Οι επίσημοι πληροφορητές μας αυτές τις ημέρες σχετικά με τις πυρκαγιές είναι οι δημοσιογράφοι, σχετικοί με τις φωτιές όσο και εμείς οι απλοί πολίτες.
Άναψε, λέει η φωτιά, και ταυτόχρονα άναψαν άλλα 10 σημεία σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, άρα μιλάμε για καραμπινάτο εμπρησμό!
Λογικό συμπέρασμα για έναν παρατηρητή, λογικό για έναν άσχετο (του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου).
Και όμως, η επιστήμη έχει αποδείξει ότι η ταυτόχρονη ανάπτυξη μετώπων σε μεγάλη απόσταση προέρχεται από την ίδια φωτιά και η πραγματικότητα δεν έχει σχέση με σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Ίσως θα έπρεπε το παρακάτω να το διαβάσουν πρώτοι από όλους οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που παραπληροφορούν τον κόσμο, άλλοι εν γνώσει τους και άλλοι εν αγνοία τους.
Αξίζει να διαβάσετε το παρακάτω, αξίζει να αφιερώσετε 20 λεπτά επιστημονικής ανάγνωσης ώστε να είστε σε θέση να μην παραπληροφορείστε επί χρόνια από αυτόκλητους επιστήμονες και από αφελείς συνωμοσιολόγους:
ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΜΕ “ΚΑΦΤΡΕΣ”
Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος (δρ δασολόγος-ερευνητής, ειδικός στις δασικές πυρκαϊές στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Ερευνας).
Υπουργείο Γεωργίας
Γενική Γραµµατεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η µετάδοση των δασικών πυρκαγιών µε κάφτρες είναι χαρακτηριστικό φαινόµενο των µεγάλων πυρκαγιών και αποτελεί ένα µεγάλο κίνδυνο για τις δασοπυροσβεστικές δυνάµεις. Η εµφάνιση του φαινοµένου προϋποθέτει:
α. Την ύπαρξη κατάλληλων φλεγόµενων τεµαχιδίων καύσιµης ύλης (καφτρών),
β. Την ύπαρξη δυνάµεων για τη µεταφορά τους και
γ. Την πιθανότητα να δηµιουργηθούν νέες εστίες εκεί όπου εναποτίθενται οι κάφτρες.
Μετάδοση µε κάφτρες είναι δυνατή σε αποστάσεις που υπερβαίνουν τα 10 χιλιόµετρα σε ακραίες περιπτώσεις.
Η εµφάνιση και η έκταση του φαινοµένου διαφέρει µεταξύ δασικών τύπων και επηρεάζεται από την ένταση της φωτιάς, τα χαρακτηριστικά των καφτρών, τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και την τοπογραφία.
Η αντιµετώπιση του φαινοµένου είναι ιδιαίτερα δύσκολη και κάτω από ακραίες συνθήκες ουσιαστικά αδύνατη.
Προσπάθειες για αντιµετώπιση µιας τέτοιας πυρκαγιάς πρέπει να βασίζονται σε καλά σχεδιασµένη έµµεση προσβολή µε σωστή αξιοποίηση µέσων όπως οι επινώτιοι πυροσβεστήρες, τα επιβραδυντικά υγρά µακράς διάρκειας και τα εναέρια µέσα σε ρόλο επιφυλακής και άµεσης επέµβασης στις νεοδηµιουργούµενες εστίες.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τους τρεις βασικούς µηχανισµούς µετάδοσης της θερµότητας, επαγωγή θερµών αερίων, ακτινοβολία και επαφή, µόνο οι δύο πρώτοι παίζουν σηµαντικό ρόλο στη µετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Ο τρίτος δεν αποτελεί σηµαντικό παράγοντα εξαιτίας της χαµηλής θερµοαγωγιµότητας των δασικών καυσίµων. Ένας τέταρτος όµως µηχανισµός, η µετάδοση µε µικρά φλεγόµενα κοµµάτια καύσιµης ύλης, τις λεγόµενες “κάφτρες”, αποτελεί ένα σηµαντικό τρόπο µετάδοσης των πυρκαγιών που κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες µπορεί να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξή τους.Μία νέα φωτιά που ανάβει από κάφτρα, µεταφραζόµενη από τον Αγγλικό όρο “spot fire“ σαν “σηµειακή φωτιά”, ορίζεται σαν µία “φωτιά που ανάβει έξω από την περίµετρο της κύριας πυρκαγιάς από σπινθήρες ή αναµµένα τεµάχια καύσιµης ύλης που µεταφέρονται από τον αέρα ή που κατρακυλούν”. Οι σηµειακές φωτιές είναι ένας από τους σηµαντικότερους κινδύνους που έχουν να αντιµετωπίσουν οι δασοπυροσβέστες. Κάτω από συνθήκες που ευνοούν τον τρόπο αυτό µετάδοσης ακόµη και σχετικά αργά κινούµενες πυρκαγιές είναι δυνατό να γίνουν επικίνδυνες και µάλιστα χωρίς προειδοποίηση καθώς µπορούν να υπερπηδήσουν και τις πλατύτερες αντιπυρικές ζώνες και να εγκλωβίσουν απλούς πολίτες καιδασοπυροσβέστες.Η κατανόηση της λειτουργίας του µηχανισµού αυτού µετάδοσης της πυρκαγιάς µπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη της πιθανότητας για εµφάνιση του φαινοµένου και των διαστάσεών του, συµβάλλοντας έτσι στο να γίνει η δασοπυρόσβεση αποτελεσµατικότερη και ασφαλέστερη.
2. Ανάλυση του μηχανισµού μετάδοσης πυρκαγιάς με κάφτρες
Η µετάδοση πυρκαγιάς µε κάφτρες είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόµενο που η εµφάνιση και η έκτασή του εξαρτάται από την ύπαρξη τριών παραγόντων (Rothermel 1983):α. Την ύπαρξη κατάλληλων φλεγόµενων τεµαχιδίων καύσιµης ύλης (καφτρών),β. Την ύπαρξη δυνάµεων για τη µεταφορά τους καιγ. Την πιθανότητα να δηµιουργηθούν νέες εστίες εκεί όπου εναποτίθενται οι κάφτρες.
2.1. Ύπαρξη κατάλληλων καφτρών
Σε κάθε δασική πυρκαγιά υπάρχουν χιλιάδες µικρά τεµαχίδια καύσιµης ύλης που µπορούν σε κάποιο βαθµό να λειτουργήσουν σαν κάφτρες. Αρχικά, οι σπίθες µπορούν να παίξουν αυτό τον ρόλο αλλά προφανώς µόνο για µικρές αποστάσεις καθώς έχουν µικρή “διάρκεια ζωής”. Για µετάδοση πυρκαγιάς σε µεγάλες αποστάσεις οι κάφτρες πρέπει να έχουν κατάλληλαχαρακτηριστικά.
Για να είναι ένα τεµαχίδιο καύσιµης ύλης κατάλληλο για να λειτουργήσει σαν κάφτρα πρέπει να είναι εύκολο να αποκολληθεί από την υπόλοιπη καύσιµη ύλη και να ανυψωθεί µε τη δύναµη της επαγωγικής στήλης που δηµιουργεί η πυρκαγιά. Αυτό εξαρτάται από τη θέση του στο χώρο (απόσταση από το έδαφος, ύπαρξη καιγόµενης ύλης κάτω από αυτό), τον τρόπο προσκόλλησής του στην υπόλοιπη δασική ύλη µεγάλων διαστάσεων (όσο ευκολότερη η αποκόλληση τόσο µεγαλύτερος ο αριθµός από κάφτρες), αλλά και τα αεροδυναµικά του χαρακτηριστικά (υψηλός αεροδυναµικός συντελεστής). Ακόµη, το τεµαχίδιο πρέπει να είναι εύφλεκτο και αρκετά µεγάλο για να καίει για αρκετή ώρα ώστε να φθάσει αναµµένο στο έδαφος, ενώ παράλληλα πρέπει να είναι ελαφρύ (χαµηλό ειδικό βάρος) για να µεταφερθεί µακριά από τον άνεµο µόλις βγει από την άµεση άνωση της επαγωγικής στήλης της πυρκαγιάς.
Από τα παραπάνω είναι εµφανές ότι η πιθανότητα µετάδοσης µε κάφτρες σε µεγάλες αποστάσεις διαφέρει ανάλογα µε το δασικό τύπο εξαρτώµενη από την ευκολία δηµιουργίας καφτρών και τα χαρακτηριστικά αυτών.
Παραδείγµατος χάρη, ο φλοιός ορισµένων ειδών ευκαλύπτου (Eucalyptus sp.) δηµιουργεί ιδανικές κάφτρες: ευρίσκεται υψηλότερα από την παρεδάφια βλάστηση και νεκρή καύσιµη ύλη, ανάβει µε ετοιµότητα, αποκολλάται εύκολα σε µεγάλα τµήµατα που καίνε για πολλή ώρα, έχει χαµηλό ειδικό βάρος και παρουσιάζει αρκετά µεγάλη αντίσταση στον άνεµο (έχει υψηλό αεροδυναµικό συντελεστή).
Στις περίφηµες µεγάλες πυρκαγιές της 16ης Φεβρουαρίου του 1983 στην Αυστραλία (Ash Wednesday fires) στις οποίες χάθηκαν εβδοµήντα πέντε άτοµα, εκατοντάδες χιλιάδες ζώα και καταστράφηκαν 2.539 κατοικίες, παρατηρήθηκε µετάδοση µε κάφτρες σε αποστάσεις µέχρι 10 χλµ. κάνοντας ουσιαστικά αδύνατη τη δασοπυρόσβεση όσο επικρατούσαν οι ακραίες καιρικές συνθήκες που προκάλεσαν τη θεοµηνία (Dorgelo 1984).
Άλλη σηµαντική πηγή καφτρών είναι τα νεκρά ιστάµενα δέντρα. Ο φλοιός αυτών των δένδρων είναι ξερός και αποκολλάται εύκολα.
Επίσης τµήµατα του κορµού (κορυφή, κλαδιά) σε προχωρηµένη σήψη είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα και έχουν χαµηλό ειδικό βάρος. Όλα αυτά γίνονται ιδανικές κάφτρες που µπορούν να µεταδώσουν την πυρκαγιά σε µεγάλες αποστάσεις ενώ παράλληλα όταν το ιστάµενο δένδρο ανάψει παράγει µεγάλο αριθµό από σπίθες που εύκολα δηµιουργούν νέες εστίες σε µικρή απόσταση (Brown and Davis 1973).Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι πυρκαγιές που καίνε στον υπόροφο σπάνια προκαλούν µετάδοση µε κάφτρες σε σηµαντική απόσταση.
Ο ανώροφος αποτελεί εµπόδιο που σταµατάει τις κάφτρες αλλά και δυσκολεύει τη δηµιουργία ισχυρής επαγωγικής στήλης (Andrews and Chase 1989).
2.2. Απόσταση µεταφοράς καφτρών
Η µετάδοση της πυρκαγιάς µε κάφτρες γίνεται σε απόσταση από το µέτωπο που ποικίλλει από µερικά µέτρα µέχρι αρκετά χιλιόµετρα και περιγράφεται αντίστοιχα σαν µετάδοση µικρής (µερικές δεκάδες µέτρα) ή µεγάλης (εκατοντάδες ή και χιλιάδες µέτρα) εµβέλειας.
