Ένα υπέροχο βιβλίο, το οποίο διαβάζεται "απνευστί" και στο οποίο την παράσταση κλέβει όχι τόσο η Σώτη Τριανταφύλλου όσο ο Ηλίας Ιωακείμογλου ο οποίος (σελ.40-41) γράφει για την σημαία:
Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007
American Gothic
Ένα υπέροχο βιβλίο, το οποίο διαβάζεται "απνευστί" και στο οποίο την παράσταση κλέβει όχι τόσο η Σώτη Τριανταφύλλου όσο ο Ηλίας Ιωακείμογλου ο οποίος (σελ.40-41) γράφει για την σημαία:
Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007
Συγχαρητήριος Επιστολή προς τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας
webmaster@ypepth.gr
stylianidis@parliament.gr;
estylian@internet.gr
Συγχαρητήριος Επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας δια την κατάργησιν του αντεθνικού σχολικού εγχειριδίου της ΣΤ’ Δημοτικού.
Κύριε Στυλιανίδη,
με περισσίαν χαράν επληροφορήθην ότι χάρη εις τας θεοπνεύστους ενέργειάς σας και με την βοήθειαν της Θείας Πρόνοιας, απεσύρθη, επί τέλους, το επαίσχυντον και αντεθνικόν εγχειρίδιον της ΣΤ’ Δημοτικού και επανήλθε το παλαιό αν και προσωπικώς θα ήθελα να επανέρχετο κάποιο έτι παλαιότερο, κατά προτίμησιν κάποιο εκ των επωφελών σχολικών εγχειριδίων της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως ή κάποιο έτι παλαιότερο, του αειμνήστου Ιωάννου Μεταξά φερ’ ειπείν.
Επιτρέψατέ μου να προτείνω κάποιας ιδέας σχετικώς με το νέον βιβλίον το οποίον με την βοήθειαν του Παναγάθου Θεού θέλει εκδοθή τα επόμενα έτη, φαντάζομαι όχι υπό του αθέου και αντεθνικώς δρώντος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αλλά υπό της Ιεράς Συνόδου, και προτείνω οι διορθώσεις να γίνουν από ευσεβή δημόσια πρόσωπα, όπως οι κ.κ. Παπαθεμελής και Καρατζαφέρης, διότι μόνον αυτοί δύνανται να διασφαλίσωσιν ότι το περιεχόμενον του νέου βιβλίου θα είναι εθνικά επωφελές δια τα τέκνα των Ελλήνων.
Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από τους ηρωικούς αγώνας του Έθνους ημών κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821 τα οποία θα ήθελα να συμπεριληφθούν εις το νέον εγχειρίδιον ιστορίας ώστε να μάθουν τα τέκνα των Ελλήνων την ιστορίαν των προγόνων των:
1) «Από τους εκτός ενεργείας παραμελημένους στρατιωτικούς αρχηγούς πρεσβύτας επισήμους εις Σαλαμίναν ευρίσκοντο οι Καρατάσιος, Γάτζος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης. Εις αυτάς τας περιστάσεις μια εκ των ημερών, διαβαίνοντες οι δύο συμπέθεροι Πανουργιάς [1] και Δυοβουνιώτης [2] με τα σκιάδιά των επί κεφαλής, με τας χείρας όπισθεν εμελημένως και αφελώς πως, με βήμα βραδύ διασκεδάζοντες ενώ διήρχοντο από την αγοράν και διευθυνόμενοι την ακρογιαλιάν του λιμένος, μεταξύ των στρατιωτών οίτινες ευρίσκοντο εις τα καφφενεία, λέγει ο Πανουργιάς προς τον Δυοβουνιώτην:
- Άϊ συμπέθερε. Όλοι οι στρατιωτικοί ευρίσκονται εις δουλειάν. Ημείς τι θα κάνωμεν τώρα;
- Ημείς, λέγει, να μπαρμπερίσωμεν τα αρχίδια μας.
- Το κάμνεις; Λέγει.
- Πληρώνεις;
- Μάλιστα.
- Πηγαίνωμεν λοιπόν, λέγει, να εύρωμεν μπαρμπέρην.
Όλοι ήκουσαν ταύτα, πλην γνωρίζοντες εξάλλου ποσάκις με τας αστείας των αισχρολογίας ευχαριστούσαν τους μικροτέρους, εγέλασαν ακούσαντες ταύτα.
Φθάσαντες λοιπόν εις εν εργαστήριον ενός μπαρμπέρη, εσυμφώνησαν να τον δώση ο Πανουργιάς έναν ρουμπιγέν, δια να ξουραφίση τα αρχίδια του Δυοβουνιώτου.
Ο Δυοβουνιώτης χωρίς συστολήν, λύει τα βρακιά του, και κάθεται εις το κάθισμα έξωθεν του εργαστηρίου με τεντωμένα τα σκέλη.
Ο βαρβέρης τον ρίπτει στο πρόσωπο-πεσκίρια και παίρνει νερόν, και ετοιμάζεται να τον μπαρμπερίζη.
Βλέποντας ο κόσμος μίαν πράξιν τόσο παράξενον και γελοίαν, τρέχοντες και προσκαλούντες ο ένας τον άλλον, εσυσσωρεύθη όλον το πλήθος της αγοράς εκεί. Γέλωτας γενικός από όλους εξήρχετο και μεγίστη αδιαφορία από τον Δυοβουνιώτην, συμπέθερον και τον βαρβέρην.
Ευρεθείς εκεί αστεϊζόμενος είπον:
- Ιδού ποιοι αρχηγοί μας διοικούσαν. Και ηθέλαμεν ελευθερίαν.
- Άειντε συ, λέγει ο Δυοβουνιώτης. Σώπα και μη σε μέλει τι γίνεται.
Τελειωθείσης της πράξεως, ο Δυοβουνιώτης δέσας τα βρακιά του, αναχώρησε με όλην την αδιαφορίαν» [3]
2) « Ο Κουντουργιώτης επήγεν εις την Νύδρα κι αφήσε στο ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο, Νυδραίο.
Του είπα να μου δώσει αυτούς τους μισθούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω από ό,τι έδωκα.
Λέγει του Παπαφλέσια, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μόκανε, όμως να του χαρίσω τις πιστόλες μου, ότι τις λιμπίστη.
Του παρήγγειλα κι εγώ να του γαμήσω το κέρατο, όχι να του δώσω τα άρματά μου, οπού τάχω από δεκαοχτώ χρονώνε παιδί» [4].
3) «Είχον φτάσει εις τον Πόρον προ καιρού τινός, ογδοήκοντα βαρέλια μπαρούτι από συνεισφοράς των εν Σμύρνη Αδελφών, η πρώτη και μόνη συνδρομή οπού απεστάλη εις την Ελλάδα παρά των Αδελφών της Εταιρίας, αλλά και αυτή εις μάτην, επειδή, με το να ήτον διορισμένη εις την παραλαβήν του Δικαίου Παπά Φλέσια, αυτός ο αλιτήριος και ασυνείδητος την παρέλαβε και την επώλησεν, όθεν ήθελε και εχρηματολόγει, ενώ η Πατρίς εκινδίνευεν εκ της ελλείψεως τούτου του είδους, όθεν κατήντησαν οι Έλληνες εις τόσην στενοχωρίαν, ώστε εσύναζον εκ των χωρίων τα εκ μολύβδου αγγεία, δια να κάμουν βόλια» [5].
4) «Ο λαός κατά κανόνα έχασε την εμπιστοσύνη του στα προσόντα και στην τιμιότητα των στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών.
