρίαρχη εθνικοφρονούσα ιδεολογία της εποχής τους- μέσα από τις αλλαγές αυτές και καλλιεργούν και αυτοί -κατ'εντολήν της εξουσίας- τα γνωστά στερεότυπα και δίπολα: οι καλοί έλληνες και οι κακοί τούρκοι.Και αυτό επιτυχγάνεται μόνον με αποσιωπήσεις των δικών μας βιαιοπραγιών.
Να σημειώσω κάτι. Δεν κατηγορώ τους συγγραφείς ως προδότες ή ως εθνικιστές.Δεν μπορώ να κρίνω τα δεδομένα της σκέψης τους ή να παρακολουθήσω την σκέψη τους σε σχέση με την εκάστοτε κοσμοθεωρία τους.Αυτό που βλέπω είναι ότι η αρχική διήγηση είναι η πραγματικότητα, ενώ οι επόμενες, προκειμένου να υπηρετήσουν άλλους σκοπούς, έχουν απομακρυνθεί από την πραγματικότητα, καλώς ή κακώς.Σήμερα, στην περίπτωση του βιβλίου του Βενέζη, το οποίο δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά αφήγηση πραγματικών γεγονότων, αν κάποιος σας πρότεινε ποια από τις πολλές εκδόσεις θα θέλατε να διαβάσετε, δεν θα επιλέγατε την πρώτη, την αυθεντική, την γνήσια, γνωρίζοντας ότι οι επόμενες έχουν "σάλτσες" και παραχαράξεις της αρχικής διήγησης;
Διάβασα με προσοχή την α' έκδοση. Έπειτα διάβασα για άλλη μια φορά και την τελευταία έκδοση και σημείωσα κάποιες χαρακτηριστικές αλλαγές που έκανε ο Ηλίας Βενέζης.
Ας τις δούμε λοιπόν:
1) "Οι παπάδες μας".Ο Ηλίας Βενέζης και οι σύντροφοί του είναι κλεισμένοι σε μία αποθήκη. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και οι τούρκοι βάζουν μέσα στην αποθήκη-φυλακή πολλούς παπάδες (γύρω στους 30).
*Έκδοση 1931, σ.76-77: "Ήταν ένα τεράστιο συγκρότημα από κοιλιές που πρόβαλαν στην αρχή.
Παραγεμισμένες, αξιοπρεπείς, άλλες γυμνές, στα φόρα, άλλες κρυμένες πίσω από τα λινά μακριά σώβρακα που ξεφτούσαν στα λασπωμένα ποδάρια. Ύστερα ήρθαν τα κεφάλια, μάτια, κοτσίδες, γένια, μαλλιά-κουβάρια σα να γύριζαν από καυγά. Και πίσω απ'όλα αυτά τον είδαμε, τον είδαμε. Ήταν ο Θεός.
- Μωρέ, οι παπάδες μας.
Ήταν καμιά τριανταριά, όλη η ιερή ομοσπονδία τ' Αϊβαλιού. Σε λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι απομεινάρια από ράσα. Ένα δυο διατηρούσαν ακόμα στραβά, εφέδικα, τσαλακωμένα απ' τα χτυπήματα, τα καλιμαύχια. Οι άλλοι ήταν ολόγυμνοι, με τις φανέλες και τα σώβρακα. Ρίχτηκαν χάμου και φώναζαν όλοι μαζί, επί παραγγελία.
Ύστερα μυρίσαν μιά τον αγέρα, άλλη μιά φυσήξαν τα ρουθούνια- ανθρωπινό κρέας μυρίζει, λέει ο δράκος- μωρέ παστό μυρίζει φωνάζουν και χυμούν τα ράσα.
Αρπούσαν τις σαρδέλες και τις κατεβάζαν μονοκόματα με τα λέπια, πίναν κουβαδιές νερό καί τα ξαναβάζαν μπρός.
Ύστερα, όποιος επρόλαβε τον κύριο είδε, χώναν μές τούς γυμνούς κόρφους τους αρμηρά, χουφτιές, χουφτιές, μην τύχει και τελέψουν.Ευλογία.
Μονάχα δυό, έτσι που πέσαν δεν μετακινήθηκαν. Μιά νέα, ήμερη αχαμνή μορφή που ρεζίλευε το είδος κ'ένας γέρος πάνου από εβδομήντα χρονώ".