Η πιο σηµαντική διαφορά µεταξύ τους, εκτός από την ίδια την απόσταση µετάδοσης, είναι το εάν οι κάφτρες σηκώνονται υψηλά από την επαγωγική στήλη και µεταφέρονται σε σηµεία πέρα από εκεί όπου θα βρίσκεται το µέτωπο της κυρίως πυρκαγιάς σε µερικά λεπτά.
Η µετάδοση µικρής εµβέλειας γενικά δηµιουργεί πολύ λιγότερα προβλήµατα από ότι η µετάδοση σε µεγάλη απόσταση.
Η τροχιά που ακολουθεί µία κάφτρα και κατά συνέπεια η τελική απόσταση µετάδοσης εξαρτάται από πολλούς αλληλοεπηρεαζόµενους παράγοντες σηµαντικότεροι των οποίων είναι:
α. Η ένταση της φλόγας του µετώπου (kW/m). Όσο µεγαλύτερη αυτή τόσο µεγαλύτερο το αρχικό ύψος στο οποίο µπορούν να µεταφερθούν οι κάφτρες. Για το δασοπυροσβέστη το µέσο µήκος συνεχούς φλόγας αποτελεί την καλύτερη ένδειξη αυτής της έντασης.
β. Η ένταση, η φορά και τα χαρακτηριστικά του πεδίου του ανέµου. Όσο ισχυρότερος ο άνεµος τόσο µεγαλύτερη η απόσταση µεταφοράς για το ίδιο αρχικό ύψος.
γ. Τα χαρακτηριστικά της κάφτρας (αεροδυναµικός συντελεστής, µέγεθος, βάρος). Ο συνδυασµός τους επηρεάζει τόσο το µέγιστο αρχικό ύψος όσο και το ρυθµό πτώσης καθώς µεταφέρεται από τον άνεµο.
δ. Το ανάγλυφο. Ανάλογα µε το πόσο απότοµο είναι και σε συνάρτηση µε τη θέση στην πλαγιά από όπου προέρχεται η κάφτρα (βάση πλαγιάς, µέση, κορυφή), επηρεάζει σηµαντικά την τελική τροχιά της.
2.3. Η πιθανότητα δηµιουργίας νέων εστιών
Για να δηµιουργηθεί µια νέα εστία στο σηµείο όπου προσγειώνεται µία κάφτρα απαιτείται προφανώς να υπάρχει εκεί συνεχής νεκρή εύφλεκτη καύσιµη ύλη λεπτών διαστάσεων (ξερά χόρτα, βελόνες).
Η αποτελεσµατική όµως µεταφορά θερµότητας δεν είναι πάντα εξασφαλισµένη καθώς αυτό εξαρτάται από τον τρόπο και το ακριβές σηµείο στο οποίο εναποτίθεται η κάφτρα.
Η πιθανότητα Π(Ε) έναρξης καινούριας εστίας στο σηµείο αυτό κυµαίνεται πάρα πολύ εξαρτώµενη από τους εξής παράγοντες:
α. Τα χαρακτηριστικά της κάφτρας ως πηγής θερµότητας.
Εδώ περιλαµβάνεται το µέγεθος της κάφτρας, από το οποίο εξαρτάται η διάρκεια καύσης αλλά και η ένταση της εκλυόµενης θερµότητας. Ο άνεµος µπορεί να βοηθήσει στην αύξηση της έκλυσης θερµότητας όπως συµβαίνει στην περίπτωση των αναµµένων τσιγάρων.
β. Την ευκολία έναυσης της καύσιµης ύλης.
Η ζωντανή καύσιµη ύλη αλλά και η νεκρή καύσιµη ύλη µεγάλων διαστάσεων κατά κανόνα αναφλέγονται πολύ δύσκολα. Εξαίρεση αποτελούν οι νεκροί κατακείµενοι κορµοί που είναι σε κατάσταση προχωρηµένης σήψης. Για τη νεκρή λεπτή καύσιµη ύλη.
3. Μετάδοση µε κάφτρες στις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η µετάδοση µεγάλης εµβέλειας είναι συνηθισµένο φαινόµενο στις πυρκαγιές δασών χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis) ιδιαίτερα όταν υπάρχει πυκνός υπόροφος αειφύλλων πλατυφύλλων που η ανάφλεξή του προκαλεί ανάφλεξη και της κόµης των πεύκων ενώ παράλληλα δίνει την ενέργεια για τη δηµιουργία ισχυρής επαγωγικής στήλης. Οι πιο συνηθισµένες κάφτρες είναι οι λεπτές άκρες των κλαδιών (2-3 mm) µε τις βελόνες τους, φύλλα θάµνων και ιδιαίτερα αναρριχώµενων φυτών όπως ο αρκουδόβατος (Smilax aspera) και τµήµατα από τους κώνους των πεύκων (κουκουνάρες).
Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι η επικρατούσα σε ορισµένους αντίληψη ότι οι κώνοι εκρήγνυνται και εκτοξεύονται σε απόσταση εκατοντάδων µέτρων δεν δικαιολογείται από τη γνώση των φυσικών δυνάµεων που ενεργούν αλλά και από παρατηρήσεις στην πράξη (Καϊλίδης 1990). Οι κλειστοί κώνοι πράγµατι ανοίγουν µε τη θερµότητα της πυρκαγιάς απελευθερώνοντας τους σπόρους τους. Φλεγόµενα τµήµατά τους ή και ολόκληροι κώνοι είναι δυνατό να αρπαχθούν από την επαγωγική στήλη χάρη στον υψηλό τους αεροδυναµικό συντελεστή και να γίνουν αποτελεσµατικές κάφτρες µεταφέροντας την πυρκαγιά µερικές εκατοντάδες µέτρα.
Ιδιαίτερα προβλήµατα δηµιουργεί η απόσπαση των κώνων από τα κλαδιά και η κύλισή τους µε τη βαρύτητα προς τα κατάντη της πλαγιάς, όταν υπάρχει µεγάλη κλίση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα το άναµµα νέας φωτιάς χαµηλά στο βάθος της χαράδρας η οποία µε τη βοήθεια της κλίσης αρχίζει καινούρια εξάπλωση προς τα επάνω δηµιουργώντας κίνδυνο για τους δασοπυροσβέστες.
Εκτός από τους κώνους, κατακείµενοι κορµοί και κλαδιά µπορούν επίσης να κυλήσουν δηµιουργώντας αντίστοιχα προβλήµατα.Μικρότερα είναι κατά κανόνα τα προβλήµατα δηµιουργίας νέων εστιών σε µεγάλη απόσταση σε πυρκαγιές αειφύλλων πλατυφύλλων χωρίς ανώροφο τόσο από µεταφορά καφτρών µε τον άνεµο όσο και από κύλιση φλεγοµένων τεµαχιδίων προς τα κατάντη.
4. Πρόβλεψη της µέγιστης απόστασης δηµιουργίας νέων εστιών από κάφτρες
Η πρόβλεψη της µέγιστης απόστασης στην οποία είναι δυνατό να δηµιουργηθούν νέες εστίες από κάφτρες µπορεί να βοηθήσει σηµαντικά στο σχεδιασµό αντιµετώπισης µεγάλων πυρκαγιών και τη µείωση των κινδύνων για τους δασοπυροσβέστες. Επίσης, η γνώση αυτή µπορεί να βοηθήσει στην εκτίµηση για την πιθανή προέλευση µιας δεύτερης πυρκαγιάς (εµπρησµός ή μετάδοση µε κάφτρα).
Η πρόβλεψη του βεληνεκούς που µπορούν να έχουν οι κάφτρες είναι οπωσδήποτε περίπλοκη. Τα υπάρχοντα µοντέλα για το σκοπό αυτό είναι λίγα, περίπλοκα και ατελή και τα δεδοµένα που απαιτούνται είναι αρκετά.
Το πιο ολοκληρωµένο βοήθηµα που υπάρχει για το σκοπό αυτό είναι το σύστηµα πρόβλεψης συµπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών BEHAVE της Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ και συγκεκριµένα το υποσύστηµά του BURN-Part 2 (Andrews and Chase 1989). Στο υποσύστηµα αυτό περιλαµβάνεται ένα πολύπλοκο µοντέλο υπολογισµού της δυνατής απόστασης µετάδοσης πυρκαγιάς µε κάφτρες που προέρχονται από µεµονωµένα δέντρα (Albini 1979), καιγόµενους σωρούς δασικής καύσιµης ύλης (Albini 1981) αλλά και πυρκαγιές επιφανείας που οδηγούνται από τον άνεµο (Albini 1983).
Στην εργασία του Albini έγιναν αρκετές απλοποιήσεις από τους Chase (1984) και Morris (1987) για την αποτελεσµατική ενσωµάτωση του µοντέλου στο BEHAVE.[....]
Ο Καϊλίδης (1990) δείχνει σε φωτογραφίες φύλλα Smilax aspera που µεταφέρθηκαν µε µικρή ταχύτητα ανέµου σε απόσταση µέχρι 2 χλµ. και κλαδάκια διαµέτρου 2-3 mm που έφθασαν µέχρι 1 χλµ από το µέτωπο στη µεγάλη πυρκαγιά της Κασσάνδρας του Ιουλίου 1981.Συχνά η απόσταση µετάδοσης στην Ελλάδα φθάνει τα 500-900 m (κλαδάκια διαµέτρου 2-4 mm, άνεµος 6 µπωφόρ), µε περισσότερο συνηθισµένη την περίπτωση µετάδοσης στα 100-200 m (Καϊλίδης 1990).
5. Αντιµετώπιση των πυρκαγιών όταν υπάρχει µετάδοση µε κάφτρες
Η µετάδοση µε κάφτρες αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα και κινδύνους πουαντιµετωπίζουν οι δυνάµεις δασοπυρόσβεσης. Σε περίπτωση µεγάλης πυρκαγιάς υψηλής έντασης συνοδευόµενης από µαζική µετάδοση µε κάφτρες σε µεγάλες αποστάσεις [ } 500-800 m] η αντιµετώπιση είναι ουσιαστικά αδύνατη (Brown and Davis 1973) όταν υπάρχει συνέχεια καύσιµης ύλης. Η τοποθέτηση δασοπυροσβεστικών δυνάµεων µπροστά από το κινούµενο µέτωπο είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη και κατά κανόνα αναποτελεσµατική. Ο εγκλωβισµός τους είναι πολύ πιθανός και γι’ αυτό πρέπει να επιχειρείται µόνο όταν υπάρχει ανάγκη προστασίας κάποιων ευαίσθητων εγκαταστάσεων και µε την προϋπόθεση ύπαρξης αποψιλωµένων ζωνών ασφαλείας και διεξόδων διαφυγής.