Οι γενναιότεροι και οι πιο πατριώτες ηγέτες είχανε πέσει στην μάχη. Δύο ονόματα πάντως εξακολουθούσαν να σκορπίζουν λαμπρό φως μέσα στην πυκνή ομίχλη του εγωισμού, ο Κανάρης και ο Μιαούλης, και οι δύο ναυτικοί ήρωες ανήκαν σε αντιμαχόμενα κόμματα και σε διάφορες εθνικότητες» [6] .
5) «Ήμασταν φτωχοί εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμήλ Μπέης εδώ στην Πελοπόννησο και άλλοι τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και άλλοι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, εργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των τούρκων. Όταν ο Κολοκοτρώνης και οι σύντροφοί του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε σπιθαμή γης. Τώρα φαίνεται τι έχουν. […]
Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα στα σπήλαια και ζούνε με τα θηρία και ρημώσαμε τους τόπους και γίναμε η παραλυσία του τόπου» [7].
6) «Με τα πρώτα διατάγματα των Συμβουλίων Επικρατείας, οι παλαιοί αγωνισταί ήθελαν να ρυθμίσουν τις προσωπικές τους απολαβές, συντάξεις, κτήματα. Το έλεγαν καθαρά: ο παπάς πρώτα ευλογά τα γένια του» [8].
7) Ο Μακρυγιάννης λέει στην πρώτη Εθνική Συνέλευση (Βουλή) του 1843-44: «Αν είναι να μείνουμε εμείς νηστικοί, ας πάει στο διάβολο η ελευθερία.Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα» [9].
8) «Ανάμεσα στους μορφωμένους έλληνες έχει επικρατήσει η συνήθεια να μιλάνε και να γράφουν πολλά για το πατριωτικό πνεύμα και τα εξαίρετα στρατιωτικά κατορθώματα των Κλεφτών, σαν να ήτανε οι ληστές αυτοί οι πρόμαχοι της ελληνικής ελευθερίας.
Αλλά η αλήθεια είναι, ότι αυτοί οι άνθρωποι ήσαν απλοί λήσταρχοι, που και πριν από την Επανάσταση και στη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου και υπό τη διακυβέρνηση του Βασιλέως Όθωνος, ληστεύανε τους Έλληνες πιο πολύ απ’ότι τους ληστέψανε οποτεδήποτε οι Τούρκοι» [10] .
9) «Δεν μπορώ να κρύψω την αλήθεια σχετικά με τον κλήρο. Λοιπόν είναι αναμφισβήτητο πως ο ανώτατος κλήρος δέθηκε με την κρατούσαν τάξιν πραγμάτων, δηλαδή με τους Τούρκους με μύριους δεσμούς.
Ο ανώτερος κλήρος δεν ήθελε τον ξεσηκωμό. Έχουμε πολλές περιπτώσεις που τα Πατριαρχεία στάθηκαν θερμοί υποστηρικταί της τουρκικής εξουσίας και πολεμούσαν κάθε επαναστατικήν εκδήλωσιν του υπόδουλου Ελληνισμού [11].
10) «Ο Πανουργιάς ήταν ο χειρότερος από όλους τους τοπικούς τυράννους που μερικοί συγγραφείς έχουν εξυψώσει σε ήρωες. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ποταπός ληστής, σκληρημένος μέσα στο κακό. Από εδώ προέρχεται και ο λόγος που οι έλληνες μετανιώσανε για την πρωτινή τους προτίμηση για τους Κλέφτες, που σχεδόν όλοι, αρχίζοντας από τον Κολοκοτρώνη, ήτανε κακόφημοι για τη χαμερπή δυστροπία του χαρακτήρα τους» [12].
11) «Έχοντες αδιάλλακτον πάθος εις τον προεστόν του χωρίου Κυπαρισσία του κάμπου Καρυταίνης, Δημητράκην λεγόμενον, υπήγον αίφνης μίαν νύκταν οι Κολοκοτρωναίοι να τον συλλάβουν, να δώσουν οδυνηρόν θάνατον εις αυτόν και εις όλα τα μέλη της οικογενείας του μέχρι τελείας καταστροφής.
Αυτός δε γνωρίζων προηγουμένως την κατ’αυτού τοσαύτην λύσσαν των, επροφυλάτετο και τυχαίως δεν ευρέθη εκείνην την νύκτα εις την οικίαν του. Αλλά δια να κορέσουν την θηριώδη καρδία των, αφού ήρπασαν όλην την κινητήν περιουσίαν του, έδεσαν και μίαν νύφην την οποίαν είχε από τους μαστούς, εις την ουράν ενός ανδρείου ίππου, τον οποίον ίππευεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και την έσυραν ανηλεώς και απανθρώπως τρεις ώρας δρόμον, ήτις απαυδήσασα από τοιαύτη πολυώδυνον και φρικαλέαν βάσανον, την κατακερμάτισαν με τα σπαθία, και αφήσαντες το νεκρόν της σώμα εις τον δρόμο απήλθον στα Πέντε Πηγάδια» [13].
12) «Την επαύριον της καταλήψεως της Τριπολιτσάς υπήγον οι οπλαρχηγοί να διανείμουν τους 50 ίππους των βεζυράδων, να πάρη αναλόγως έκαστος το ανήκον εις το σώμα του μερίδιον.
Εγώ έκρινα αναξιοπρεπές δια τον ευατόν μου να παρευρεθώ εις τοιαύτην διανομήν και υπήγεν ο αδελφός μου ο Δημητράκης.
Εδιόρισαν άπαντες τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην ομοφώνως να κάμη την διανομήν και αυτός να δώση αναλογίαν εκάστου και την έκαμεν.
Αλλά ο Κολοκοτρώνης απήτει να λάβη όλον το μερίδιον της επαρχίας Καρυταίνης, να το αναλογίση αυτός ως αρχηγός.
Ο Κυριακούλης τον απήντησεν, ότι όλοι ημείς εγνωρίσαμεν απ’αρχής του αγώνος μόνους τους Δεληγιανναίους.
Θυμωθέντες και οι δύο και λογοτριβούντες, θυμώσας ο Κυριακούλης διότι τον επρόσβαλε, του έδωσεν μιαν κλωτσιάν, ώστε ολίγον έλειψε να τον κρημνίση κάτω από την σκάλαν να συντριφτή, λέξας μετά οργής προς αυτόν:
- Σκατόβλαχε. Θα σε κάμω και σένα αρχηγόν και μεγάλον. Παλιοκλέφτη! [14]
Κατάλαβες κύριε Ευριπίδη ότι η κρίση ενός βιβλίου ιστορίας δεν γίνεται από πολιτικούς και παπάδες αλλά από τους ιστορικούς;
__________________________________________
[1] Ο Πανουργιάς (1767-1834) ήταν οπλαρχηγός της επαρχίας Σαλώνων, καταγόμενος από τον Άγιο Γεώργιο Παρνασσίδος και γεννημένος στη Δρέμισα, από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς του Αγώνα.
Το όνομά του το πήρε από λάθος του νονού του, που τον πέρασε για κορίτσι και τον βάφτισε Πανωραία. Το 1790 εντάχθηκε στο σώμα του κλέφτη Ανδρίτσου Βερούση και συμμετείχε στα Ορλοφικά ως πρωτοπαλίκαρο. Το 1813 ο Αλή πασάς τον διόρισε αρματολό των Σαλώνων, αλλά τον αντικατέστησε γρήγορα με τον Σουλιώτη Λάμπρο Κοσμά. Αργότερα όμως μπήκε στην αυλή του Αλή πασά, παρά τη σύγκρουσή του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προετοίμασε με επιτυχία την επανάσταση στην Παρνασσίδα στις 24 Μαρτίου 1821. Ηγήθηκε των οπλαρχηγών στην απελευθέρωση των Σαλώνων. Έλαβε μέρος στις μάχες της Αλαμάνας και στο Χάνι της Γραβιάς. Λόγω ασθενείας δεν συμμετείχε στη μάχη των Βασιλικών, αλλά έστειλε στη θέση του το γιο του Νάκο με το ένοπλο σώμα του.
Συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Σαλώνων και πρωταγωνίστησε στην παράδοση του Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο του 1822. Εκπόνησε το σχέδιο καύσεως των σιτηρών κατά την κάθοδο του Δράμαλη και αφού αποχώρησε λόγω γήρατος από τον Αγώνα, έχρισε διάδοχό του το γιο του Νάκο στην αρχηγία του σώματός του.
[2] Ο Γιάννης Δυοβουνιώτης (1769-1831) ήταν οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη.
Σε ηλικία 13 ετών είδε τον πατέρα του κρεμασμένο από τους Τούρκους, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του. Έφηβος ακόμη πήγε στο αρματολίκι του Αντρίκου Βερούση και έγινε πρωτοπαλίκαρο.
Πολέμησε το 1770 τους Τουρκαλβανούς κατά την επανάσταση των Ορλόφ. Έγινε γρήγορα ονομαστός για τη δράση και τις ικανότητές του, πραγματικό φόβητρο για τους Τούρκους, οι οποίοι του ανέθεσαν το αρματολίκι της Μπουστουνίτσας. Αργότερα ο Αλή πασάς αναγκάστηκε να του δώσει το αρματολίκι του Ζητουνίου και των Σαλώνων.
Παντρεύτηκε την κόρη της ισχυρής οικογένειας των Γιολδάσηδων, αποκτώντας ένα γιο, τον Γεώργιο.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της Επανάστασης ύψωσε τη σημαία στη Μενδενίτσα, όπου με τη βοήθεια του Κομνά Τράκα κυρίεψε το κάστρο της. Αγωνίστηκε ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος σε όλες τις μάχες, μέσα και έξω από τα όρια της Ρούμελης, χωρίς ποτέ να αναμιχθεί στις πολιτικές ίντριγκες.
Σημαντικότερη στιγμή του υπήρξε το ευφυές σχέδιό του για την αναχαίτιση της στρατιάς του Μπεϊράν πασά στη θέση Βασιλικά, στις 25 Αυγούστου 1821. Ο Δυοβουνιώτης, με τους άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς περίμενε τη στρατιά στα στενά των Βασιλικών και κυριολεκτικά την αποδεκάτισε. Η νίκη στα Βασιλικά ανέτρεψε τα σχέδια των Τούρκων για ενίσχυση της πολιορκημένης Τριπολιτσάς και την κατάπνιξη της Επανάστασης. Του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού.Διορίστηκε το 1833 μέλος της οκταμελούς επιτροπής εκδουλεύσεων και πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1834 στα Σάλωνα.
[3] Ν.Κασομούλης, όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.240-241, εκδόσεις Ιωλκός. Πληροφορίες για το βιβλίο: http://www.books.gr/ViewAuthor.aspx?AuthorId=1384798
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Καρέα της Μάνης. Υπήρξε δημοσιογράφος επί μισό αιώνα και έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής.
Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική Κατοχή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλέας Δαμασκηνός του ανέθεσε τη διεύθυνση του Γραφείου Τύπου και από αυτή τη θέση έζησε από κοντά όλα τα διπλωματικά και πολιτικά παρασκήνια για την ανασυγκρότηση του κράτους.
Από το 1946 ως το 1959 πραγματοποίησε 74 δημοσιογραφικές αποστολές σε 35 διαφορετικές χώρες: στην έρημο της Σαχάρας με τζιπ από τη Λιβύη ως τον Ισημερινό, στην Κένυα την περίοδο του αγώνα ανεξαρτησίας των Μάο-Μάο εναντίον των Άγγλων, στην Κωνσταντινούπολη όταν η ελληνική μειονότητα υφίστατο διώξεις, στη Μαδαγασκάρη όταν επέστρεφε ο Μακάριος από την εξορία, και στην Ταγκανίκα.
Στη συνέχεια εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Αγγλία από όπου απολύθηκε από τη δικτατορία και εξέδωσε στην ίδια πόλη δική του εφημερίδα, το Εμπρός. Εργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή.
Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: Οδηγός του δημοσιογράφου (1953), Δυτικά του Κιλιμαντζάρο (1960), Οδηγός του Λονδίνου (1967), Οι Έλληνες στην Αγγλία (1974), Το χωριό μου η Καρέα (1978), Μανιάτικες αναμνήσεις (1990), Με την άκρη της πένας.
[4] Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.155, εκδόσεις Ιωλκός.
[5] Παλαιών Πατρών Γερμανός «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.169, εκδόσεις Ιωλκός.
[6] G. Finley, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.227, εκδόσεις Ιωλκός.
[7] Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.230-231, εκδόσεις Ιωλκός.
[8] R.Bartelemy, «Ιστορία του Διοικητικού Δικαίου της Ελλάδος» όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.249, εκδόσεις Ιωλκός.
[9] Από την "Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια" του Κων.Μ.Γράψα, όπως το παραθέτει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο αποκαλυπτικό βιβλίο του "Η Ελλάς ως κράτος δικαίου" σελ.446.
[10] G. Finley, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.28 εκδόσεις Ιωλκός.
[11] Π. Πιπινέλης, «Πολιτική Ιστορία της Επαναστάσεως του 1821», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.31, εκδόσεις Ιωλκός.
[12] Gordon, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.30, εκδόσεις Ιωλκός.
[13] Κανέλλος Δεληγιάννης, «Απομνημονεύματα», », όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.49, εκδόσεις Ιωλκός.
[14] Κανέλλος Δεληγιάννης, «Απομνημονεύματα», », όπως παρατίθεται από τον Βάσο Τσιμπιδάρο στο βιβλίο του «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα», σελ.51, εκδόσεις Ιωλκός.
Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007
Η ωραία κοιμωμένη
Το 1770 έλαβε χώρα μια εξέγερση στην Πελοπόννησο κυρίως, υπό την υποκίνηση της Ρωσίας, η οποία ονομάστηκε Ορλωφικά [2] .
Το κύριο αίτημα των εξεγερθέντων χριστιανών ήταν η αντικατάσταση του σουλτάνου ως αφέντη τους με την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αικατερίνης Β’ και όχι η εθνική ανεξαρτησία τους.
Αυτά πίστευαν τότε οι εξεγερθέντες, αυτά πίστευαν και οι κάτοικοι του ελληνικού κράτους μέχρι το 1869.
Το 1869 ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας έγραψε για τις προσδοκίες απελευθέρωσης στη μακρά διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, εντάσσοντας τα Ορλωφικά στις «επαναστάσεις του έθνους για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού» από την επομένη της Άλωσης μέχρι το 1821 [3].
Ένα καταπληκτικό βιβλίο, το οποίο αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα για την διαλεύκανση της εξέγερσης των Ορλωφικών.
