Ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (1790-1872), Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα .
Έληξε πριν λίγες ημέρες η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων του Κτηματολογίου.
Δεν θα κρίνω εδώ την διαδικασία, το ότι δηλαδή οι υποβάλλοντες την αίτηση πληρώνουν στο κράτος (αλλά και σε κάποιον ειδικό για να τους την συντάξει αν οι ίδιοι δεν γνωρίζουν), ή την προχειρότητα –ειδικά των πρώτων ημερών- όσον αφορά την υποδομή των κτηματολογικών γραφείων και την ταλαιπωρία των ελλήνων πολιτών το καλοκαίρι που μας πέρασε.
Τα είδαμε, τα ζήσαμε και δυστυχώς θα τα ζούμε συνεχώς.
Η υπόθεση του Βατοπεδίου επιβεβαιώνει επίσης την υπόθαλψη της διαφθοράς και της διαπλοκής από την επίσημη εξουσία με την κάλυψη που της παρέχει η ανυπαρξία της καταγραφής των δημοσίων εκτάσεων.
Θα αναρωτιέται κανείς γιατί εδώ και σχεδόν δύο αιώνες που υπάρχει το ελληνικό κράτος δεν είχε λυθεί αυτό το ζήτημα, ή τουλάχιστον γιατί δεν απασχολούσε όλους τους κυβερνώντες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά. Και όμως! Τους απασχολούσε, και μάλιστα από πολύ νωρίς. Παραθέτω στη συνέχεια ένα απόσπασμα από τον Λούντβιχ Μάουρερ και το έργο του «ο ελληνικός λαός» που γράφτηκε το 1835.
Θα διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι ότι τα περισσότερα από όσα απασχολούσαν τότε την ελληνική κοινωνία δεν έχουν λυθεί μέχρι σήμερα και θα διαπιστώσετε επίσης την διαχρονική αναποτελεσματικότητα της ελληνικής νομοθεσίας.
Ο εκάστοτε έλληνας νομοθέτης βλέπει με λύπη τους νόμους του να μένουν ευχολόγια και καλές προθέσεις και ουδέποτε να εφαρμόζονται, βλέπει την παρανομία και την αυθαιρεσία να επικρατούν, την διαφθορά και την παραοικονομία να έχουν επιβληθεί πλήρως, δημιουργώντας έτσι τη βεβαιότητα στον μέσο έλληνα νομοταγή πολίτη, ότι αποτελεί τον κύριο χρηματοδότη ενός συστήματος (μέσω των φόρων και των εισφορών που πληρώνει) που όταν το χρειάζεται (π.χ. όταν αρρωστήσει) όχι μόνο αυτό δεν είναι ανταποδοτικό, αλλά πρέπει να το χρηματοδοτήσει εκ νέου (με φακελάκι, γρηγορόσημο, λάδωμα κ.λπ.) για να μπορέσει να «απολαύσει» τα αυτονόητα.
Πάμε να δούμε όμως τι έγραφε ο Μάουρερ στα 1835 για την ελληνική πραγματικότητα:
Πάμε να δούμε όμως τι έγραφε ο Μάουρερ στα 1835 για την ελληνική πραγματικότητα:
«Εφόσον πριν από τον Απελευθερωτικό Αγώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ήταν πολύ φυσικό να μην υπάρχουν και ελληνικά οικονομικά, ούτε και ελληνική οικονομική διοίκηση. Κάθε κοινότητα αντιμετώπιζε τις ανάγκες της με φόρους που επέβαλε η ίδια στους κατοίκους, και χρησιμοποιούσε και την κοινοτική τους περιουσία. Ο κάθε έλληνας όμως, εκτός από αυτούς τους κοινοτικούς φόρους, πλήρωνε στην τουρκική κυβέρνηση και κεφαλικό φόρο –το χαράτσι- καθώς και άλλους ακόμη έκτακτους φόρους [1].
Αλλά και σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πάλι οι Έλληνες προύχοντες αναλάμβαναν να καταμερίσουν, κατά την κρίση τους το ποσό και να το εισπράξουν από τον κάθε έλληνα φορολογούμενο. Μόλις όμως άρχισαν να απελευθερώνονται οι επαρχίες, σταμάτησε αυτόματα και η καταβολή φόρων προς την τουρκική κυβέρνηση, και έπρεπε τώρα να δημιουργηθεί νέο δημόσιο ταμείο για την ελληνική κυβέρνηση.
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, καταπιάστηκε αμέσως με αυτό το θέμα. Ψηφίστηκε η φορολογική ισότητα όλων των πολιτών [2].
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, καταπιάστηκε αμέσως με αυτό το θέμα. Ψηφίστηκε η φορολογική ισότητα όλων των πολιτών [2].