Οι δυνάµεις της δασικής και της πυροσβεστικής υπηρεσίας που λανθασµένα τοποθετούνται πάνω σε δρόµους µπροστά από το µέτωπο, συνήθως αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή όταν πλησιάσουν οι φλόγες γιατί δέχονται καπνό, θερµά αέρια και ένταση ακτινοβολίας πέρα από τα ανεκτά όρια ενώ παράλληλα διαπιστώνουν ότι η πυρκαγιά έχει µεταδοθεί πίσω τους.Σε τέτοιες περιπτώσεις η σωστή αντιµετώπιση είναι η προσπάθεια κατάσβεσης των πλευρών και των νώτων της πυρκαγιάς ώστε να µειωθεί η καιγόµενη έκταση και να αποφευχθεί η µετατροπή τους σε νέα µέτωπα σε περίπτωση αλλαγής της κατεύθυνσης του ανέµου.
Παράλληλα, σε αναµονή βελτίωσης των συνθηκών (καιρικών, καύσιµης ύλης, τοπογραφίας), πρέπει να γίνεται προσπάθεια καλού σχεδιασµού για την αντιµετώπιση της πυρκαγιάς µε επαρκείς δυνάµεις από πλεονεκτική θέση.
Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνεται έγκαιρα προσπάθεια αποµάκρυνσης των πολιτών γιατί µη γνωρίζοντας τον κίνδυνο µπορούν εύκολα να βρεθούν εγκλωβισµένοι από τις φλόγες.Τα παραπάνω συνήθως συµβαίνουν υπό ακραίες συνθήκες (ταχύτητα ανέµου >50 χλµ/ώρα για τη µεταφορά σε µεγάλες αποστάσεις, υγρασία λεπτής νεκρής καύσιµης ύλης <6-7%).>6. Συµπεράσµατα
Από τα παραπάνω είναι εµφανές ότι η µετάδοση πυρκαγιών µε κάφτρες αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι δυνάµεις δασοπυρόσβεσης. Η επιπόλαιη αντιµετώπιση µιας τέτοιας πυρκαγιάς µπορεί στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει στη σπατάλη προσπαθειών του προσωπικού και στη χειρότερη να θέσει ζωές και οχήµατα σε κίνδυνο εγκλωβισµού από τις φλόγες.
Απαιτείται καλός σχεδιασµός που να αναγνωρίζει τα όρια του εφικτού αλλά και τις υπάρχουσες ευκαιρίες και οπωσδήποτε καλός συντονισµός µε σωστή αξιοποίηση δυνάµεων για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της πυρκαγιάς στον συντοµότερο δυνατό χρόνο.
Πηγή: http://floraattica.blogspot.com/2007/08/blog-post_26.html
doctor
_________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Albini, F. A. (1979). Spot fire distance from burning trees - a predictive model. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-56. 73 p.
Albini, F. A. (1981). Spot fire distance from isolated sources - extensions of a predictive model. USDA For. Serv. Res. Note INT-309. 9 p.
Albini, F. A. (1983). Potential spotting distance from wind-driven surface fires. USDA For. Serv. Res. Paper INT-309. 27 p.
Anderson, H. E. 1969. Heat transfer and fire spread. USDA For. Serv. Res. Pap. INT-69. 20 p.Andrews, P. L. and Chase, C. H. (1989). BEHAVE: Fire behavior prediction and fuel modeling system - BURN subsystem, part 2. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-260. 93 p.
Blackmarr, W. H. 1972. Moisture content influences ignitability of slash pine litter. Res. Note SE-173. 7 p.
Brown, J. K. 1970. Ratios of surface area to volume for common fine fuels. For. Sci. 16 (1): 101-105.
Brown, A. A., and K. P. Davis. 1973. Forest fire: control and use. 2nd edition. McGraw-Hill Inc., New York. 686 p.
Chase, C. H. (1984). Spotting distance from wind-driven surface fires - extensions of equations for pocket calculators. USDA For. Serv. Res. Note INT-346. 21 p.
Dorgelo, T. H. 1984. The Ash Wednesday fires of 1983 in South Eastern Αustralia. pp. 38-52. In proceedings of the 2nd International Scientific-Technical Symposium on "Progress in Fighting Fires and Catastrophes from the Air", March 1984, Bremen, Germany. Deutscher Gemeindeverlag - Verlag W. Kohlhammer. 268 p.
Καϊλίδης, Δ. 1990. Δασικές πυρκαγιές. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη. 510 σελ.
Morris, G. A. (1987). A simple method for computing spotting distance from wind-driven surface fires. USDA For. Serv. Res. Note INT-374. 6 p.
Rothermel, R. C. (1983). How to predict the spread rate and intensity of forest and range fires. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-143. 161 p.
Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007
Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007
Το Δημόσιο, οι εκλογές και το "σύστημα"

Παρακάτω παρουσιάζεται το "προεκλογικό κλίμα" των πρώτων εκλογικών αναμετρήσεων από το 1844 και εντεύθεν, αλλά και το greek dream που ήταν, είναι και θα είναι μια θέση στο Δημόσιο.
Διαβάζοντας τα παρακάτω, έρχεται η σκέψη: "Σαν να μην πέρασε μια μέρα..."
Από το έξοχο βιβλίο "Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια"[σελ.148-153] (πληροφορίες για το βιβλίο και τους συγγραφείς σε παλαιότερό μου ποστ: http://dimitrisdoctor.blogspot.com/2007/07/macedonian-slavs.html
Η σταδιοδρομία στο Δημόσιο υπήρξε, αμέσως μετά την σύσταση της ανεξάρτητης πολιτείας, η κυριότερη επιδίωξη των ελεύθερων πλέον ελλήνων.
Η αναζήτηση μιας θέσης στο Δημόσιο ακόμα και όταν οι αποδοχές από αυτήν ήταν χαμηλές και επισφαλείς, ακόμα και όταν υπήρχαν ευκαιρίες ασύγκριτα πιο δελεαστικές στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και τότε το δημόσιο δεν έπαυε να συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των ελληνικών οικογενειών.
Η εξήγηση μάλλον βρίσκεται στη βαθύτατα ριζωμένη καθώς φαίνεται ανασφάλεια των ελλήνων, η οποία δεν εξέλιπε όταν άρθηκαν οι συνθήκες που την είχαν δημιουργήσει και τροφοδοτήσει, όταν δηλαδή εγκαθιδρύθηκε ελληνική ανεξάρτητη και ευνομούμενη πολιτεία.
Η αναζήτηση μιας θέσης στο δημόσιο είχε ως κίνητρο όχι μόνο – ή όχι τόσο- τις υλικές απολαβές που εξασφάλιζε αυτή, όσο το αίσθημα ασφάλειας που παρείχε η ταύτιση με την εξουσία, η αίσθηση του κατόχου της θέσης ότι αποτελούσε μέλος της λέσχης των ισχυρών αρχόντων, οι οποίοι αποφάσιζαν για τις τύχες των ανίσχυρων αρχομένων. Μια τέτοια θέση, ακόμα και μια ταπεινή θέση στο γραφείο του τοπικού πολιτευτή, αναβίβαζε τον κάτοχό της από εκείνους που καλούνταν πάντοτε να δίνουν, σε εκείνους που είχαν να λαβαίνουν, από τους πολλούς δότες στους ολίγους δέκτες των ευεργετημάτων της εξουσίας.
Η πολιτική υπήρξε ο ιμάντας που κινούσε τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών, ο τροφοδότης του δημοσίου με τους θεσιθήρες πελάτες των πολιτικών, το όχημα που οδηγούσε στη γη της επαγγελίας.
Όλοι θεωρητικά μπορούσαν να διεκδικήσουν ή να ονειρευτούν μια θέση στον επίγειο παράδεισο, λίγοι όμως κατόρθωναν να την κερδίσουν, όχι απαραίτητα όσοι διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά οι «φίλοι» του πολιτευτή ή του βουλευτή.
Ο βουλευτής, με την ιδιότητα του μεσάζοντας μεταξύ της εξουσίας και των αρχομένων εκλογέων του, είχε την ανάγκη «φίλων», πελατών που αποτελούσαν τα ερείσματά του. Η προκήρυξη εκλογών κινητοποιούσε των κύκλο των φίλων του υποψήφιου βουλευτή, τον μηχανισμό εκείνο χωρίς τον οποίο δεν ήταν σε θέση να κατακτήσει την επίζηλη έδρα στην βουλή.
Οι λόγοι στις πλατείες και το κομματικό χρίσμα συνέβαλλαν στην προβολή του υποψηφίου, απαραίτητος όμως ήταν ο κύκλος των πολιτικών φίλων, αυτών που έργο τους ήταν να εκπονήσουν το σχέδιο εξασφάλισης ψήφων, να επισκεφτούν τους δικούς τους «φίλους» και τους ψηφοφόρους, να διερευνήσουν τις ανάγκες του καθενός και να δώσουν στον καθένα τις δέουσες υποσχέσεις, να τους δελεάσουν με την προσφορά των αναμενόμενων κατά περίπτωση ευεργετημάτων όταν ερχόταν ο εκλεκτός τους εν τη βασιλεία του.

Για τους εκλογείς η προκήρυξη εκλογών σήμαινε την έναρξη μιας διαδικασίας που απαιτούσε όλη την προσοχή τους και όλα τα προσόντα που διέθεταν ή έπρεπε να πείσουν πως διαθέτουν.
Γίνονταν αποδέκτες υποσχέσεων, και οι υποσχέσεις ήταν ευθέως ανάλογες προς τις ψήφους που «ήλεγχαν». Οι εκλογείς έπρεπε να δεχτούν τους φίλους όλων των υποψηφίων, να ακούσουν τις προσφορές όλων και να μην απορρίψουν κανενός τις υποσχέσεις, όσο απατηλές και αν ήταν, να διαπραγματευτούν με τους υποψηφίους ή τους φίλους τους ψήφους έναντι ευεργετημάτων, εν ανάγκη να δώσουν τις ψήφους της οικογένειας σε περισσότερους του ενός υποψηφίους.
Για λίγο, όσο διαρκούσε ο προεκλογικός αγώνας, ο ανίσχυρος και άσημος αρχόμενος βρισκόταν στο κέντρο της πολιτικής ζωής του τόπου: δεχόταν τις υποσχέσεις και τις φιλοφρονήσεις των αρχόντων, του απηύθυναν τον λόγο, ήταν εκλογέας.
Αυτή όμως ήταν η μία όψη του προεκλογικού «νομίσματος», η οποία συνήθως προκαλούσε τα πικρόχολα σχόλια των κυνικών παρατηρητών που πίστευαν ότι ο προεκλογικός αγώνας ήταν μια θεατρική παράσταση που κάθε φορά επιβεβαίωνε την αναξιοπιστία των πολιτικών και την αφέλεια των πολιτών.
Τα ευεργετήματα της συναλλαγής ήταν για εκείνους τους εκλογείς που κατόρθωναν να πείσουν τους υποψηφίους ή τους φίλους τους πως αποτελούσαν υπολογίσιμους παράγοντες της πολιτικής ζωής. Το ευεργέτημα δεν ήταν μόνο το αντάλλαγμα της προεκλογικής συναλλαγής, αλλά και η αμοιβαία υπόσχεση συνεχούς συνεργασίας των δύο συμβαλλόμενων μερών.