*50η έκδοση, σ.112:
"Ήταν μιά πηχτή μάζα από κοιλιές που πρόβαλλαν στήν αρχή, άλλες γυμνές στα φόρα, άλλες κρυμμένες πίσω απ'τα λινά μακριά σώβρακα που ξεφτούσαν στα λασπωμένα ποδάρια. Ύστερα ήρθαν τα κεφάλια, μάτια, κοτσίδες, γένια, όλα μαλλιά κουβάρια σά νά γυρίζαν από καβγά.
- Μωρέ, οι παπάδες μας.
Ήταν καμιά τριανταριά, όλοι οι γέροντες του Αιβαλιού. Σε λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι απομεινάρια από ράσα. Ένα δυό διατηρούσαν ακόμα στραβά, τσαλακωμένα απ' τά χτυπήματα τά καλλιμαύχια. Οι άλλοι ήταν ολόγυμνοι, με τις φανέλες και τα σώβρακα.
Ρίχτηκαν χάμου και φωνάζαν όλοι μαζί απ'τους πόνους.
Ύστερα, σπρωγμένοι από την πείνα, χύθηκαν στα παστά. Αρπούσαν τις σαρδέλες και τις κατεβάζαν μονοκόμματες με τα λέπια, πίναν κουβαδιές νερό, πάλι, πάλι.
Μονάχα δυό, έτσι που πέσαν, δέ μετασάλεψαν: μιά νέα, ήμερη, αχαμνή φωνή, κ'ένας γέροντας πάνου από εβδομήντα χρονώ".
Στο Νούμερο εντυπωσιάζει πράγματι η βιαιότητα με την οποία ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον της θρησκείας και της εκκλησίας το 1945, αν και οι ειρωνικές αποστροφές προς τον Θεό διατηρούνται, ο αντικληρικαλισμός έχει αισθητά υποχωρήσει [3].
Αριστερά, η 50η έκδοση, δεξιά η πρώτη, του 1931.
2) Το Συνεργείο Αντιποίνων.
Ο Βενέζης επίσης προχωρά στην αφαίρεση του κομματιού που αναφέρεται σε ελληνικά αντίποινα με οργανωμένη μορφή, σε ένα "Συνεργείο Αντιποίνων".
Τα αποτρόπαια βασανιστήρια, στα οποία κάποιοι Έλληνες υπέβαλλαν τους αντιπάλους τους, σβήνονται σιγά σιγά από έκδοση σε έκδοση.
Τις αλλαγές αυτές όσον αφορά τα αντίποινα και την εικόνα του κλήρου τις έχει επισημάνει και ο Ρένος Αποστολίδης, περ. Τα νέα ελληνικά, τχ.5 (Μάιος 1952), σ.388, και Κριτική του μεταπολέμου, Αθήνα 1962, σ.16-17.
Ο Ρένος Αποστολίδης, θεωρώντας ότι οι αλλαγές αυτές έγιναν στην γ' εκδ. του 1952 (έχουν γίνει όμως ήδη το 1945), κατηγορεί τον Βενέζη ότι τροποποιεί το έργο του, προκειμένου να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Αθηνών[4].
*Έκδοση 1931, σ.62-63:
"Στην κατοχή, όξω απ' τήν Πέργαμο βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι.
Ύστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα.
Έγινε ένα "Συνεργείο Αντιποίνων".
Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, Μυτιληνιός.
Ήταν μάνα.
Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράγματα: Το κρανίο κόβεται σιγά-σιγά με το πριόνι, έναν κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μιά βαριά, δύο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι να'ναι.
Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά".
*50η Έκδοση, σ.95: "Τον καιρό της ελληνικής κατοχής βρέθηκαν όξω απ' τήν Πέργαμο τά πτώματα -καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι από τους Τούρκους και πεταλωμένοι. Ύστερα πήγε εκεί το 4ο ελληνικό σύνταγμα. Γινήκανε, τότες, αντίποινα πολλά".
3) Ο Θεός Νο 2.
Ένας παπάς -συγκρατούμενος- εποφθαλμιά το παπούτσι του Η.Βενέζη:
*Έκδοση 1931, σ.91: "Ένας παπάς κοντά μου προσέχει τή μοναδική μεγάλη παπούτσα που έχω αφήσει εκεί δίπλα να στεγνώσει.
- Που είναι το ταίρι; με ρωτά.
Δεν απαντώ.
- Το ταίρι; Α, τόχε τ' άλλο το παιδί, λέει ο διπλανός μου [5].
- Α, αυτό που απόμεινε;
-Ναι, αυτό.
-Δε σου είναι μεγάλο; με ρωτά ο Θεός νο 2, κοιτάζοντας με βουλιμία το παπούτσι.
Τσιμουδιά.