Αποφασίστηκε ότι τα κτήματα του Δημοσίου δεν θα μπορούσαν απαλλοτριωθούν, παρά μόνον με την συγκατάθεση του Νομοθετικού Σώματος [3].
Η κυβέρνηση όφειλε να διαπραγματευτεί δάνεια [4], αλλά δεν θα είχε το δικαίωμα να επιβάλλει κανέναν φόρο, αν δεν ψηφιζόταν ο σχετικός νόμος [5].
Όλες γενικά οι Εθνοσυνελεύσεις -και ιδιαίτερα του Άργους το 1829[6]- ασχολήθηκαν με το ζωτικό αυτό πρόβλημα της αντιμετώπισης των οικονομικών, αλλά τα ταμεία του κράτους παρέμεναν άδεια.
Τα μόνα εισοδήματα στα οποία μπορούσε να υπολογίζει το νεοδημιούργητο κράτος ήταν τα εθνικά κτήματα, οι δημόσιοι φόροι, τα δάνεια και ακόμη οι εισφορές και δωρεές. Όλη η εδαφική επιφάνεια της Ελλάδας ανήκε, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, στον σουλτάνο. Μόλις όμως απελευθερώθηκε η χώρα, όλη αυτή η απέραντη ιδιοκτησία ήρθε στα χέρια του ελληνικού κράτους.
Τα μόνα εισοδήματα στα οποία μπορούσε να υπολογίζει το νεοδημιούργητο κράτος ήταν τα εθνικά κτήματα, οι δημόσιοι φόροι, τα δάνεια και ακόμη οι εισφορές και δωρεές. Όλη η εδαφική επιφάνεια της Ελλάδας ανήκε, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, στον σουλτάνο. Μόλις όμως απελευθερώθηκε η χώρα, όλη αυτή η απέραντη ιδιοκτησία ήρθε στα χέρια του ελληνικού κράτους.
Δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια πόση ήταν ακριβώς η έκτασή της, πάντως θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε πάνω από το μισό της εδαφικής επιφάνειας. Μερικοί μάλιστα την υπολογίζουν, μαζί με τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, στα δεκαοχτώ ή δεκαεννιά εικοστά της εδαφικής έκτασης, και ότι μόνο το ένα εικοστό θα ανήκε σε ιδιώτες.
Όλα αυτά τα εθνικά κτήματα χωρίστηκαν –κατά έναν πολύ παράξενο τρόπο- σε δύο κατηγορίες, σε φθαρτά ελληνικά κτήματα και σε άφθαρτα. Στα φθαρτά υπολογίστηκαν οι μύλοι, διάφορα οικήματα και άλλα χτίρια, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 [7] τα παραχώρησε στην κυβέρνηση και της έδωσε το δικαίωμα να τα πουλήσει.
Όλα αυτά τα εθνικά κτήματα χωρίστηκαν –κατά έναν πολύ παράξενο τρόπο- σε δύο κατηγορίες, σε φθαρτά ελληνικά κτήματα και σε άφθαρτα. Στα φθαρτά υπολογίστηκαν οι μύλοι, διάφορα οικήματα και άλλα χτίρια, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 [7] τα παραχώρησε στην κυβέρνηση και της έδωσε το δικαίωμα να τα πουλήσει.
Έτσι, πολύ γρήγορα, το ένα πίσω από το άλλο, πουλήθηκαν όλα σε ιδιώτες, αλλά η αξία τους δεν πληρώθηκε ποτέ.
Επανειλημμένα σχηματίστηκαν διάφορες επιτροπές για να ελέγξουν αυτούς τους τίτλους ιδιοκτησίας και να βεβαιώσουν αν τελικά πληρώθηκαν. Αλλά, μολονότι οι καταστάσεις γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές, μολονότι οι επιτροπές αυτές κόστισαν αρκετά στο Δημόσιο, το μόνο αποτέλεσμα ήταν να εξακριβωθεί ότι πολλά εκατομμύρια οφείλονταν ακόμη, από τα οποία ούτε δραχμή δεν εισέπραξε ποτέ το κράτος.
Και όταν, μετά την παραίτηση του κόμητα Αυγουστίνου [8]ανέλαβε η Διοικητική Επιτροπή, ακόμα πουλιόντουσαν τέτοια κτήματα, αλλά τα χρήματα πήγαιναν, λέει, σε διάφορες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου. Εν πάση περιπτώσει, και μέχρι σήμερα ακόμη (σ.σ.1835), το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα.
Ας έρθουμε τώρα στα λεγόμενα άφθαρτα εθνικά κτήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, γι’αυτό και η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε ότι αυτά πρέπει να πουληθούν, αλλά πάντα με την έγκριση του Νομοθετικού Σώματος [9].
Αλλά, παρά τις ξεκάθαρες αυτές διατάξεις, πολλά από αυτά τα κτήματα βρέθηκαν σε χέρια ιδιωτών, χωρίς να εκδοθούν επίσημοι τίτλοι.