Η νομιμοποίηση κάποιας καταπάτησης δημόσιας γης, η παρέμβαση για την επίσπευση των χρονοβόρων διατυπώσεων που απαιτούσαν διάφορες συναλλαγές με το δημόσιο, η επίλυση κάποιας διαφοράς με επικίνδυνους αντιδίκους, πάνω απ’όλα όμως η «θέση» στο δημόσια ήταν τα επιδιωκόμενα και προσφερόμενα ευεργετήματα.
Αυτά και άλλα συναφή ευεργετήματα θεωρήθηκαν παρεκβάσεις που αλλοίωναν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος και αποδόθηκαν με τον αρνητικό όρο «ρουσφέτι».
Αυτού του είδους ο χαρακτηρισμός ωστόσο δεν αποδίδει την πραγματικότητα.
Τα ευεργετήματα από τη συναλλαγή των αιρετών αρχόντων με τους αρχομένους εκλογείς δεν ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα, δεν ήταν ούτε καν παρεκβάσεις από το κανονικό, ήταν ο κανόνας, το ίδιο το «σύστημα» που είχε γίνει αποδεκτό από την εποχή του Αγώνα.
Εξαιρέσεις και παρεκβάσεις στο «σύστημα» συνιστούσαν οι νόμοι και οι διάφοροι κανονισμοί που θέσπιζαν όλοι εκείνοι που μάχονταν εναντίον του «συστήματος», αλλά που και αυτοί υπέκυπταν, αργά ή γρήγορα, και συνθηκολογούσαν με το «σύστημα».
Το «σύστημα» ήταν ακαταμάχητο, αξιόπιστο, σοφό, λειτουργούσε δε με τη βεβαιότητα που εμπνέουν τα φυσικά φαινόμενα και κινούσε ολόκληρη την χώρα για την άλωση του δημοσίου και την εκποίησή του.
Καμπή στην εξέλιξη του «συστήματος» της άλωσης του δημοσίου μέσω των ευεργετημάτων της πολιτικής αποτέλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη και του Βενιζέλου που θέσπισαν την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στην προστασία της κρατικής μηχανής από τις παρεμβάσεις των πολιτικών και στην αύξηση της αποδοτικότητάς της, εξασφάλισαν τον θρίαμβο του «συστήματος», αφενός επειδή αύξησαν δραματικά την αξία και συνεπώς και την ζήτηση των θέσεων του δημοσίου, αφετέρου επειδή συνέβαλαν στη συνεχή διόγκωση της κρατικής μηχανής.

Δημόσιοι υπάλληλοι το 1927 στο Δημοτικό Κήπο Κιλκίς
Πριν από την θέσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κάθε αλλαγή κυβέρνησης στην εξουσία σήμαινε και εκτεταμένες αλλαγές στις δημόσιες υπηρεσίες: αποχωρούσαν οι ευεργετηθέντες της κυβέρνησης που εγκατέλειπε την εξουσία, για να πάρουν τις θέσεις τους οι ευνοούμενοι της νέας κυβέρνησης.
Με τη θέσπιση της μονιμότητας, η κάθε κυβέρνηση απλώς πρόσθετε τους ευνοούμενούς της στους ευνοούμενους των προκατόχων κυβερνήσεων.
Οι περήφανοι λειτουργοί της κρατικής μηχανής, οι επί χρόνια πολιορκητές του δημοσίου, οι συχνά ταπεινωθέντες και εξαπατηθέντες υπηρέτες του «συστήματος» ήταν τώρα οι εκλεκτοί του «συστήματος»- οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Οι χθεσινοί ταπεινοί αλλά ακάματοι υπηρέτες του «συστήματος» ήταν τώρα οι αφέντες του τόπου- υπολογίσιμοι από τις κυβερνήσεις που έρχονταν και παρέρχονταν, υπολογίσιμοι από τους συναλλασσόμενους πολίτες.
Η ασφάλεια της μονιμότητας ωστόσο δεν άλλαξε τη σχέση του κατόχου της θέσης στο δημόσιο με το ίδιο το δημόσιο.
Το δημόσιο συνέχισε να θεωρείται ο εκτός της οικογενείας χώρος του πολέμου, της αρπαγής και της λεηλασίας.
Τα «τυχερά» της υπηρεσίας, από τα δώρα των ευεργετηθέντων πολιτών έως τις εκβιαστικές απαιτήσεις σεβαστών ποσών για την εξυπηρέτηση, ήταν τα λύτρα που καλούνταν να καταβάλλουν οι πολίτες που ετίθεντο σε καθεστώς ομηρίας όταν έπρεπε να λύσουν ζητήματά τους στις υπηρεσίες του δημοσίου.
Η υπογραφή και η σφραγίδα του αφέντη κατόχου της δημόσιας θέσης, τα σύμβολα της ισχύος του, είχαν την τιμή τους.
Με τη λεία από τις επιδρομές του κατοχυρωμένη και αδιαμφισβήτητη, ο αφέντης επέστρεφε στην οικογένειά του, όπου ήταν καλός πατέρας, αδερφός, σύζυγος και γιος.
Στις σπάνιες και διακριτικές επικρίσεις του «συστήματος» από τους ελάχιστους ειλικρινείς υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών που καλλιεργήθηκε στη Δύση, έσπευδαν κατά κανόνα να διαμαρτυρηθούν για την προσβολή της εθνικής φιλοτιμίας, των ελληνικών «ιδιαιτεροτήτων», της ελληνικής οικογένειας οι αυτόκλητοι πάντοτε υπερασπιστές της «ελληνικής πραγματικότητας εν ονόματι των εθνικών παραδόσεων.
Από μια άποψη το «σύστημα» υπήρξε μια από τις ανθεκτικότερες εθνικές παραδόσεις των ελλήνων: Όρθωσε περήφανα το ανάστημά του στους εξ Ευρώπης ανακαινιστές, στον Καποδίστρια, στους Βαυαρούς και σε όλους όσους ακολούθησαν, τους απομόνωσε ή τους εξόντωσε.
***
Αντί επιλόγου, αφήνω τον μεγάλο Εμμανουήλ Ροΐδη να μας θυμίσει ότι πάντα υπήρχαν άνθρωποι που δεν έτρωγαν κουτόχορτο:
"Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος:
«Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’αναγιγνώσκωσι και ν’ανορθογραφώσιν, εχόντως χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσιν» […]
Η θέσις των παρ’ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα. Απαραλλάκτως και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρωνον δια δημοσίων χρημάτων, ήτοι δια θέσεων περιττών.
Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτον επολυπλασιάσθη προϊόντος του χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας και βασιλεία και κυβέρνησις και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου.
Πηγή: Εμμανουήλ Ροΐδης, Άπαντα, επιμ.Άλκης Αγγέλου, Αθήνα, 1978, τομ.Β’ σελ.138 από το σατυρικό έντυπο «Ασμοδαίος», 9 Ιουνίου 1875 και σελ.198 από το ίδιο έντυπο, 11 Ιουλίου 1876.
doctor
Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007
Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007
Stockholm and Hamburg
Δεν ξέρω πόσο σας παιδεύει ο blogger όταν ανεβάζετε φωτογραφίες, εμένα πάντως μου σπάει τα νεύρα.
Ειδικά όταν κάτω από κάθε φωτογραφία θέλω να βάλω μια περιγραφή. Εκεί μου'ρχεται να σπάσω τον υπολογιστή.
Ενώ στην προεπισκόπηση όλα φαίνονται καλά, μόλις κάνω δημοσίευση, τα κείμενα "φεύγουν" δεξιά και αριστερά.
Τέλος πάντων, ας δώσω τόπο στην οργή.
Λόγω καλοκαιριού και για να δροσιστούμε λίγο, δημοσιεύω μερικές φωτογραφίες που έχω πάρει σε Στοκχόλμη και Αμβούργο.
Hamburg, Germany.

Ειδικά όταν κάτω από κάθε φωτογραφία θέλω να βάλω μια περιγραφή. Εκεί μου'ρχεται να σπάσω τον υπολογιστή.
Ενώ στην προεπισκόπηση όλα φαίνονται καλά, μόλις κάνω δημοσίευση, τα κείμενα "φεύγουν" δεξιά και αριστερά.
Τέλος πάντων, ας δώσω τόπο στην οργή.
Λόγω καλοκαιριού και για να δροσιστούμε λίγο, δημοσιεύω μερικές φωτογραφίες που έχω πάρει σε Στοκχόλμη και Αμβούργο.
Hamburg, Germany.
Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007
Το πιθάρι

Τι πιο δροσερό για τις καυτές ημέρες του Ιούλη;
Σαν φέτα δροσερό καρπούζι.
Είναι μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες, η οποία πέραν από τον εύθυμο τόνο της, κρύβει ένα βαθύ νόημα.
Διαβάστε την και θα δείτε!
Λουΐτζι Πιραντέλλο
TO ΠΙΘΑΡΙ
ΓΕΜΑΤΕΣ ΟΙ ΕΛΙΕΣ και τούτη τη χρονιά. Γερά δέντρα, προκομμένα, φορτωμένα πέρσι, ξανακάρπισαν φέτος όλες, παρά το χιόνι που τις βρήκε στον ανθό.
Ο Τζίραφα έκανε ένα γύρο στα κτήματά του από το Κότε ως το Πριμοσόλε, και προβλέποντας πως δε θα έφταναν τα πέντε παλιά κιούπια που είχε στην αποδόχη για το λάδι, της καινούριας σοδιάς, παράγγειλε στην ώρα του ένα άλλο πιο μεγάλο ακόμα στο Σάντο Στέφανο της Καμάστρα, εκεί που τα έφτιαχναν. Ψηλό κοντά ένα μπόι, χώρια το κεφάλι, γερό, φαρδύ, το καλύτερο απ' όλα.
Είχε στήσει γερό καβγά με τον καμινά γι' αυτό το πιθάρι. Μα και με ποιον δεν τα 'βάζε ο ντον Λολό Τζίραφα; Για το καθετί, το παραμικρό, για ένα πετραδάκι που έπεφτε από το φράχτη, για ένα άχυρο, φώναζε να του σελώσουν τη φοράδα να τρέξει στην πόλη να κάνει μήνυση. Έτσι με τα παράβολα, τα δικαστικά έξοδα και τις αμοιβές των δικηγόρων, κόντευε να καταστραφεί.
Λέγανε πως ο νομικός του σύμβουλος βαρέθηκε να τον βλέπει μπροστά του δυο τρεις φορές την εβδομάδα, και για να τον ξεφορτωθεί του χάρισε ένα βιβλιαράκι σαν σύνοψη. Ήταν ο κώδικας για να ψάχνει και να βρίσκει μόνος του, αν είχαν νομική βάση οι αγώνες που σκόπευε ν' αρχίσει.
Παλιότερα, όλοι όσοι είχαν προστριβές μαζί του, του φώναζαν, για να τον πάρουν στο ψιλό:
- Σέλωσε τη φοράδα! Τώρα, όμως:
- Το βιβλίο! Το βιβλίο! Συμβουλέψου τον κώδικα!
Κι ο ντον Λολό απαντούσε:
- Σίγουρα! Και θα σας τυλίξω όλους σε μια κόλα χαρτί, βρωμόσκυλα!