Ο Θεός το παίρνει, το βάζει, το δοκιμάζει, του έρχεται ίσα-ίσα.
-Μου το δίνεις παιδάκι; Τι σου χρειάζεται;
Κουνώ τους ώμους αδιάφορα. Τι μου χρειάζεται;
-Θα δέομαι για κείνον, λέει ο Θεός κ'είναι χαρούμενος".
*50η Έκδοση, σ.130:
"[...] - Δεν σου είναι μεγάλο; με ρωτά πάλι ο παπάς[...].
[...] Ο παπάς το παίρνει[...]
[...] -Θα δέομαι για κείνον, λέει, κ'είναι χαρούμενος".
4) Ο εχθρός έλληνας.
*Έκδοση 1931,σ.103: "Γιατί ο τόπος, κει κατά τ'Αρμένικα, ήταν καμένος απ' τόν εχτρό που είχε φύγει".
*50ή Έκδοση,σ.145: "Γιατί ο τόπος, εκεί κατά τ' Αρμένικα, ήταν καμένος από τον Έλληνα που είχε φύγει".
5) Η πατρίδα του Μπακιρλή-εφέ.
*Έκδοση 1931, σ.123: "Το Μπακίρ-κιοϊ είνε ίσαμε μιά ώρα απ'το Κιρκαγάτς. Αυτό τ'όνομα το τρέμαμε. Ήταν η πατρίδα του Μπακιρλή-εφέ. Αυτός τον καιρό που ο στρατός μας κρατούσε στην Ανατολή στάθηκε ένα αληθινό παλληκάρι. Δεν έσκυψε, πήρε το βουνό και πολεμούσε. Οι δικοί μας τότες τον τρέμαν. Μιά νύχτα πατήσαν το χωριό και τόν γυρεύαν. Δεν τον βρήκαν. Του σκοτώσαν τη μητέρα του και την αρρεβωνιαστικιά.
Αυτήν μάλιστα λέγαν πως την κάψαν ζωντανή μες το σπίτι που βάλαν μπουρλότο".
Στην 50η έκδοση,σ.169, η τελευταία πρόταση απαλείφεται ("Αυτή μάλιστα ... μπουρλότο").
6) Η προσευχή των κρατουμένων.
*Έκδοση 1931, σ.201:
"Σα γυρίσαμε στα κουβούσια πλυθήκαμε.
Ύστερα ήρθε η σειρά της προσευχής.
- Α στο διάολο, να τελειώνουμε λοιπόν".
Στην 50η έκδοση,σ.266, η τελευταία πρόταση("Ά στο διάολο...) απαλείφεται .
Λίγες σελίδες μετά (έκδοση 1931, σ.217):
"-Σηκωθείτε! Σηκωθείτε!
-Τι είναι πάλι;
-Προσευχή!
Το προφέρνουν στον ίδιο τόνο, όπως κάποτες το: "οντουνά".
- Προσευχή!
Οι σκλάβοι βλαστημούν, σηκώνουνται, χασμουριένται, τεντώνουν τα χέρια τους να ξεμουδιάσουν και κουνιούνται προς το κέντρο του στρατοπέδου:
- Ά, στο διάολο!"
Στην 50η έκδοση, η φράση "Α, στο διάολο" απαλείφεται.
7) Η "Αγία Ζώνη" που έγινε "Ναβουχοδονόσορ".
*Έκδοση 1931,σ.217: "Στο στρατόπεδο έχουμε μαζέψει πολλά σκυλιά. Οι σκλάβοι τα κουβαλήσαν απ' όξω απ' τα χωράφια που δουλεύαν. Είναι μια τρυφερότητα μες την τραχιά ζωή τους. Τα πιο πολλά είναι αχαμνά -τρων ό,τι περισσεύει. Έχω και γω ένα. Ένα κοπρόσκυλο. Το λέμε "η Αγία Ζώνη". Γιατί; Έτσι: Γιατί εγώ είμαι το Νο 31328;".
Στις επόμενες εκδόσεις , το κοπρόσκυλο ξαναβαφτίζεται σε ... "Ναβουχοδονόσορ":
"[...] Έχω κ'εγώ ένα. Ένα κοπρόσκυλο. Το λέμε Ναβουχοδονόσορ" (50η έκδοση, σ.288) .
Η ίδια μετονομασία γίνεται και στην 316 σελ. (50η έκδοση) που διορθώνει την "Αγία Ζώνη" της σελ. 241 της α' έκδοσης.