«Δεν είναι στις προθέσεις μου να απαξιώσω την εθνική ιστοριογραφία επειδή προέβαλλε στο παρελθόν τις αρχές του εθνικισμού, επειδή δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθεί αυτό που, σε μεγάλο βαθμό, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ή, τέλος πάντων, να συζητήσουμε σήμερα:
Υπό την κυριαρχία της Εθνικής Ιδέας, το ιδανικό της ελευθερίας (της εθνικής ελευθερίας), για το οποίο είχαν πολεμήσει οι άνθρωποι του Εικοσιένα, παρουσιάζεται ότι ενέπνεε ανέκαθεν τους ίδιους αλλά και τους προγόνους τους, από τους πιο κοντινούς μέχρι τους πλέον μακρινούς- το ίδιο πάντοτε όραμα φερόταν να έχει καθοδηγήσει την δράση όλων [7].
Από τα απομνημονεύματα του Αγώνα [9] μέχρι τις ιστοριογραφικές συνθέσεις του 19ου αιώνα, αλλά και συνολικά σε όλη την εθνική ιστοριογραφία, εξιστορείται η διαρκής και καθολική αντίσταση του έθνους στον κατακτητή.
Έτσι, εξεγέρσεις τοπικού χαρακτήρα και κινήσεις ανυπακοής προς την οθωμανική διοίκηση αντιμετωπίζονται από την εθνική ιστοριογραφία ως οι αγώνες ενός υπόδουλου έθνους, το οποίο από την επομένη της Άλωσης και μέχρι την απελευθέρωσή του είχε ως μόνο σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Σύμφωνα με προφητείες ευρύτατα διαδεδομένες, ιδίως μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, οι Ρώσοι ήταν το περίφημο «ξανθό γένος», το θεϊκά σταλμένο με σκοπό την άρση της οθωμανικής κυριαρχίας και την ανασύσταση χριστιανικού βασιλείου στο πρότυπο του βυζαντίου.
Τι γραφόταν όμως κατά την περίοδο των γεγονότων;
1) Στο «Ικετηρία του Γένους των Γραικών προς πάσαν την χριστιανικήν Ευρώπην» που κατά πάσα πιθανότητα συνέγραψε ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο συγγραφέας ορίζει τους υπόδουλους ως «Χριστιανούς Γραικούς»: «Περιττόν και ανωφελές ουδέν ήττον, το να θελήση τινάς να περιγράψη το εις όλην την Ευρώπη γνωριμώτατον : δηλαδή την αθλία κατάστασιν απάντων των Χριστιανών Γραικών…» [13]
Ο Ν.Ροτζώκος γράφει σχετικά με τα παραπάνω:
«Σύμφωνα με τις αρχές του ελληνικού εθνικισμού, οι ιδέες και οι οραματισμοί ανθρώπων του 18ου αιώνα, όπως ήταν ο Καισάριος Δαπόντες, ο Ιωάννης Πρίγκος, και ο Αθανάσιος Υψηλάντης Κομνηνός, φαντάζουν «αφελείς» και «ανώριμοι» - είδαμε ότι χαρακτηρίστηκαν από τους Έλληνες ιστορικούς θρησκευτικές προκαταλήψεις («δεισιδαιμονίες»).
Ας πάμε όμως και στα δύο σημαντικότερα κείμενα της εποχής:
Α) Τον Απρίλιο του 1770, κι ενώ η εξέγερση στην Πελοπόννησο ήταν σε κρίσιμη καμπή μετά την ήττα στην Τριπολιτσά, ο Αλέξιος Ορλώφ, ως «πληρεξούσιος» της Αικατερίνης, συνέταξε στο Ναυαρίνο προκήρυξη, την οποία απηύθυνε προς «όλους κοινώς τους ορθοδόξους χριστιανούς Ρωμαίους όπου ευρίσκονται υποκάτω εις την τυραννίαν των Τούρκων».
«Τώρα δε οπού έφτασα εις τον Μορέαν φανερώνω εις όλον το γένος των Ρωμαίων, ότι δεν θέλω λείψη να βάλω εις πράξιν από μέρους μου κάθε μέσον, μη ψηφώντας κινδύνους δια να τους ελευθερώσω.
Β) Ένα άλλο, επίσης πολύ γνωστό κείμενο, το οποίο κυκλοφόρησε την εποχή εκείνη (αρχές του 1769) σε όλη τη Βαλκανική και στις ιταλικές πόλεις, απ’ όπου οι Ρώσοι αξιωματούχοι προετοίμαζαν τις εξεγέρσεις στα οθωμανικά εδάφη, ήταν η Διακήρυξη της Αικατερίνης, με αποδέκτη αυτή τη φορά συνολικά «τους χριστιανούς της Τουρκίας» και, πιο συγκεκριμένα, «απάσας τα Ελληνικάς και Σλαυικάς εθνότητας τας πρεσβεύουσας το ορθόδοξον δόγμα και κατοικούσας εν τε τη Χερσονήσω και ταις νήσοις του Αρχιπελάγους» [20]
Η Αικατερίνη απευθύνει δραματική έκκληση προς τους ομοδόξους της να εξεγερθούν, υποσχόμενη τη «σωτηρία» τους, καθώς επίσης και τη μέλλουσα «ευτυχία» τους υπό την δική της «αιγίδα» και «προστασία»:
«Η μεγίστη ευχαρίστησις ημών έσται να ιδώμεν τας χριστιανικάς επαρχίας απολελυτρωμένας της αφορήτου δουλείας και τας εθνότητας υπό την αιγίδα ημών ακολουθούσας τα ίχνη των προγόνων αυτών, δι’ ο και εν τω μέλλοντι δεν θέλομεν αρνηθή παρέχοντες αυταίς πάντα τα μέσα, χορηγούντες αυταίς την ημετέραν προστασίαν και συμπάθειαν….»
Όσον αφορά το πώς έβλεπαν οι Ρώσοι τους μετέπειτα έλληνες, γράφει ο Ν.Ροτζώκος [21]:
«Για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι Ρώσοι τους Ρωμιούς, θα πρέπει να δούμε πως τους αποκαλούσαν, πως δηλαδή απευθύνονταν σε αυτούς. […]
Μας φαίνεται εννοιολογικά ασαφής ή και λανθασμένη.
Στο λόγο των Ρώσων, όμως, τα σημαίνοντα «έθνος» και «εθνότητα» δεν παραπέμπουν στα σημαινόμενα τα οποία επρόκειτο να τους προσδώσει αργότερα η Εθνική Ιδέα (και η ελληνική ιστοριογραφία).
Με άλλα λόγια, ο «φωτισμένος» και «φιλεύσπλαχνος» ορθόδοξος ηγεμόνας παρουσιαζόταν και αναμενόταν ως ελευθερωτής, υπό την έννοια ότι αυτός αποτελούσε την υπέρτατη πηγή πολιτικής νομιμοφροσύνης, και όχι οι ασυστηματοποίητες ακόμη ιδέες περί έθνους- οι οποίες, μόνον αφότου θα αποκρυσταλλώνονταν λίγο αργότερα στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας, έμελλε να οδηγήσουν στην συγκρότηση νέων (και πλέον ατόφια εθνικών) μορφών πολιτικής νομιμοφροσύνης.
Σε καμία περίπτωση πάντως η έννοια της «πατρίδας» στις ρωσικές εκκλήσεις δεν ταυτίζεται με την έννοια του εθνικού χώρου, δηλαδή με την ενιαία και αποκλειστική εθνική-εδαφική κυριαρχία, όπως αντιλαμβάνεται η εθνική ιδεολογία την πατρίδα του μοντέρνου έθνους».