Τούτο το καινούριο πιθάρι, πληρωμένο μετρητά τέσσερα τάλιρα κουδουνιστά, το στέγασαν προσωρινά σ' ένα βαθύ κατώι, ώσπου να κάνουν χώρο στην αποθήκη. Ήταν στ' αλήθεια κρίμα να βλέπεις ένα τόσο όμορφο πιθάρι μέσα σ' εκείνη την τρώγλη που μύριζε μούστο κιεκείνη τη στυφή, διαπεραστική μυρωδιά των χώρων όπου δεν μπαίνει φως κι αέρας.
Εδώ και δυο μέρες είχε αρχίσει το ράβδισμα της ελιάς κι ο ντον Λολό ήταν στις φούριες του. Έτρεχε σαν τρελός ανάμεσα στους ραβδιστάδες και στους αγωγιάτες που κουβάλαγαν με τα μουλάρια κοπριά και την άδειαζαν σωρούς στην πλαγιά για το λίπασμα της καινούριας εποχής. Δεν ήξερε με ποιον να τα πρωτοβάλει. Βλαστήμαγε σαν Τούρκος κι απειλούσε με κεραυνούς κι ετούτους και τους άλλους αν έλειπε μια ελιά - μάλιστα, μία ελιά - λες και τις είχε μετρήσει όλες, μία μία, πάνω στα δέντρα. Με την άσπρη καπελαδούρα του, το πουκάμισο ξεκούμπωτο, τα μανίκια ανασκουμπωμένα, κάθιδρος, έτρεχε από δω κι από κει, αγριεμένος, ξύνοντας με λύσσα τα ξυρισμένα μάγουλά του, όπου το γένι ξαναφύτρωνε προτού προλάβει να φύγει καλά καλά το ξυράφι από πάνω τους.
Ώσπου λοιπόν, το απομεσήμερο της τρίτης μέρας τρεις από τους χωρικούς που ράβδιζαν τα δέντρα, μπαίνοντας στο κατώγι για ν' ακουμπήσουν τις σκάλες και τα μπαστούνια, απόμειναν βουβοί βλέποντας τ' όμορφο, κατακαίνουριο πιθάρι ανοιγμένο στη μέση.
- Κοιτάχτε! Κοιτάχτε!
- Ποιος να το 'κανε;
- Ωχ, μάνα μου! Ποιος τον ακούει τώρα τον ντον Λολό! Το καινούριο πιθάρι! Τι κρίμα!
Ο πρώτος, πιο φοβιτσιάρης απ' όλους, πρότεινε να κλείσουν αμέσως την πόρτα και να φύγουν ήσυχα ήσυχα, αφήνοντας απ' έξω, ακουμπισμένες στον τοίχο, σκάλες και ραβδιά. Μα ο δεύτερος:
- Μουρλαθήκατε; Με τον ντον Λολό; Είναι ικανός να πιστέψει πως του το σπάσαμε εμείς. Εδώ, όλοι, ασάλευτοι!
Βγήκε έξω από το κατώγι, έκανε τα χέρια του χωνί και φώναξε:
- Ντον Λολό! Έι ...έι, ντον Λολόοοο!
Να τον, εκεί πέρα με τους εργάτες που κουβαλούσαν την κοπριά. Χειρονομούσε έξαλλος όπως πάντα, δίνοντας κάθε τόσο μια σπρωξιά στην άσπρη καπελαδούρα του που πότε του έπεφτε ως τα μάτια, πότε πίσω στο λαιμό. Ο ουρανός είχε βαφτεί πορφυρός από τις στερνές αχτίδες του ήλιου που έγερνε στη δύση και μέσα στη γαλήνη και τη δροσούλα που έπεφταν στην εξοχή με το σούρουπο, ξεχώριζαν ακόμα πιο έντονα οι κινήσεις ετούτου του μόνιμα οργισμένου ανθρώπου.
- Ντον Λολό! Έι...ντονΛολόοο!
Σαν πλησίασε κι είδε τη ζημιά έκανε σαν τρελός. Στην αρχή ρίχτηκε και στους τρεις. Άρπαξε τον έναν από το λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο, φωνάζοντας:
- Μα την Παναγία, θα μου το πληρώσετε!
Ρίχτηκαν πάνω του οι άλλοι δυο και τον σταμάτησαν και τότε έστρεψε τη λύσσα του στον ίδιο του τον εαυτό. Πέταξε το καπέλο κατάχαμα, έσυρε τα νύχια στα μάγουλά του χτυπώντας τα πόδια κι έπιασε να θρηνεί σαν να μοιρολογούσε πεθαμένο.
- Το καινούριο πιθάρι! Το πιθάρι μου! Τέσσερα τάλιρα! Άπιαστο ακόμα!
Ήθελε να μάθει ποιος του το είχε σπάσει. Ήταν δυνατό να σπάσει από μόνο του; Κάποιος πρέπει να το έσπασε από κακία, από ζήλια! Μα πότε; Πώς; Δεν φαίνονταν πουθενά ίχνη βίας. Να είχε έρθει ραϊσμένο από το εργαστήρι; Μα πώς! Κουδούνιζε σαν καμπάνα!...
Σαν είδαν οι χωρικοί πως καταλάγιασε η πρώτη μανία, έπιασαν να τον παρηγορούν,
να τον καθησυχάζουν. Το πιθάρι μπορούσε να φτιαχτεί. Δεν είχε σπάσει άσχημα. Ένα κομμάτι μόνο. Ένας καλός κανατάς θα μπορούσε να το μπαλώσει και θα γινόταν πάλι καινούριο. Κι ήταν κι αυτός ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, που είχε ανακαλύψει μια θαυματουργή κόλλα που κρατούσε ζηλότυπα το μυστικό της: μια κόλλα που ούτε με σφυρί δεν μπορούσες να την ξεκολλήσεις σαν έπιανε. Αν ήθελε λοιπόν, ο ντον Λολό, αύριο με το χάραμα θα ερχόταν εδώ ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι, και το πιθάρι του θα γινόταν καλύτερο κι από πρώτα.
Ο ντον Λολό αρνιόταν γιατί όλα ήταν ανώφελα και δεν υπήρχε γιατριά. Στο τέλος όμως υποχώρησε, άφησε να τον πείσουν κι έτσι το άλλο πρωί μόλις χάραξε, ο μπαρμπα-Ντίμα Λικάζι παρουσιάστηκε στο Πριμοσόλε με το καλάθι με τα σύνεργα στην πλάτη.
Ήταν ένας γέρος στραβοκάνης, με τις αρθρώσεις όλο κόμπους σαν τον κορμό γέρικης ελιάς. Τις κουβέντες του τις έπαιρνες από το στόμα με το αγκίστρι. Μόνιμα κατσούφης και θλιβερός, πίστευε πως κανένας δεν μπορούσε να εκτιμήσει την εφεύρεσή του που ήταν ακόμα χωρίς πατέντα. Και γι' αυτό κοίταζε πάντα μπρος και πίσω, για να μην του κλέψουν το μυστικό.
- Δείξε μου αυτή την κόλλα. Ήταν το πρώτο που του είπε ο ντον Λολό, αφού τον περιεργάστηκε δύσπιστα, από την κορφή ως τα νύχια.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έγνεψε όχι με το κεφάλι, όλος αξιοπρέπεια.
- θα δείτε στην πράξη.
- θα γίνει καλό;

Ο μπαρμπα-Ντίμα ακούμπησε στη γη το καλάθι κι έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο μαντίλι από κόκκινο βαμβακερό πανί τριμμένο και χιλιοτυλιγμένο. Έπιασε να το ξεδιπλώνει αργά αργά -μέσα στη γενική προσοχή και περιέργεια- κι όταν στο τέλος ξεπρόβαλε από μέσα ένα ζευγάρι γυαλιά με σπασμένα μπράτσα, δεμένα με σπάγγο, αυτός στέναξε κι οι άλλοι γέλασαν. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν έδωσε σημασία. Σκούπισε τα δάχτυλα προτού πιάσει τα γυαλιά, τα φόρεσε κι ύστερα βάλθηκε να εξετάζει με μεγάλη σοβαρότητα το πιθάρι που το είχαν βγάλει στο αλώνι.
- Καλό θα γίνει, αποφάνθηκε.
- Μόνο με την κόλλα δε βασίζομαι, δήλωσε ο Τζίραφο. Θέλω και στηρίγματα.
- Φεύγω! απάντησε ο μπαρμπα-Ντίμα και ξανάβαλε το καλάθι στην πλάτη του. Ο ντον Λολό τον άρπαξε από το μπράτσο.
- Πού πας; Για δες ύφος! Ούτε ο Καρλομάγνος! Χριστιανέ μου, εκεί μέσα θα βάλω λάδι και το λάδι ιδρώνει! Ένα μίλι σπάσιμο, μόνο με την κόλλα θα το κολλήσεις; Θέλω και στηρίγματα! Κόλλα και στηρίγματα! Εγώ προστάζω.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τα χείλια και κούνησε το κεφάλι. Όλοι ίδιοι! Του αρνιόνταν την ευχαρίστηση να κάνει καθαρή δουλειά, ευσυνείδητη, τεχνική και ν' αποδείξει την αξία της κόλλας του.
- Αν το πιθάρι δεν κουδουνάει πάλι σαν καμπάνα... άρχισε.
- Δεν ακούω τίποτα τον διέκοψε ο ντον Λολό. Θέλω και στηρίγματα! Πληρώνω και για τα δυο. Πόσα θέλεις;
-Για την κόλλα μόνο...
- Θεέ μου, τι κεφάλι! Πώς να σου μιλήσω; Είπα, θέλω και στηρίγματα. Συνεννοηθήκαμε; Δεν έχω καιρό για χάσιμο!
Κι έφυγε να πάει να τα βάλει με τους ανθρώπους του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έπεσε στη δουλειά φουσκωμένος από οργή και πείσμα. Και η οργή και το πείσμα φούντωναν κάθε φορά που έβαζε το τρυπάνι στο πιθάρι και στο σπασμένο κομμάτι, για να περάσει ένα σύρμα και να γίνει η ραφή. Σε κάθε τρύπα μούγκριζε, το μάτι του αγρίευε, το μούτρο του γινόταν όλο και πιο πράσινο από τη χολή. Σαν τέλειωσε ετούτη η πρώτη δουλειά, πέταξε με λύσσα το τρυπάνι στο καλάθι. Τοποθέτησε το σπασμένο κομμάτι στο πιθάρι για να δει αν ταίριαζαν οι τρύπες κι αν ήταν σε ίσια απόσταση, κι ύστερα, με την τανάλια έκοψε τόσα κομματάκια σύρμα όσα κι οι ραφές που έπρεπε να κάνει και φώναξε για βοήθεια έναν από τους χωρικούς που ράβδιζαν τις ελιές.