Επίλογος: Η αλλαγή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο με γνώμονα το εθνικό συμφέρον είναι δικαίωμα του συγγραφέα, όμως η περίπτωση του Ηλία Βενέζη είναι εντελώς διαφορετική. Ο Βενέζης αλλάζει και αναθεωρεί τα ίδια τα βιώματά του, παραχαράσσει και αλλοιώνει τον ίδιο του τον εαυτό και τούτο είναι πολύ τραγικό (με την αρχαιοελλληνική έννοια της λέξης).
Κανείς δεν θα μάθει αν ο Βενέζης εξαναγκάστηκε γι'αυτές τις αλλαγές προκειμένου να κερδίσει μια θέση στην Ακαδημία των Αθηνών στο μετεμφυλιακό κράτος, ούτε αν αυτές οι αλλαγές ήταν μια δήλωση μετανοίας.
doctor
_____________________________________________________
[1] Βενέζης (1904 - 1973). Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω 337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
[2] Tο Nούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί δεκαοκτώ χρόνων οδηγήθηκε από τους Tούρκους στα κάτεργα της Aνατολής. Tο βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό «γραμμένο με αίμα», όπως επεσήμανε ο Bενέζης, προσθέτοντας: «Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του». στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. H επιτυχία που σημείωσε τότε ήταν τεράστια, ακόμα και έξω από τον ελληνικό χώρο. http://www.hestia.gr/estia_books.asp?titlos=1-04-091
[3] Αγγέλα Καστρινάκη, "Ο Ελληνικός Κόσμος Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981" Α' τόμος, σελ. 165-174.
[4] Αγγέλα Καστρινάκη, ο.π.
[5] Πρόκειται για τον Αργύρη, τον φίλο του Ηλία Βενέζη, το τραγικό τέλος του οποίου περιγράφεται εδώ: http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2008/04/blog-post.html
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008
Åland - Ίμβρος και Τένεδος
Οι νήσοι 'Ολαντ (Σουηδικά: Åland, Φιλανδικά: Ahvenanmaa) βρίσκονται στη Βαλτική θάλασσα στην είσοδο του Βοθνιακού κόλπου. Αποτελούν μία αυτόνομη, αποστρατιωτικοποιημένη επαρχία της Φιλανδίας, στην οποία η μόνη ομιλούσα γλώσσα είναι η Σουηδική.
Τα νησιά αποτελούνται από το βασικό νησί, Φάστα Άαλαντ (Fasta Åland), όπου κατοικεί το 50% του συνολικού πληθυσμού και ένα αρχιπέλαγος στα ανατολικά, το οποίο περιλαμβάνει πάνω από 6.500 νησιά και βραχονησίδες. Το Φάστα Άαλαντ βρίσκεται 40 χλμ. από τη Σουηδική ακτή, ενώ το αρχιπέλαγος των νησιών αποτελεί συνέχεια του Φιλανδικού αρχιπελάγους. Το μοναδικό χερσαίο σύνορο των Άαλαντ βρίσκεται στο ακατοίκητο νησί Μάαρκετ (Märket), το οποίο το μοιράζονται με τη Σουηδία.
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη των Άαλαντ είναι το Μάριεχαμν (Mariehamn), όπου είναι η έδρα της κύβερνησης και της βουλής των νήσων.
Στο Μάριεχαμν κατοικεί το 40% του πληθυσμού των Όλαντ, ο οποίος ανέρχεται στους 27.000 περίπου κατοίκους (Πηγή: wikipedia).
Δείτε ένα πολύ ωραίο βίντεο-περιήγηση για αυτά τα πανέμορφα νησιά: http://www.aland.ax/filmeng.pbs
Στα νησιά Åland πήγα πριν 3 χρόνια σε μονοήμερη κρουαζιέρα από την Στοκχόλμη.
Ο κόσμος εκεί μιλάει σουηδικά, έχει δική του σημαία, δικό του κοινοβούλιο, ανήκει διοικητικά στην Φινλανδία, και όμως, όλα συμβαίνουν, όλα γίνονται τόσο ήρεμα, τόσο νηφάλια, τόσο ανθρώπινα.
Η Σκανδιναβία είναι η μεγαλύτερη πηγή ελευθερίας και στις χώρες της υπάρχει ευημερία, δημοκρατία και υψηλό βιοτικό επίπεδο:
Πηγή: Economist
Ο εθνικός ύμνος των νησιών Åland και μετάφρασή του (στα αγγλικά)
Από την άλλη, κάτι αντίστοιχο των νησιών Åland:
Η Ίμβρος και η Τένεδος.
Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά...