Ο Νικόλαος Γλυκύς, σημαντικός τυπογράφος στη Βενετία, μεταφραστής και εκδότης της περίφημης Nakaz (Εισήγηση) της Αικατερίνης, γράφει στα 1767:
«Με την ανάγνωσιν τούτου, οι ομογενείς μου πρώτον θέλουσι καρποφορηθεί εις την αρετήν, και δεύτερον θέλουσι λάβει ευφροσύνην και παρηγορίαν των θλίψεών των, βλέποντες το ηγαπημένον μας και ομόπιστον Γένος να ευρίσκεται εις ευαδαιμονίαν και καλήν πολιτικήν κυβέρνησιν, λαμβάνοντας εκ θείας προνοίας δια Μονάρχισσαν μίαν φιλόσοφον και φιλάνθρωπον Νομοθέτριαν, οπού αι αρεταί και μεγάλα της κατορθώματα περιβόητον εις άπασαν την Ευρώπην την έκαμαν.
Βέβαια τώρα θέλει πληρωθή η μεγάλη επιθυμία, ως σοφέ Πλάτων, και η αγαπημένη πατρίς σου η Ελλάς να φθάση εις το άκρον της ανθρωπίνης ευδαιμονίας, αν αι θερμαί δεήσεις του Ταλαιπώρου σου γένους οπού μετά δακρύων, ημέραν και νύκταν προς τον Ύψιστον θέλει εξακουσθώσι διά να κυβερνηθεί και αυτό με τους ίδιους νόμους αυτής της φιλοσόφου Αυτοκρατορίσσης, και να ευρίσκεται υπό την σκέπην, και προστασίαν της» [25].
________________________________________________________
Σημειώσεις- Βιβλιογραφία (όλα τα παρακάτω έχουν ληφθεί από το βιβλίο του κ.Ροτζώκου).
[1] Η παρομοίωση της εθναφύπνισης με το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης» ανήκει στον Κένεθ Μίνονγκ.
Οι ισχνές οθωμανικές δυνάμεις της Πελοποννήσου και οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κλείστηκαν στα κάστρα, ενώ τα άτακτα σώματα των εξεγερμένων τους πολιορκούσαν και, ταυτοχρόνως, άρχισαν να επιδίδονται σε εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες.
Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα η οθωμανική εξουσία είχε καταλυθεί στην Πελοπόννησο και ο τόπος είχε μετατραπεί σε ένα από τα μέτωπα του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου.
Διδάσκει Νεότερη και Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα», Πλέθρον, Αθήνα 1997.
Οι αγωνιστές διαμόρφωσαν τη σχέση τους με το παρελθόν μέσω της ιδεολογίας της εθνικής επανάστασης και της εθνοκρατικής κοινότητας – στη δημιουργία της οποίας είχαν και οι ίδιοι συνεργήσει με τους αγώνες και τις θυσίες τους. Στα απομνημονεύματά τους λοιπόν αναφέρονται στο παρελθόν, όπως ακριβώς το προσελάμβαναν και το ανέπλαθαν ένα κράτος και μια κοινωνία που έβγαιναν μέσα από ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ελένη Αδριάκαινα, Το «νόημα του ‘21» στα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1999. Ν.Ροτζώκος «Τα απομνημονεύματα του Εικοσιένα ως υλικό της ιστοριογραφίας», Δοκιμές, 3 (1195), σελ.3-11.
Η Εισήγηση, εμπνευσμένη κυρίως από τις ιδέες του Μοντεσκιέ και του Μπεκαρία, συνιστούσε έναν νέο κώδικα νόμων που σκοπό είχε να μεταρρυθμιστεί το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του ρωσικού κράτους. Για τη Nakaz, βλ. την εισαγωγή του P.Dukes, στο P.Dukes, Russia under Catherine the Great, Vol.II: Catherine the Great’s Instruction (Nakaz) to the Legislative Cοmmision, 1767, Newtonville, Mass.1977. σελ.9-38.
Επίσης την εισαγωγή του Reddaway, στο W.F. Reddaway, Documents of Catherine the Great. The Correspondance with Voltaire and the instruction of 1767 in the English text of 1768, Νέα Υόρκη 1971, σελ.xxx-xxxii.
Για το ίδιο ζήτημα, βλ. επίσης την ανάλυση που επιχειρείται στο Π.Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σελ.179-184. Βλ.ακόμα, F.Venturi, The End of the Old Regime in Europe, σελ.18,80-82 και S.Batalden, Catherine II’s Greek Prelate, σελ.17-19.
Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007
Τι έκανες στην τουρκοκρατία μπαμπά;
Πασχάλης Κιτρομηλίδης
Η επίσημη εκκλησία, αλλά και οι θιασώτες του ιδεολογήματος του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» , κατά πλήρη αντιδιαστολή προς την ιστορική πραγματικότητα, διακηρύσσουν ότι η εκκλησία ήταν αυτή που έσωσε τον ελληνισμό μετά την Άλωση της Πόλης.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Τι δίδασκε η εκκλησία κατά την τουρκοκρατία;
Ποια ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα τότε;
Τι πίστευε ο κόσμος ως ιστορία;
Ποιους θεωρούσε προγόνους του;
Τι έγραφαν αυτά τα περίφημα Χρονικά που ήταν τα τότε βιβλία της ιστορίας;
Εδώ λοιπόν προσκρούει το ιδεολόγημα περί της συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνικού Έθνους, μιας επινόησης του ιστορικού Ρομαντισμού: η εκκλησία αυτοδιαψεύδεται και αυτοαναιρείται όπως θα δείτε παρακάτω μέσα από τα όσα η ίδια πίστευε και δίδασκε κατά την τουρκοκρατία.
Παραθέτω αποσπάσματα μέσα από ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει όποιος θέλει να πληροφορηθεί επιστημονικά για το πότε δημιουργήθηκαν οι νέοι έλληνες και το πώς ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δημιούργησε αυτή την εθνογένεση.
Το βιβλίο ονομάζεται «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» (εξεδόθη από το "Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας") και συγγραφέας του ένας μεγάλος πανεπιστημιακός, ο Πασχάλης Μ.Κιτρομηλίδης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Harvard, Καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών [1].
Ορίστε λοιπόν τι πίστευαν τότε οι χριστιανοί ρωμιοί (μετέπειτα έλληνες) υπό την καθοδήγηση της εκκλησίας:
«Το πιο πλατιά διαδεδομένο χρονικό στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας ήταν το λεγόμενο «Βιβλίον ιστορικόν», το οποίο αποδιδόταν ψευδεπίγραφα στον Δωρόθεο, ανύπαρκτο μητροπολίτη Μονεμβασίας [2].
Δημοσιευμένο για πρώτη φορά στα 1631, το κείμενο ανατυπώθηκε τουλάχιστον 24 φορές μέχρι το 1818.
Στόχος της εκλαϊκευτικής αφήγησης ήταν να εδραιώσει τον «φόβον Κυρίου» στον ευσεβή λαό του Θεού [3].
Το κύριο σώμα του βιβλίου καταλάμβανε η Βιβλική ιστορία. Ως προς την δομή της θεματολογίας τους τα χρονικά της Τουρκοκρατίας συνέχιζαν μια πολύ παλαιότερη βυζαντινή χρονογραφική παράδοση. Τις αφηγήσεις των γεγονότων της Παλαιάς Διαθήκης ακολουθούσε η ιστορία των αρχαίων Εβραίων ως την εποχή των πολέμων τους με τους άλλους αρχαίους λαούς της Μέσης Ανατολής καθώς και η ιστορία της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Με αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας παρεμβαλλόταν στην αφήγηση. Είναι αξιοσημείωτο, ότι η ελληνική ιστορία δεν εμφανιζόταν στο προσκήνιο παρά μόνο στην ελληνιστική της φάση, εποχή στην οποία τεμνόταν με την αρχαία εβραϊκή ιστορία.