- Κουράγιο, μπαρμπα-Ντίμα, του είπε αυτός, βλέποντας το αλλοιωμένο πρόσωπο του.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έκανε μια οργισμένη κίνηση. Άνοιξε το σιδερένιο κουτί που είχε την κόλλα, το ύψωσε στον ουρανό σαν να 'θελε να το προσφέρει στον Θεό, μια και οι άνθρωποι δεν ήθελαν ν' αναγνωρίσουν την αξία του˙ κι ύστερα άρχισε, με το δάχτυλο, να την αλείφει γύρω γύρω στο σπασμένο κομμάτι. Πήρε την τανάλια και τα κομματάκια το σύρμα που είχε ετοιμάσει από πριν, μπήκε μέσα στην ανοιχτή κοιλιά του πιθαριού και πρόσταξε το χωρικό να τοποθετήσει το κομμάτι έτσι όπως είχε κάνει ο ίδιος λίγο πριν. Και προτού αρχίσει να κάνει τις ραφές, φώναξε, από μέσα, στο χωρικό:
- Τράβα! Τράβα μ' όλη σου τη δύναμη! Δες, ξεκολλάει; Ανάθεμά τον όποιον δεν πιστεύει! Χτύπα, χτύπα! Σημαίνει ναι ή όχι, σαν καμπάνα κι ας είμαι κι εγώ μέσα; Μπρος, πήγαινε να το πεις στον αφέντη σου.
- Όποιος είναι από πάνω προστάζει, μπαρμπα-Ντίμα, στέναξε ο χωρικός. Κι όποιος είναι από κάτω, βρίσκει τον μπελά του. Βάλε τα στηρίγματα, κατά πως το θέλει!
Κι ο μπαρμπα-Ντίμα έπιασε να περνάει κάθε κομματάκι σύρμα από τις δυο τρύπες, από τη μια κι από την άλλη μεριά της ρωγμής. Και με την τανάλια, έστριβε τις δυο άκριες. Του πήρε μια ώρα να τα περάσει όλα. Ο ιδρώτας ποτάμι, μέσα στο πιθάρι. Δούλευε και κλαιγόταν για την κακή του τύχη. Κι ο χωρικός απ' έξω, τον παρηγορούσε.
- Τώρα, βοήθα με να βγω, του είπε στο τέλος ο μπαρμπα-Ντίμα.
Μα το πιθάρι όσο φαρδιά κοιλιά είχε, τόσο είχε και στενό λαιμό. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα στη λύσσα του, δεν το είχε προσέξει. Τώρα, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε, μα τρόπο να βγει δεν έβρισκε. Κι ο χωρικός, αντί να τον βοηθήσει, χτυπιόταν από τα γέλια. Φυλακισμένος, φυλακισμένος εκεί μέσα στο πιθάρι που το είχε μπαλώσει ο ίδιος, το είχε κάνει σαν καινούριο και τώρα, για να βγει, δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά να το σπάσει πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά αγιάτρευτα.
Με τις φωνές και με τα γέλια, έτρεξε κι ο ντον Λολό. Ο μπαρμπα-Ντίμα μέσα στο πιθάρι, ίδιος αγριεμένος γάτος.
- Βγάλτε με! ούρλιαξε. Για τον Θεό, θέλω να βγω! Αμέσως! Βοηθήστε με! Ο ντον Λολό έμεινε στην αρχή άλαλος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
- Μα πώς; Εκεί μέσα; Ράφτηκε μέσα;
Πλησίασε στο πιθάρι και φώναξε στο γέρο:
- Βοήθεια; Πώς να σε βοηθήσω, ξεμωραμένε γέρο; Δεν έπρεπε να πάρεις πρώτα τα μέτρα; Εμπρός, δοκίμασε: βγάλε έξω το ένα χέρι... έτσι! και το κεφάλι... άντε... όχι, σιγά!.,. Περίμενε! όχι έτσι!... Μα πώς τα κατάφερες; Και το πιθάρι τώρα; Ηρεμία. Ηρεμία! σύστηνε στους γύρω λες κι οι άλλοι είχαν χάσει την ηρεμία τους.
- Μου φούντωσε το κεφάλι! Ηρεμία! Ετούτη είναι καινούρια περίπτωση... Τη φοράδα!
Και χτύπησε με τα νύχια του το πιθάρι. Στ' αλήθεια, σήμαινε σαν καμπάνα.
- Ωραία! Καινούριο από την αρχή... Περιμένετε! είπε στον φυλακισμένο. Σέλωσέ μου τη φοράδα! πρόσταξε το χωρικό και ξύνοντας το κούτελό του, συνέχισε μονολογώντας:
- Μα για δες τι μου έτυχε! Ετούτο δω δεν είναι πιθάρι, είναι εργαλείο του διαβόλου!
Κι έτρεξε στο πιθάρι, όπου ο μπαρμπα-Ντίμα χτυπιόταν σαν ζώο πιασμένο στο δόκανο.
- Καινούρια περίπτωση, αγαπητέ μου, που πρέπει να τη λύσει ο δικηγόρος. Τη φοράδα! Τη φοράδα! Πάω κι έρχομαι! Κάντε υπομονή! Για το συμφέρο σου... Ήσυχα! Κι εγώ θα κοιτάξω το δικό μου. Και πρώτ' απ' όλα, για να διατηρήσω τα δικαιώματά μου, θα κάνω το χρέος μου. Ορίστε: σου πληρώνω τη δουλειά, το μεροκάματο. Πέντε λίρες. Σε φτάνουν;
-Δε θέλω τίποτα! ούρλιαξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Θέλω να βγω!
- Θα βγεις. Μα στο μεταξύ εγώ σε πληρώνω. Ορίστε, πέντε λίρες. Τις έβγαλε από την τσέπη του σακακιού και τις έριξε στο πιθάρι. Κι ύστερα ρώτησε με έγνοια:
- Κολάτσισες; Ψωμί και προσφάι, γρήγορα! Δεν θέλεις; Πέτα το στα σκυλιά! Εγώ πάντως στο έδωσα.
Παράγγειλε να του το δώσουν, πήδησε στη σέλα και δρόμο, καλπάζοντας για την πόλη. Όσοι τον είδαν, νόμισαν πως πήγαινε να κλειστεί στο τρελοκομείο, τόσο παλαβά χειρονομούσε.
Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να περιμένει στον προθάλαμο του δικηγόρου. Μα αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να σταματήσει αυτός τα γέλια, όταν του εξέθεσε την περίπτωση.
- Με συγχωρείτε, πού το βρίσκετε το αστείο; Η αφεντιά σας δεν καίγεται. Δικό μου είναι το πιθάρι!
Μα αυτός εξακολουθούσε να γελάει κι ήθελε να του ξαναδιηγηθεί το περιστατικό, και δώσ' του καινούριο γέλιο. Ώστε μέσα ε; Ράφτηκε μέσα; Κι αυτός, ο ντονΛολό, τι σκόπευε να κάνει; Να... να τον κρατήσει μέσα... χα... χα... χα... μέσα... χαχαχά, για να μη χάσει το κιούπι;
- Πρέπει να το χάσω; ρώτησε ο ντον Λολό σφίγγοντας τις γροθιές. Κι η ζημιά και το ρεζιλίκι;
- Μα ξέρετε πώς λέγεται αυτό; του είπε στο τέλος, ο δικηγόρος. Λέγεται παράνομος κράτησις προσώπου!
- Κράτηση; Και ποιος τον κράτησε; Μόνος του μπήκε εκεί μέσα! Τι φταίω εγώ;
Ο δικηγόρος του εξήγησε τότε πως υπήρχαν δυο περιπτώσεις: από τη δική του τη μεριά, ο ντον Λολό έπρεπε να ελευθερώσει αμέσως το φυλακισμένο για να μην κατηγορηθεί για παράνομο κράτηση. Από την άλλη, ο μάστορης έπρεπε να λογοδοτήσει για τη ζημιά που είχε κάνει με την απερισκεψία ή την επιπολαιότητά του.
- Α! ο Τζίραφα πήρε ανάσα. Θα μου πληρώσει το πιθάρι!
- Σιγά! τον έκοψε ο δικηγόρος. Όχι, βέβαια, σαν να ήταν καινούριο!
-Και γιατί;
- Μα γιατί ήταν σπασμένο! Τι στην ευχή!
- Σπασμένο; Όχι, κύριέ μου! Ήταν γερό, ολόγερο! Καλύτερο από καινούριο, το είπε κι ο ίδιος! Και τώρα αν το σπάσω δεν μπορώ να το ξανακολλήσω. Θα πάει χαμένο το πιθάρι, κύριε δικηγόρε!
Ο δικηγόρος τον βεβαίωσε πως θα το λάβαινε υπόψη του, και θα τον έβαζε να το πληρώσει στην κατάσταση που ήταν τώρα.
- Βάλτε τον να το εκτιμήσει μόνος του, τον συμβούλεψε.
- Χρυσόστομε! φώναξε ο ντον Λολό κι έφυγε τρέχοντας.
Σαν γύρισε, κατά το βραδάκι, βρήκε τους χωρικούς να έχουν στήσει πανηγύρι γύρω από το κατοικημένο πιθάρι. Ακόμα κι ο σκύλος έπαιρνε μέρος, πηδώντας και γαβγίζοντας. Ο μπαρμπα-Ντίμα δεν ήταν μόνο ήρεμος, αλλά είχε αρχίσει να διασκεδάζει με την παράξενη περιπέτειά του και γελούσε με την καρδιά του.
Ο Τζίραφα τους παραμέρισε όλους κι έσκυψε πάνω από το πιθάρι.
-Α! Είσαι καλά;
- Περίκαλα! Στη δροσιά. Πιο καλά κι από το σπίτι μου, του αποκρίθηκε ο γέρος.
- Χαίρομαι. Λοιπόν, σε πληροφορώ πως ετούτο το πιθάρι μου κόστισε, καινούριο, τέσσερα τάλιρα. Πόσο πιστεύεις πως αξίζει τώρα;
- Με μένα μέσα; ρώτησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
Γέλια οι χωριάτες.
- Σιωπή! φώναξε ο Τζίραφα. 'Ενα από τα δυο: ή η κόλλα σου αξίζει κάτι ή δεν αξίζει τίποτα. Αν δεν αξίζει τίποτα, είσαι απατεώνας. Αν αξίζει κάτι, το πιθάρι πρέπει να έχει, έτσι όπως είναι, κάποια τιμή. Ποια; Κάνε εσύ την εκτίμηση.
Ο μπαρμπα-Ντίμα απόμεινε να συλλογιέται για λίγο κι ύστερα είπε:
- Αποκρίνομαι. Αν με είχες αφήσει να το κολλήσω μόνο με την κόλλα, όπως ήθελα εγώ, πρώτα πρώτα, δεν θα βρισκόμουνα εδώ μέσα και το πιθάρι θα είχε πάνω κάτω την αρχική του αξία. Έτσι μπαλωμένο με τούτες τις ραφές, που έπρεπε αναγκαστικά να τις κάνω από μέσα, τι τιμή μπορεί να έχει, ούτε το τρίτο απ' όσο άξιζε καλά καλά.
- Ένα τρίτο; ρώτησε ο Τζίραφα. Ένα τάλιρο και τριάντα τρία;
- Λιγότερο ναι, περισσότερο όχι.
- Ε λοιπόν, είπε ο ντον Λολό, ας περάσει ο λόγος σου και δώσ' μου ένα τάλιρο και τριάντα τρία.
- Τι πράγμα; έκανε ο μπαρμπα-Ντίμα σαν να μην είχε ακούσει.
- Σπάω το κιούπι για να βγεις, κι εσύ με πληρώνεις σύμφωνα με την εκτίμησή σου, έτσι είπε ο δικηγόρος.