Ίμβρος:
Περί τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 92% του πληθυσμού του νησιού ήταν Έλληνες. Λόγω της στρατηγικής θέσης της, δίπλα στα Δαρδανέλλια, η Ίμβρος παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μαζί με την Τένεδο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Ίμβρος. Εγκαταλελειμμένο καφενείο στο χωριό Αγρίδια (Tepeköy).
Το 1920, η Συνθήκη των Σεβρών παραχωρούσε τα δυο νησιά στην Ελλάδα. Μετά όμως την ήττα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάννης έδωσε τα δύο νησιά στην Τουρκία, διάδοχο πλέον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ίδια συνθήκη όμως εξαίρεσε τους Έλληνες κατοίκους των δύο νησιών από την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, και προέβλεψε γι' αυτούς εκτενή αυτονομία, πράγμα όπως που στη συνέχεια καταπατήθηκε σε μεγάλη έκταση.
Το 1926, ο νέος Αστικός Κώδικας της Τουρκίας ανακάλεσε όλα τα δικαιώματα των μειονοτήτων, μεταξύ αυτών και των κατοίκων της Ίμβρου, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης. Ο Νόμος 1151 του 1927 απαγόρευσε τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία. Η πρόβλεψη για ύπαρξη τοπικής αστυνομίας, ελεγχόμενης από την ελληνική μειονότητα στο νησί δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η Ίμβρος ονομάστηκε Gökçeada και έλαβε χώρα εκτεταμένος εποικισμός από την ενδοχώρα της Τουρκίας, με σκοπό την αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης. Ιδιοκτησίες Ελλήνων απαλλοτριώθηκαν με την επίκληση λόγων ασφαλείας σε εξευτελιστικές τιμές.
Η κλιμάκωση της έντασης στην Κύπρο τη δεκαετία του 1960 επέφερε ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων στο νησί. Η εγκατάσταση μιας "ανοικτής φυλακής" (δίπλα στο χωριό Σχοινούδι) για βαρυποινίτες από το εσωτερικό της χώρας αύξησε τον τρόμο του ελληνικού πληθυσμού και επέτεινε το φαινόμενο της μετανάστευσης. Σήμερα οι Έλληνες στην Ίμβρο δεν είναι πάνω από 300, στην πλειοψηφία τους γέροντες. Η "ανοικτή φυλακή" χτίστηκε δίπλα στο χωριό Σχοινούδι το οποίο ήταν από τα μεγαλύτερα χωριά της Ίμβρου και των Βαλκανίων, σήμερα είναι από τα πιο ερειπωμένα χωριά στο νησί.
Ίμβρος. Εγκαταλελειμμένο σχολείο στο χωριό Αγρίδια (Tepeköy).
Τένεδος:
Κατά την την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών το νησί, που κατοικούνταν κατ΄ απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία από Έλληνες, παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Στην απογραφή της νήσου το 1920, ο πληθυσμός της αποτελούσε κοινότητα της επαρχίας Λήμνου και αριθμούσε τους 2835 κατοίκους, όλοι Έλληνες που ήταν συγκεντρωμένοι στο ομώνυμο μεγαλοχωριό στο βόρειο μέρος της ανατολικής ακτής, που αυτός ήταν και ο μόνος συνοικισμός της νήσου. Μετά την ήττα όμως της Ελλάδας στο Μικρασιατικό Πόλεμο και την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ακολούθησε, κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης η Τένεδος, μαζί με την Ίμβρο προσαρτήθηκε στη Τουρκία.
Τα δυο νησιά, κατά το 14ο άρθρο της Συνθήκης, θα απολάμβαναν καθεστώς αυτονομίας, με δική τους αστυνομία και τοπική κυβέρνηση, ενώ οι Έλληνες που ζούσαν εκεί εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών.
Οι όροι της Συνθήκης παρ' όλα αυτά δεν τηρήθηκαν. Περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων δημεύτηκαν, ναοί βεβηλώθηκαν και το ελληνικό σχολείο έκλεισε, για λόγους ασφαλείας σύμφωνα με το Τουρκικό κράτος, ενώ η θέση τους υποβαθμίστηκε, ιδιαίτερα μετά την όξυνση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας τη δεκαετία του '60.
Σήμερα απομένουν μόλις λίγες δεκάδες ηλικιωμένοι Έλληνες (πηγή: wikipedia).
Διαβάστε ένα πρόσφατο ρεπορτάζ από το Έθνος: Η Ευρώπη «ανακαλύπτει» το έγκλημα της Ιμβρου
doctor