Η αφήγηση προχωρούσε με την ρωμαϊκή ιστορία και την ιστορία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από την ίδρυση ως την πτώση της Κωνσταντινούπολης, και συνεχιζόταν με την ιστορία των Οθωμανών σουλτάνων μέχρι τις ημέρες σύνταξης του χρονικού.
Σε όλη την αφήγηση αποδιδόταν ιδιαίτερη προσοχή στην εκκλησιαστική ιστορία, ενώ έλειπαν αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στον πολιτισμό της. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης προβάλλονταν ως οι φυσικοί διάδοχοι των χριστιανών αυτοκρατόρων.
Παρόμοιες αντιλήψεις αντανακλούσε και ένα άλλο χρονικό, πρωτοδημοσιευμένο τον 17ο αιώνα, το οποίο γνώρισε συχνές ανατυπώσεις κατά τη διαδρομή του 18ου αιώνα.
Πρόκειται για την «Επιτομή της ιεροκοσμικής ιστορίας», συγγραφέας της οποίας ήταν ο Νεκτάριος ο Κρης, ο λόγιος πατριάρχης Ιεροσολύμων (1602-1676).
Αντίθετα προς τους αρχαίους ειδωλολάτρες συγγραφείς που είχαν περιγράψει το μεγαλείο των κρατών και των βασιλείων, καθώς και τους πολέμους των εθνών και των ηγεμόνων, με πρόθεση να προκαλέσουν τον θαυμασμό για την ανθρώπινη αρετή, ο στόχος της ιστορίας επαναπροσδιοριζόταν τώρα σε νέα βάση: δεν την απασχολούσαν πια τα κατορθώματα των ανθρώπων αλλά τα θαύματα της θείας πρόνοιας και της θείας δύναμης, που άνοιγαν τον δρόμο προς τη μέλλουσα μακαριότητα.
Η ενασχόληση με το υπερβατικό συσκότιζε την έννοια του κοσμικού χρόνου.
Η πολιτική ιστορία καταγραφόταν χωρίς να διατυπώνονται ερωτήματα για τον λογικό της άξονα ή για τους στόχους της. Εκφραζόταν άλλωστε μια πολιτική ταύτιση με την οθωμανική μοναρχία.
Αναφερόμενος στην οθωμανική κατάκτηση της Μέσης Ανατολής, τον 16ο αιώνα, ο συγγραφέας πανηγύριζε τις νίκες του Σουλτάνου, που είχαν επιτέλους επαναφέρει αυτές τις περιοχές υπό το σκήπτρο της βασιλίδας των πόλεων. Κατά την εκτίμησή του, είχε έτσι δοθεί τέλος στην σύγχυση και στις αναστατώσεις ολόκληρων αιώνων και η ειρήνη είχε επανέλθει στους Αγίους Τόπους.
Ούτε για μια στιγμή δεν φαίνεται να πέρασε από το νου του ευσεβούς συγγραφέα η σκέψη ότι η βασιλίδα των πόλεων (Κωνσταντινούπολη), στην κυριαρχία της οποίας είχαν υποταχθεί η Παλαιστίνη και η Αραβία, βρισκόταν και η ίδια αιχμάλωτη ενός ξένου και χριστιανομάχου δυνάστη. Εντοπίζεται και στο σημείο αυτό η πολιτική ταύτιση της ηγεσίας της ελληνικής κοινωνίας με το οθωμανικό καθεστώς, η οποία είναι εμφανής και στη στάση των Φαναριωτών.
Η ελληνική ιστορία παρέμεινε απούσα από την Επιτομή, όπως απουσίαζε και από το Βιβλίον Ιστορικόν. Γινόταν μία σύντομη μνεία της πτολεμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, μόνο και μόνο γιατί η περίοδος αυτή ενσωματωνόταν στο κοσμολογικό σχήμα που περιλάμβανε τη Δημιουργία, τη βιβλική εβραϊκή ιστορία, την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή κυριαρχία επί των αρχαίων Εβραίων και τη χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία[4]».
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι χριστιανοί ρωμιοί (οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας) είχαν μια οικουμενική αντίληψη για την ιστορία τους ως χριστιανοί και όχι ως έλληνες. Θεωρούσαν τους ευατούς τους πρωτίστως και κυρίως ως χριστιανούς και αυτοαποκαλούντο «ρωμαίοι». Ο ελληνόφων που ασπαζόταν τον μουσουλμανισμό γινόταν αυτόματα "τούρκος" ("τούρκεψε" έλεγαν γι'αυτόν που άλλαζε θρησκεία) και ο ελληνόφων χριστιανός ένιωθε τον αλβανόφωνο χριστιανό ορθόδοξο (αρβανίτη) πολύ πιο κοντά του και για τον λόγο αυτό κατά την διάρκεια της Επανάστασης πολέμησε μαζί με τον αλβανόφωνο, τον βλαχόφωνο, στον σλαβόφωνο χριστιανό τους μουσουλμάνους τουρκόφωνους, ελληνόφωνους κ.λπ.
Ο ορισμός του έλληνα στα πρώτα συντάγματα αποδεικνύει του λόγου το αληθές ("Οσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες") [5].
Για τον λόγο αυτό η ιστορία τους ήταν η ιστορία του χριστιανισμού και όχι κάποια εθνική ιστορία.
Για να «δέσει» το ιδεολόγημα περί της –δήθεν- συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνικού έθνους, ολόκληρες κοινωνίες και για εκατοντάδες χρόνια παρουσιάζονται από την εθνικιστική ιστοριογραφία σχεδόν ως ηλίθιες, ως ευρισκόμενες σε λήθαργο, ως μη έχουσες συνείδηση του τι είναι, και έτσι μια εθνικιστική θεώρηση της ιστορίας πραγματοποιείται αναδρομικά: αφού δεν έλεγαν τότε ότι είναι Έλληνες αλλά χριστιανοί ρωμαίοι, τότε εξ ανάγκης αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν μεθυσμένοι, τελούν εν υπνώσει, εν αφασία και κάποια στιγμή αφυπνίζονται και έρχονται στα συγκαλά τους γιατρεμένοι από την αμνησία τους!
Η εισαγωγή των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο ήταν αυτή που άρχισε να αλλάζει τα δεδομένα.
Γράφει σχετικά ο Π.Κιτρομηλίδης:
«Η μετάβαση στην κοσμική αίσθηση του χρόνου και η μεταφορά των πνευματικών προσανατολισμών και των μεθόδων της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού στην ελληνική σκέψη καλλιέργησαν την ιδέα ενός ξεχωριστού εθνικού παρελθόντος έναντι του κοινού ιερού παρελθόντος όλων των χριστιανικών λαών, τους πρόσφεραν μιαν αρχική επίγνωση της ιδιαιτερότητάς τους στη νεότερη διεθνή κοινωνία…» [6]
Οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι οποίοι αντιμάχονταν την μοιρολατρική θεώρηση της κατάστασης από την επίσημη εκκλησία, προσπάθησαν (και τελικά κατάφεραν) να πείσουν τους χριστιανούς ρωμιούς ότι οι τελευταίοι είναι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων. Σε αυτό συνετέλεσαν οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα και οι ευρωπαίοι περιηγητές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Φυσικά οι δυσκολίες ήταν τεράστιες στο έργο τους μιας και ο λαός δεν ήταν και τόσο δεκτικός σε αυτή την εθνογένεση.
Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης γράφει: «[Οι ξένοι]… επαίνους επί επαίνοις καθ’εκάστην των Ελλήνων και ημετέρων προγόνων πλέκουσι και ξυγγράφουσι και τας πρώτας αρχάς της αρετής από τους έλληνας λαμβάνοντες εις τας απαλάς των παιδίων ψυχάς αγωνίζονται να εμφυτεύσωσι, και καθείς δεν παύει να αναγιγνώσκη την Ελληνικήν Ιστορίαν, και αναγιγνώσκων να θαυμάζη και θαυμάζων εκείνους μεν επαινεί, ημάς δε ελεεί. Οι Έλληνες δε, οι απόγονοι λέγω του Μιλτιάδου, του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδου και άλλων τοιούτων, ου μόνον αγνοούσι τα έργα αλλά και τα ονόματα των Προπατόρων αυτών. Η δε άγνοια πόθεν; εκ της ελλείψεως των τοιούτων επωφελών τοις Έλλησι Βιβλίων» [7].
Το μέγεθος του συνειδησιακού προβλήματος των χριστιανών ρωμαίων απεικονιζόταν στην συνήθεια των νεότερων Ελλήνων να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, όταν έπρεπε να δηλώσουν το εθνικό τους όνομα.
Γράφει επ’ αυτού ο Γρηγόριος Παλιουρίτης: «… των Ιστορικών Βιβλίων η σπάνις κρατεί το ποτε ευκλεές των Ελλήνων γένος εις άγνοιαν, η δε άγνοια τοσούτον κατεκυρίευσεν αυτό ώστε και το όνομα Έλληνες, ου μόνον δεν θέλομεν να δεχώμεθα, αλλά και ότε το ακούωμεν, δυσαρεστούμεθα, Ρωμαίοι δε καλούμενοι χαίρομεν, δια να χαρακτηρίζωμεν καλλίτερον το όνειδος της δουλείας, την οποία ελάβομεν από τον λαόν της Ρώμης ως πατρικήν τινα αρετήν» [8].
Ο ιατροφιλόσοφος Γιώργος Σακελλάριος επίσης παρατηρεί:
«Βλέποντας τα μεν άλλα γένη να είναι πλουτισμένα με παρόμοια βιβλία της Αρχαιολογίας των παλαιών γενών… και ου μόνον οι πεπαιδευμένοι και διδάσκαλοι αλλά και οι άκρω δακτύλω της παιδείας γευσάμενοι, σχεδόν δε και τα παιδία να έχωσιν ικανάς ιδέας της ιστορίας όλων των γενών, το δε ειδικόν μας γένος να μην έχη ουδεμίαν ιδέαν ούτε αυτών των προγόνων του..» [9].
Και έτσι, σιγά σιγά, μέσω του Διαφωτισμού, μέσω των ευρωπαίων και των ελλήνων διαφωτιστών άρχισαν οι χριστιανοί ρωμαίοι (ρωμιοί) να θεωρούν εαυτούς ως απογόνους των αρχαίων ελλήνων.
Για τα δεδομένα της εποχής, κάτι τέτοιο ήταν επαναστατικό και βρήκε την εκκλησία απέναντι, η οποία μη μπορώντας να επηρεάσει τις εξελίξεις, απλώς τις ακολούθησε.
Σήμερα φυσικά η εκκλησία, αντιστάσεως μη ούσης (το πολιτικό κόστος βλέπετε), διακηρύσσει εντελώς ανιστόρητα ότι ήταν αυτή που συνετέλεσε στην εθνογένεση.
Το οξύμωρο είναι ότι οι σημερινοί εθνικιστές αντίκεινται στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και αντιπαρατάσσουν τον αρχαιοελληνικό (αγνοώντας ότι ο πρώτος είναι συνέχεια του δεύτερου), θεωρώντας αφελώς ότι πρόκειται για δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα και αγνοώντας ότι αυτή τους η σκέψη είναι αντιφατική και σχιζοφρενική αφού και οι ίδιοι υπάρχουν χάρη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και σε ό,τι αυτός γένησε: τον Διαφωτισμό, που εξύψωσε τον άνθρωπο από υπήκοο σε πολίτη και γκρέμισε τις αυτοκρατορίες στήνοντας εθνικά κράτη σε όλη την Ευρώπη, και άρα και στην Ελλάδα.
doctor
Πληροφορίες για το βιβλίο: http://www.greekbooks.gr/web/book/details.aspx?ProductID=119484
_______________________________________________________
[1] Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Harvard απ' όπου έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία των πολιτικών θεωριών και περιλαμβάνουν ζητήματα κλασικής και νεότερης πολιτικής σκέψης. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Στα βιβλία του περιλαμβάνεται το Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy (Ashgate, 1994).
[2] Δωρόθεος Μονεμβασίας, Βιβλίον Ιστορικόν, Βενετία 1631, επιμ.εκδ.Απόστολος Τζιγαράς. Για το έργο βλ. Σπ. Λάμπρος, «Δωροθέου Βιβλίον Ιστορικόν», «Νέος Ελληνομνήμων, 16 (1922), σσ. 137-190. Για τις πηγές του έργου βλ.G.Moravcsik, Byzantinoturcica, I, Βερολίνο 1958 σσ. 412-413, και Ελισάβετ Ζαχαριάδου, «Μια ιταλική πηγή του Ψευδο-Δωροθέου για την ιστορία των Οθωμανών», Πελλοπονησιακά, 5 (1961), σσ. 46-59. Μέχρι στιγμής έχουν επισημανθεί οι εξής εκδόσεις του έργου, όλες τυπωμένες στην Βενετία: 1631,1637,1654,1673,1676 (δις), 1681,1684, 1686, 1691, 1740, 1743, 1750, 1752, 1761, 1763, 1767, 1778, 1781, 1786, 1792, 1798, 1805, 1818.
Για βιβλιογραφικές λεπτομέρειες βλ.Θ.Παπαδόπουλος, Ελληνική Βιβλιογραφία 1791-1795, Αθήνα 1970, σσ.116-117.
Μια άλλη χρονογραφική πηγή συναφής με το Βιβλίον Ιστορικόν ήταν η Νέα Σϋνοψις Διαφόρων Ιστοριών του Ματθαίου Κιγάλα, Βενετία 1637. Αμφότερες οι πηγές απηχούν τις παραδόσεις του προφητικού χιλιασμού της περιόδου της οθωμανικής κυραρχίας. Βλ. Cyril Mango, “The Legend of Leo the Wise”, Byzantium and its Image, Λονδίνο:Varorium, 1984, Μελέτη ΧVI, ιδίως σσ.75,78.
Η παράθεση των ανωτέρω πηγών ελήφθη από το βιβλίο του Π.Κιτρομηλίδη «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.532-533.
[3] «Βιβλίον Ιστορικόν», Βενετία 1743, Πρόλογος.
[4] Πασχάλη Κιτρομηλίδη, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός»(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.86-88.
[5] Βουλή των Ελλήνων: http://www.parliament.gr/1821/anafora/xrono4c.asp
[6] Πασχάλη Κιτρομηλίδη, "Νεοελληνικός Διαφωτισμός" (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας), σελ.123.
[7] Γρηγόριος Παλιουρίτης, Επιτομή ιστορίας της Ελλάδος, Βενετία 1815, τομ.Α’ σσ. ιζ’-ιη’.
[8] ο.π. σσ. ιη’-ιθ’.
[9] Γιώργος Σακελλάριος, «Αρχαιολογία συνοπτική των Ελλήνων», Βιέννη 1796.
Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007
Η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση της Ελλάδας (1844)
Η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση της Ελλάδας [1]
Η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση της Ελλάδας, αυτή του Ιωάννη Κωλέττη, η οποία αναδείχθηκε δια της ψήφου του λαού το 1844 και τερμάτισε τον βίο της το 1847 με τον θάνατο του Κωλέττη, φανέρωσε εξαρχής ορισμένα χαρακτηριστικά στην άσκηση της εξουσίας τα οποία έκτοτε υπήρξαν μόνιμα των κυβερνήσεων της χώρας.
Ο Κωλέττης ηγέτης ενός από τους τρεις πολιτικούς σχηματισμούς που αναφέρονται έκτοτε ως «κόμματα» του «γαλλικού» ανήλθε στην εξουσία αφού κατόρθωσε να παραμερίσει τους δύο αντιπάλους του, ηγέτες των άλλων δύο σχηματισμών, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Ανδρέα Μεταξά, αρχηγούς αντίστοιχα του «αγγλικού» και του «ρωσικού» κόμματος.
Η έλλειψη κομματικής συνοχής στους τρεις πολιτικούς σχηματισμούς της εποχής έδωσε την δυνατότητα στον Κωλέττη να προσεταιριστεί υποστηρικτές των αντιπάλων του και να αναδειχθεί νικητής [2].
Τα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης της χώρας
1) Η κοινοβουλευτική αυτή πλειονοψηφία ήταν εκ των πραγμάτων επισφαλής εξαιτίας της έλλειψης κομματικής συνοχής. Μοναδικό συνεκτικό ιστό αποτελούσαν η νομή της εξουσίας και η προσδοκία νομής της. Για να διατηρήσει την πλειονοψηφία στη Βουλή, ο Κωλέττης ήταν υποχρεωμένος να ικανοποιεί όλους τους υποστηρικτές του, ή τουλάχιστον να μην τους δυσαρεστεί περισσότερο από όσο έκρινε πως επέτρεπαν οι περιστάσεις και οι προσδοκίες τους και να καλλιεργεί στους υποστηρικτές των αντιπάλων του την ανοχή που εμπνέει η προσδοκία να συμπεριληφθούν και αυτοί στον κύκλο εκείνων που νέμονταν την εξουσία.
2) Δεύτερο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ηπειρώτη πολιτικό ήταν η αποφυγή γενικά μέτρων που αναμένονταν να δυσαρεστήσουν πολιτικές ή κοινωνικές ομάδες και πρόσωπα, και συνεπώς να απειλήσουν τη σταθερότητα της κυβέρνησης.
Η πολιτική αυτή η οποία αποσκοπούσε πρωτίστως στην παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία με την αποφυγή ρήξεων με συμφέροντα εκπροσωπούμενα στο κοινοβούλιο, εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα, με τίμημα την κοινωνική και οικονομική υπανάπτυξη και αποτελμάτωση.
3) Το τρίτο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης του Κωλέττη ήταν η προβολή της «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού έθνους, της «αποστολής» που είχε η Ελλάδα να λυτρώσει όλους τους αλύτρωτους έλληνες στο πλαίσιο μιας μεγάλης και ισχυρής ελληνικής αυτοκρατορίας, καθώς και η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι η κυβέρνηση θεωρούσε την πραγματοποίηση αυτού του οράματος πρωταρχικό της μέλημα και ιερό καθήκον. Καπετάνιοι της Ρούμελης και της βόρειας Ελλάδας προσκείμενοι στον Κωλέττη διενεργούσαν επιδρομές στις τουρκοκρατούμενες τότε ακόμα Θεσσαλία και Ήπειρο, στις οποίες χρησιμοποιούσαν εθελοντές κάθε προέλευσης, μεταξύ των οποίων και πολλούς ληστές προσκείμενους σε αυτούς. Οι συγκεκριμένες επιδρομές, τις οποίες ο αλυτρωτικός Τύπος πρόβαλλε ως συνέχεια του αγώνα της ανεξαρτησίας, εξασφάλιζαν:
α) την περιοδική «εξαγωγή» του προβλήματος της ληστείας στην όμορη χώρα και στην ανακούφιση της Στερεάς από τα δεινά της μεγάλης αυτής μάστιγας
της υπαίθρου.
β) την ικανοποίηση των προσκείμενων στους κωλεττικούς καπετάνιους ληστών και άλλων εθελοντών εκτός της ελληνικής επικράτειας, και εις βάρος της όμορης επικράτειας και
γ) την εντύπωση ότι η κυβέρνηση προωθούσε με σθένος τη Μεγάλη Ιδέα.
Από τις άμεσες συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν αφενός η έξαρση του προβλήματος της ληστείας, αφετέρου η σύνδεση των ληστών με τον αλυτρωτισμό και η «αποδοχή» τους ως τμήματος του αλυτρωτικού στρατού του έθνους.
Σύμπτωμα ενός σοβαρότερου προβλήματος παρά συνέπεια αυτής της πολιτικής –το οποίο όμως έφερε στην επιφάνεια η πολιτική του αλυτρωτισμού- ήταν η προφανής αυτοεξαπάτηση του έθνους και της ηγεσίας του και η αποδοχή αυτής της αυτοεξαπάτησης.
Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή άσκηση του έθνους και της ηγεσίας του στη φυγή από την πραγματικότητα, με την αποδοχή ενός υποκατάστατου εθνικής ανάπτυξης[3].
Οι αγρότες της Ελλάδας είχαν ήδη εισέλθει με την ανοχή των εκπροσώπων της κεντρικής και της τοπικής εξουσίας στο στάδιο της εξαπάτησης των εθνικών γαιών, την οποία νομιμοποίησε η τότε κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου με ειδικό προς τούτο νόμο.
Οι βουλευτές, όπως παλαιότερα οι πρόκριτοι της Τουρκοκρατίας και οι πληρεξούσιοι του Αγώνα, ήταν ουσιαστικά κηδεμόνες «πολιτικώς ανήλικων» και εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας, μεριμνούσαν δε για τα συμφέροντα των πολιτικών φίλων τους που αποτελούσαν τα ερείσματα της επιρροής και της ισχύος τους, και προήγαν τα ίδιά τους συμφέροντα. Τη λειψή αυτή αντιπροσώπευση καθιστούσαν ακόμα πιο προβληματική ο αναλφαβητισμός, το πρωτόγονο σύστημα συγκοινωνιών, η οικονομική δυσπραγία και η βία στην ύπαιθρο, τόσο η κρατική όσο και η παράνομη.
Οι χωρικοί, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού, εκτεθειμένοι όπως ήταν στα όργανα των ισχυρών και απροστάτευτοι από τα όργανα της τάξης και του νόμου, έδιναν την ψήφο τους συνήθως σε εκείνους προς τους οποίους δυσπιστούσαν λιγότερο ή σε εκείνους που φοβούνταν περισσότερο. Ενίοτε δε ήταν σε θέση να παράσχουν την υποστήριξή τους έναντι προσωπικών ωφελειών.
Οι συζητήσεις στη Βουλή για τον έλεγχο των εκλογικών αποτελεσμάτων φανερώνουν όλα τα μέσα που μετέρχονταν οι υποψήφιοι και τα όργανά τους στην ύπαιθρο –συκοφαντικές επιθέσεις εναντίον αντιπάλων, ψευδείς ειδήσεις, απειλές και χρήση βίας διά των ληστών ή των οργάνων της τάξης.
doctor
______________________________________________
[1] Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, σελ.133-135 Πληροφορίες για το βιβλίο:
http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2007/07/macedonian-slavs.html
[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, σελ.112 κ.εξ.
[3] J.S. Koliopoulos, Brigands with a Cause. Brigandage and Irredentism in Modern Greece, 1821-1912, Oxford University Press, New York 1987, pp.121ff.