- Να πληρώσω εγώ; τσίριξε ο μπαρμπα-Ντίμα. Αστειεύεται η αφεντιά σου; Εδώ μέσα θα κάτσω, να πιάσω σκουλήκια.
Και βγάζοντας, με κάποιο ζόρι αλήθεια, μια κοκάλινη πίπα από την τσέπη του, την άναψε και βάλθηκε να καπνίζει διώχνοντας τον καπνό από το λαιμό του πιθαριού.
Ο ντον Λολό έμεινε άναυδος. Ετούτη την περίπτωση, να μη θέλει να βγει ο μπαρμπα-Ντίμα από το πιθάρι, ούτε αυτός, ούτε ο δικηγόρος την είχαν προβλέψει. Και τώρα τι γινόταν; Πώς θα λυνόταν το πρόβλημα; Πήγε να προστάξει και πάλι:
- Τη φοράδα! Μα σκέφτηκε πως είχε νυχτώσει πια.
-Α, έτσι; ρώτησε. Θέλεις να εγκατασταθείς στο πιθάρι μου; Είσαστε μάρτυρες όλοι! Δεν θέλει να βγει για να μην πληρώσει. Αύριο θα σου κάνω μήνυση για καταχρηστική διαμονή και επειδή μου παρεμποδίζεις τη χρήση του πιθαριού.
Ο μπαρμπα-Ντίμα έστειλε πρώτα άλλο ένα σύννεφο καπνού κι ύστερ' απάντησε ατάραχος:
- Όχι κύριε. Εγώ δεν εμποδίζω τίποτα. Μήπως κάθομαι εδώ μέσα γιατί μου κάνει κέφι; Βγάλτε με κι εγώ φεύγω ευχαρίστως. Αλλά να πληρώσω... ούτε γι' αστείο, αφέντη μου!
Ο ντον Λολό σήκωσε το πόδι του, σ' ένα ξέσπασμα λύσσας, και έκανε να κλωτσήσει το πιθάρι˙ μα συγκρατήθηκε. Αντίθετα, το αγκάλιασε με τα δυο χέρια και το τράνταξε μ' όλη του τη δύναμη.
- Βλέπεις τι αξίζει η κόλλα μου, του είπε ο μπαρμπα-Ντίμα από μέσα.
- Χολέρα! μούγκρισε ο Τζίραφα. Ποιος σε αδίκησε, εγώ ή εσύ; Και πρέπει να πληρώσω εγώ; Μείνε εκεί και πέθανε από την πείνα. Θα δούμε ποιος θα νικήσει!
Κι έφυγε χωρίς να σκεφτεί τις πέντε λίρες που του είχε ρίξει στο πιθάρι, το πρωί. Μ' αυτά τα λεφτά, ο μπαρμπα-Ντίμα σκέφτηκε να το γλεντήσει με τους χωρικούς που άργησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους κι έμειναν να περάσουν τη νύχτα τους στο αλώνι. 'Ενας πήγε να ψωνίσει στην ταβέρνα, εκεί κοντά. Και λες και το 'κανε επίτηδες, είχε και μια πανσέληνο που θαρρείς και ήταν μέρα.
Κάποια ώρα, ο ντον Λολό που είχε πλαγιάσει ξύπνησε από ένα σαματά της κόλασης. Βγήκε στο μπαλκόνι κι εκεί, στο αλώνι, κάτω από το φεγγάρι, αντίκρισε μύριους διαβόλους: οι χωρικοί μεθυσμένοι, πιασμένοι χέρι χέρι, χόρευαν γύρω από το κιούπι. Ο μπαρμπα-Ντίμα, μέσα, τραγουδούσε, ξελαρυγγιαζόταν.
Αυτή τη φορά, ο ντον Λολό δεν κρατήθηκε. Όρμησε σαν αφηνιασμένος ταύρος και προτού προλάβουν να τον σταματήσουν, με μια κλωτσιά, έστειλε το πιθάρι να κατρακυλήσει, κάτω στην πλαγιά. Κι αυτό, κατρακυλώντας με συνοδεία τα γέλια και τα ξεφωνητά των μεθυσμένων, πήγε και τσακίστηκε πάνω σε μια ελιά.
Κι έτσι νίκησε ο μπαρμπα-Ντίμα.
μτφρ. Ντίνα Σιδέρη - Κώστας Ασημακόπουλος
*********
Έξοχο δείγμα του σατιρικού ρεαλισμού του Πιραντέλλο, «το Πιθάρι» επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση δύο εκκεντρικών και εξίσου αδιάλλακτων τύπων, που εκπροσωπούν διαφορετικούς κόσμους. Η περηφάνια του λαϊκού μάστορα συγκρούεται με την απληστία του δικομανούς κτηματία και αντιτάσσει στην δική του απόλυτη αλλά στρεβλή λογική την καταλυτική δύναμη του παραλόγου (ο μάστορας δηλώνει διατεθειμένος να ζήσει στο πιθάρι).
Μετατρέποντας τον εγκλεισμό του σε διονυσιακό πανηγύρι και ταυτοχρόνως ανακαλύπτοντας την ένδεια και την απομόνωση του φαινομενικά πανίσχυρου αντίδικού του, ο εφευρετικός μάστορας ανατρέπει (με την αμέριστη υποστήριξη της κοινότητας) τους όρους του παιχνιδιού και αναγκάζει τον εξαγριωμένο κτηματία να αποβάλει την δικονομική του πανοπλία και να υποταχτεί στην γήινη και απτή δικαιοσύνη (και στη σοφία της κοινής λογικής).
Η αριστοτεχνικά κινηματογραφική οργάνωση της αφήγησης (που συντέλεσε και στην επιτυχή μεταφορά του διηγήματος στην οθόνη με την ταινία «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι) συμβάλλει στην μετατροπή μιας κατ’ επίφαση ηθογραφικής ιστορίας του ιταλικού Νότου σε ηθικό μύθο, ο οποίος επιβεβαιώνει την ικανότητα του απλού λαού να αντιστέκεται, μέσω της δύναμης του παραλόγου που αρδεύει την παράδοσή του, στον θεσμοθετημένο παραλογισμό των εκμεταλλευτών του.

LUIGI PIRANDELLO (Τζιρτζέντι Σικελίας 1867-Ρώμη 1936).
Ιταλός δραματουργός και πεζογράφος. Σπούδασε νομική και φιλολογία. Βασικά θέματα των θεατρικών κυρίως έργων του είναι η σύγχυση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, το πρόβλημα των πολλών όψεων της αλήθειας, η ανάγκη του ανθρώπου για αυταπάτη. Γι’αυτό και θεωρήθηκε πρόδρομος του μεταπολεμικού θεάτρου του παραλόγου. Τιμήθηκε με το Νομπέλ λογοτεχνίας το 1934.
Έργα του: Αγάπες χωρίς αγάπη (1894), Ο μακαρίτης Ματίας Πασκάλ (μυθιστόρημα 1904), έτσι είναι αν έτσι νομίζετε (θέατρο,1917), έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (θέατρο, 1921), Ερρίκος Δ’ (θέατρο,1922) Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (θέατρο, 1930) κ.α.
http://www.protoporia.gr/protoporia/product.asp?sku=144130&mscssid=HHN5KEK4D5J49MC67NDRMR8TNXGW1D57
doctor
Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007
Macedonian Slavs. Ποιος τους δημιούργησε;
Ποιοι είναι οι σλαβομακεδόνες (Macedonian Slavs) και ποιος τους δημιούργησε σε αυτό το τρελοκομείο που λέγεται Βαλκάνια;

Οι «Βούλγαροι» και οι «Θρακοβούλγαροι» της Μακεδονίας της εποχής του Αγώνα έγιναν μετά τη βουλγαρική πρόκληση του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα «Σλάβοι της Μακεδονίας» και «Σλαβομακεδόνες».
Η ελληνική εθνική ολομέλεια περιλάμβανε πλέον εκτός των ελληνόφωνων Ελλήνων, «ελληνίζοντες Χριστιανούς» δηλαδή «Βλαχόφωνους», «Αλβανόφωνους», «Τουρκόφωνους» και «Βουλγαροφώνους» ή «Σλαβοφώνους». Οι «Σλάβοι της Μακεδονίας» ήταν «καθαρώς ελληνίζοντες» «κρύφα βουλγαρίζοντες» «αναφανδόν βουλγαρίζοντες και αδιαλλάκτως εναντιούμενοι εις τον Ελληνισμόν» στη δεκαετία του 1880, κατά τις εκτιμήσεις των υπευθύνων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη Μακεδονία, στη βάση των εκτιμήσεων του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων [3].
Οι «Σλάβοι» της ιστορικής χώρας δεν «αντικατέστησαν» ωστόσο τους «Βουλγάρους» της Μακεδονίας, αλλά «συμβίωσαν» έως τις μέρες μας στην ελληνική ονοματοθεσία. Ο ένοπλος αγώνας εναντίον των Βουλγάρων στην Μακεδονία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα για την εξασφάλιση περιοχών αποκλειστικής επιρροής δια των σχολείων και των εκκλησιών εισήγαγε και νέα πρόσωπα επί σκηνής.
Στους διπλωμάτες και στους καθηγητές του Εθνικού Πανεπιστημίου προστέθηκαν τώρα δημοσιογράφοι, αξιωματικοί και απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία.
doctor
– Ιστορικόν Αρχείον του Υπουργείου των Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία Β/1921,Β/59.
- Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Φ108, έκθεση με τίτλο «Εθνολογική σύνθεσις του πληθυσμού της περιοχής της Χ’ Μεραρχίας»,9.4.1925.
- Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου-Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα,1988, σελ.85-94.
Αγνοί χωρικοί, απλοί λαοί που επί αιώνες συνυπήρξαν επί τουρκοκρατίας και μάλιστα λόγω της κοινής θρησκείας και των κοινών δεινών που υπέστησαν ένιωθαν πολλά να τους ενώνουν, ξαφνικά έγιναν αντίπαλοι, ενεδύθησαν χλαμύδες και περικεφαλαίες ανακαλύπτοντας προγόνους στα βάθη του χρόνου επηρεασμένοι από το κίνημα του Ρομαντισμού.
Τότε εφευρέθηκαν από όλους αυτούς τους λαούς απίστευτοι μύθοι και παραμυθάκια ώστε να υψωθούν τείχη και συρματοπλέγματα ώστε οι έγκλειστοι σε αυτά να γαλουχηθούν με τα ιδεώδη του έθνους και να αρχίσουν να βλέπουν τον γείτονα με μίσος.
Το κακό είναι ότι αυτοί οι εθνικοί μύθοι και το συνεπαγόμενο εθνικό μίσος συνεχίζουν να κυριαρχούν με αποτέλεσμα τα Βαλκάνια να παραμένουν η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης.
Στο απόσπασμα που παραθέτω στη συνέχεια θα δούμε πως εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε τους σλαβομακεδόνες ως ανάχωμα στον αλυτρωτισμό του νεοσυσταθέντος τότε βουλγαρικού κράτους και σήμερα, 100 και πλέον έτη μετά, ζητάμε να ακυρωθεί το αυτογκόλ που οι ίδιοι βάλαμε.