Ας έρθουμε τώρα στα λεγόμενα άφθαρτα εθνικά κτήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, γι’αυτό και η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε ότι αυτά πρέπει να πουληθούν, αλλά πάντα με την έγκριση του Νομοθετικού Σώματος [9].
Αλλά, παρά τις ξεκάθαρες αυτές διατάξεις, πολλά από αυτά τα κτήματα βρέθηκαν σε χέρια ιδιωτών, χωρίς να εκδοθούν επίσημοι τίτλοι.
Επιπλέον, έμειναν και ακαλλιέργητα, γιατί όσοι τα πήραν, είχαν τόσα πολλά, που δεν προλάβαιναν να τα καλλιεργήσουν όλα μαζί. Έσπερναν λοιπόν πότε εδώ και πότε εκεί και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν για βοσκοτόπια. Η δεύτερη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 [10] για να ξαναπάρει πίσω αυτά τα κτήματα που είχαν πουληθεί παράνομα, ακύρωσε όλες αυτές τις αγοραπωλησίες, αλλά παρ’όλα αυτά, τα κτήματα παρέμειναν στους νέους κατόχους τους.
Επί Καποδίστρια έγινε νέα απόπειρα να τακτοποιηθεί το θέμα και συνάμα να εξασφαλιστούν από δω και πέρα οι νόμιμοι κάτοχοι. Με μια απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το 1829, σχηματίστηκαν δύο επιτροπές, η μια για να ελέγξει τους τίτλους και να τακτοποιήσει συμβιβαστικά το πράγμα, και η άλλη για να κρίνει οριστικά τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να λύσει η πρώτη επιτροπή [11]. Οι επιτροπές πράγματι συγκροτήθηκαν [12], αλλά παρέμειναν όπως ήταν.
Η ίδια Εθνοσυνέλευση πήρε και άλλες δύο αποφάσεις σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των εθνικών κτημάτων.
Επί Καποδίστρια έγινε νέα απόπειρα να τακτοποιηθεί το θέμα και συνάμα να εξασφαλιστούν από δω και πέρα οι νόμιμοι κάτοχοι. Με μια απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το 1829, σχηματίστηκαν δύο επιτροπές, η μια για να ελέγξει τους τίτλους και να τακτοποιήσει συμβιβαστικά το πράγμα, και η άλλη για να κρίνει οριστικά τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να λύσει η πρώτη επιτροπή [11]. Οι επιτροπές πράγματι συγκροτήθηκαν [12], αλλά παρέμειναν όπως ήταν.
Η ίδια Εθνοσυνέλευση πήρε και άλλες δύο αποφάσεις σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των εθνικών κτημάτων.
Η μια, για να δοθεί μια ενίσχυση στους στρατιώτες και τους ναύτες [13] και η άλλη για να βοηθηθούν οι κοινότητες και να καθορισθούν τα όρια της καθεμιάς [14].
Δεν εκτελέστηκε όμως ούτε η μία, ούτε η άλλη. Και ένα άλλο ακόμη ψήφισμα [15] για διανομή γης στους κατοίκους των κοινοτήτων, έμεινε κι αυτό ανεκτέλεστο.
Τέλος, και μια άλλη απόφαση της ίδιας Εθνοσυνέλευσης σχετικά με την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, ώστε να καταρτισθεί ένα γενικό κτηματολόγιο [16] είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Γιατί, ναι μεν ιδρύθηκε η επιτροπή, αλλά σύμφωνα με το πόρισμά της, η Πελοπόννησος και μόνο είχε χάσει τουλάχιστον τα 9/10 από την παλιά εδαφική της έκταση! Η δουλειά ξανάρχισε από την αρχή, αλλά κι εδώ δεν έγινε τίποτα [17]».
Τέλος, και μια άλλη απόφαση της ίδιας Εθνοσυνέλευσης σχετικά με την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, ώστε να καταρτισθεί ένα γενικό κτηματολόγιο [16] είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Γιατί, ναι μεν ιδρύθηκε η επιτροπή, αλλά σύμφωνα με το πόρισμά της, η Πελοπόννησος και μόνο είχε χάσει τουλάχιστον τα 9/10 από την παλιά εδαφική της έκταση! Η δουλειά ξανάρχισε από την αρχή, αλλά κι εδώ δεν έγινε τίποτα [17]».
Διαβάζοντας τα παραπάνω και συνδέοντάς τα με τα του Κτηματολογίου αλλά και του Βατοπεδίου, νομίζω ότι το «σαν να μην πέρασε μια μέρα» αυτοδικαίως τιτλοφορεί το παρόν θέμα.
Κλείνω με την εύστοχη διαπίστωση του Νίκου Σπηλιάδη, από την ίδια εποχή:
«Άνευ ιδιοκτησίας δεν υπάρχει ούτε κοινωνία ούτε δικαίωμα.
Η ιδιοκτησία είναι η πηγή της ελευθερίας και της μεταξύ των πολιτών ισότητας. Είναι η βάσις του γενικού συμφέροντος και όλων των δικαιωμάτων.
Ήτο λοιπόν ανάγκη να ψηφισθή έκτοτε η διανομή της γης και όλων των εθνικών κτημάτων, και έκτοτε να ληφθώσι μέτρα ώστε να διανεμηθώσι δικαίως και αναλόγως εις όλους τους Έλληνας.
Ούτως ήθελαν εξασφαλίσει την ελευθερίαν και ευδαιμονίαν των. Ούτως ήθελον ευπορήσει άπαντες και αποκατασταθή πραγματικώς ανεξάρτητοι, και φυλάξει τα δικαιώματά των. Ήλπιζον οι Έλληνες καταστραφέντες εις τον πόλεμον, ν’ανταμειφθώσιν από τα εθνικά κτήματα. Αλλά θα ψευσθώσιν των ελπίδων των» [18].
doctor
_________________________________
[1] Οι σημαντικότερες διακρίσεις σέ βάρος των χριστιανών αφορούσαν τήν φορολογία αφού σύμφωνα μέ τό Ισλάμ οι πιστοί πρέπει νά ζούν εις βάρος των απίστων. Η φορολογία ήταν δυσβάστακτη καί οι υπόδουλοι λαοί έφεραν όλο τό βάρος της συντήρησης του οθωμανικού στρατού. Αυτός άλλωστε ήταν ο κύριος λόγος γιά τόν οποίο οι εκάστοτε σουλτάνοι ανεχόντουσαν τήν ύπαρξη μή μωαμεθανών υπηκόων. Ενώ υπήρξαν δεκάδες φόροι, εκείνος πού έχει μείνει γνωστός ακόμα καί σήμερα είναι τό χαράτσι (κεφαλικός φόρος), δηλαδή ο φόρος πού πλήρωνε ο άπιστος γιά νά έχεί τό δικαίωμα γιά ένα χρόνο νά έχει τό κεφάλι τους στούς ώμους του. Στούς φόρους πρέπει νά προσθέσουμε τά "μπαξίσια" πού ελάμβαναν οι υπάλληλοι καί οι τοπικοί άρχοντες οι οποίοι έκαναν δυσβάσταχτη τήν καθημερινή ζωή τών ραγιάδων.
[2] Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822, Άρθρο 8.
[3] Ως άνω, Άρθρο 62.
[4] Ως άνω, Άρθρο 61.
[5] Ως άνω, Άρθρο 8.
[6] 3ο Διάταγμα της 29 Ιουλίου/7 Αυγ.1829.
[7] Σχετικές οδηγίες προς την κυβερνητική επιτροπή δόθηκαν με το Άρθρο 2 της 13ης Απριλίου 1826.
[8] Ο Μάουρερ αναφέρεται στον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια.
[9] Σύνταγμα του 1822, Άρθρο 62.
[10] Ψήφισμα της 15ης Απριλίου 1826 (παλ.ημερολόγιο), Άρθρο 2.
[11] Γ’ Ψήφισμα της 26 Ιουλίου/7 Αυγ. 1829.
[12] Ψήφισμα της 13/25 Νοεμβρίου 1830, αριθ.244.
[13] Ε’ Ψήφισμα της 29 Ιουλίου/10 Αυγ. 1829, Άρθρο 4 αριθ.3.
[14] Γ’ Ψήφισμα της 26 Ιουλίου/7 Αυγ. 1829, Άρθρο 7.
[15] Ψήφισμα της 26 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου 1830.
[16] Γ’ Ψήφισμα της 26 Ιουλίου/7 Αυγ. 1829, Άρθρο 7.
[17] Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, Ο ελληνικός λαός (Χαϊλδεβέργη 1835), Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1976, όπως παρατίθεται στο «Ελλάς, η Σύγχρονη συνέχεια», σσ.168-170. Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (1790-1872): Νομομαθής με σημαντικό επιστημονικό έργο. Ως μέλος της αντιβασιλείας (1833-34) είχε την ευθύνη, εκτός του εκκλησιαστικού ζητήματος, της συγκρότησης της ποινικής νομοθεσίας και της οργάνωσης της διοίκησης. Σημαντικό είναι το τρίτομο έργο του O Eλληνικός Λαός που εκδόθηκε στη Γερμανία στα 1835.
[18] Ν.Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν» (1821-1843), τ.Α’ φωτομηχ.ανατ.-επιμ. Παν.Φ.Χριστόπουλου-εκδ.Κ.Διαμάντη, Βιβλιοθήκη Γ.Α.Κ., Αθήνα 1972, σ.506.