Για τα δεδομένα βέβαια της εποχής ίσως να έπρεπε για εθνικούς λόγους να δημιουργηθεί αυτή η εθνότητα, πρωταγωνιστήσαμε στην ... δημιουργία της, αλλά στη συνέχεια δεν μας ...βγήκε.
Να ξεκαθαρίσω ότι δεν διαφωνώ με το να ονομάζεται η γειτονική χώρα ως Μακεδονία, αρκεί να αναφέρει ότι ο λόγος της ονομασίας της είναι καθαρά γεωγραφικός και όχι ιστορικός και ότι αναγνωρίζει τα υφιστάμενα σύνορα.
Ιστορικά η Μακεδονία ανήκει στους αρχαίους Μακεδόνες και μόνο.
Τώρα το πως οι σημερινοί κάτοικοι της Μακεδονίας, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πρόσφυγες θεωρούν ευατούς απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι ένα ερώτημα που μόνο η Ψυχολογία μπορεί να απαντήσει.
Σίγουρα πάντως οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Σλάβοι και η επίσημη ιστορία της γείτονος χώρας είναι γελοία εκτός από αντιεπιστημονική, αλλά ελληνικό φύλο.
Η νεοελληνική κοινωνία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τους αρχαίους Μακεδόνες και η πίστη των κατοίκων της Μακεδονίας ότι είναι απευθείας απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου καλύπτει μεν συναισθηματικές ανάγκες αλλά απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα.

Το απόσπαμα που παραθέτω είναι από το βιβλίο "Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια" των Θάνου Βερέμη [1] και Γιάννη Κολιόπουλου [2], εκδόσεις Καστανιώτη, Β’ έκδοση, σελ.103-104.
Ένα βιβλίο που συστήνω (και συνιστώ) για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν μια νηφάλια και τεκμηριωμένη μελέτη για την μετά το 1821 ιστορία της Ελλάδας.
***
Οι «Βούλγαροι» και οι «Θρακοβούλγαροι» της Μακεδονίας της εποχής του Αγώνα έγιναν μετά τη βουλγαρική πρόκληση του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα «Σλάβοι της Μακεδονίας» και «Σλαβομακεδόνες».
Η ελληνική εθνική ολομέλεια περιλάμβανε πλέον εκτός των ελληνόφωνων Ελλήνων, «ελληνίζοντες Χριστιανούς» δηλαδή «Βλαχόφωνους», «Αλβανόφωνους», «Τουρκόφωνους» και «Βουλγαροφώνους» ή «Σλαβοφώνους». Οι «Σλάβοι της Μακεδονίας» ήταν «καθαρώς ελληνίζοντες» «κρύφα βουλγαρίζοντες» «αναφανδόν βουλγαρίζοντες και αδιαλλάκτως εναντιούμενοι εις τον Ελληνισμόν» στη δεκαετία του 1880, κατά τις εκτιμήσεις των υπευθύνων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη Μακεδονία, στη βάση των εκτιμήσεων του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων [3].
Οι «Σλάβοι» της ιστορικής χώρας δεν «αντικατέστησαν» ωστόσο τους «Βουλγάρους» της Μακεδονίας, αλλά «συμβίωσαν» έως τις μέρες μας στην ελληνική ονοματοθεσία. Ο ένοπλος αγώνας εναντίον των Βουλγάρων στην Μακεδονία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα για την εξασφάλιση περιοχών αποκλειστικής επιρροής δια των σχολείων και των εκκλησιών εισήγαγε και νέα πρόσωπα επί σκηνής.
Στους διπλωμάτες και στους καθηγητές του Εθνικού Πανεπιστημίου προστέθηκαν τώρα δημοσιογράφοι, αξιωματικοί και απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία.
1) Κατά τον Νεοκλή Καζάζη, οι «Σλαύοι» της Μακεδονίας διακρίνονταν σε «Σέρβους, Βουλγάρους και σλαυοφώνους Μακεδόνας».
2) Ο Παύλος Μελάς, σε επιστολή του από την Μακεδονία προς τη σύζυγό του Ναταλία, αποκαλούσε τους «σλαυοφώνους Μακεδόνας» του Καζάζη «Μακεδόνες» χωρίς άλλο επιθετικό προσδιορισμό, ενώ
3) ο Στράτης Μυριβήλης, στρατιώτης στο μακεδονικό μέτωπο (1917-1918), τους περιέγραψε ως διαφορετικούς τόσο από τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, όσο και από τους Έλληνες.
4) Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας το 1914 και πρωθυπουργός της χώρας αργότερα Θεμιστοκλής Σοφούλης, σε οδηγίες του προς τους νομάρχες και τους επάρχους της Μακεδονίας, αναφέρεται στους κατοίκους της χώρας που ομιλούσαν την «Μακεδονικήν διάλεκτον».
5) Το 1918, στον εθνολογικό χάρτη που εκτύπωσε η κυβέρνηση του Βενιζέλου στο Λονδίνο υπό την επίβλεψη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ.Σωτηριάδη για να στηριχθούν οι εθνικές διεκδικήσεις στο επικείμενο συνέδριο ειρήνης, οι «Macedonian Slavs» διακρίνονταν από τους «Bulgarians» και τοποθετούνταν μεταξύ του Νέστου και των Λιμνών, προς βορρά των βόρειων ελληνικών συνόρων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου[4].
«Σλάβοι της Μακεδονίας», κατά τον συντάκτη της έκθεσης του Ιδρύματος Κάρνεγκι, που δημοσιεύτηκε την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), ήταν «ένας ευφημισμός που είχε επινοηθεί για να αποκρύψει την ύπαρξη Βουλγάρων στη Μακεδονία».
Με τον συντάκτη της έκθεσης αυτής φαίνεται πως συμφωνούσαν οι συντάκτες της ελληνο-βουλγαρικής Σύμβασης του Νεϊγύ (1919) και της Συνθήκης των Σεβρών (1920), οι οποίοι ονόμαζαν τους «Σλάβους της Μακεδονίας» «Βουλγάρους την φυλήν» και «βουλγαρική μειονότητα» αντίστοιχα. Όπως «βουλγαρική μειονότητα» αναγνώριζε και το θνησιγενές Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924).
Το νεοσύστατο Κ.Κ.Ε. την ίδια εποχή εισήγαγε στη χώρα το αποσταθεροποιητικό σύνθημα για τη σύσταση μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» κατά τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μαζί με τους εξίσου αποσταθεροποιητικούς όρους «Μακεδόνες» και «Μακεδονικός λαός».
2) Ο Παύλος Μελάς, σε επιστολή του από την Μακεδονία προς τη σύζυγό του Ναταλία, αποκαλούσε τους «σλαυοφώνους Μακεδόνας» του Καζάζη «Μακεδόνες» χωρίς άλλο επιθετικό προσδιορισμό, ενώ
3) ο Στράτης Μυριβήλης, στρατιώτης στο μακεδονικό μέτωπο (1917-1918), τους περιέγραψε ως διαφορετικούς τόσο από τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, όσο και από τους Έλληνες.
4) Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας το 1914 και πρωθυπουργός της χώρας αργότερα Θεμιστοκλής Σοφούλης, σε οδηγίες του προς τους νομάρχες και τους επάρχους της Μακεδονίας, αναφέρεται στους κατοίκους της χώρας που ομιλούσαν την «Μακεδονικήν διάλεκτον».
5) Το 1918, στον εθνολογικό χάρτη που εκτύπωσε η κυβέρνηση του Βενιζέλου στο Λονδίνο υπό την επίβλεψη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ.Σωτηριάδη για να στηριχθούν οι εθνικές διεκδικήσεις στο επικείμενο συνέδριο ειρήνης, οι «Macedonian Slavs» διακρίνονταν από τους «Bulgarians» και τοποθετούνταν μεταξύ του Νέστου και των Λιμνών, προς βορρά των βόρειων ελληνικών συνόρων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου[4].
«Σλάβοι της Μακεδονίας», κατά τον συντάκτη της έκθεσης του Ιδρύματος Κάρνεγκι, που δημοσιεύτηκε την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), ήταν «ένας ευφημισμός που είχε επινοηθεί για να αποκρύψει την ύπαρξη Βουλγάρων στη Μακεδονία».
Με τον συντάκτη της έκθεσης αυτής φαίνεται πως συμφωνούσαν οι συντάκτες της ελληνο-βουλγαρικής Σύμβασης του Νεϊγύ (1919) και της Συνθήκης των Σεβρών (1920), οι οποίοι ονόμαζαν τους «Σλάβους της Μακεδονίας» «Βουλγάρους την φυλήν» και «βουλγαρική μειονότητα» αντίστοιχα. Όπως «βουλγαρική μειονότητα» αναγνώριζε και το θνησιγενές Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924).
Το νεοσύστατο Κ.Κ.Ε. την ίδια εποχή εισήγαγε στη χώρα το αποσταθεροποιητικό σύνθημα για τη σύσταση μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» κατά τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μαζί με τους εξίσου αποσταθεροποιητικούς όρους «Μακεδόνες» και «Μακεδονικός λαός».
Οι συντάκτες, τέλος, της εθνικής απογραφής του 1928 αναφέρονταν στους «ομιλούντας την μακεδονοσλαυικήν» [5].
Από τις ενδεικτικές αυτές αναφορές στους πάλαι ποτέ «Βουλγάρους» και κατόπιν «Σλάβους της Μακεδονίας» γίνεται φανερή η αμηχανία και ενίοτε η νευρικότητα εκπροσώπων του εθνικού κράτους των ελλήνων απέναντι σε μια αλλόφωνη κοινότητα της Μακεδονίας η οποία δοκίμασε τις ονοματοθετικές ικανότητες των Ελλήνων όσο καμία άλλη. Αυτές οι ονοματοθετικές παλινωδίες της επίσημης Ελλάδας δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ολισθήματα» ή «σφάλματα» της ελληνικής εθνικής πολιτικής, όπως έχει γίνει στο παρελθόν.
Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν «ασθενή» σημεία της ελληνικής εθνικής επιχειρηματολογίας για την ταυτότητα αυτής της «ανοικονόμητης» αλλόφωνης κοινότητας της ελληνικής Μακεδονίας του παρελθόντος αιώνα.
Απηχούν οι όροι αυτοί την παρατεταμένη και αγωνιώδη προσπάθεια της επίσημης Ελλάδας να αντιμετωπίσει γειτονικές χώρες οι οποίες ούτε φιλικές ήταν προς αυτήν, ούτε υστερούσαν έναντι αυτής σε ονοματοθετικές επιδόσεις.
Από τις ενδεικτικές αυτές αναφορές στους πάλαι ποτέ «Βουλγάρους» και κατόπιν «Σλάβους της Μακεδονίας» γίνεται φανερή η αμηχανία και ενίοτε η νευρικότητα εκπροσώπων του εθνικού κράτους των ελλήνων απέναντι σε μια αλλόφωνη κοινότητα της Μακεδονίας η οποία δοκίμασε τις ονοματοθετικές ικανότητες των Ελλήνων όσο καμία άλλη. Αυτές οι ονοματοθετικές παλινωδίες της επίσημης Ελλάδας δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ολισθήματα» ή «σφάλματα» της ελληνικής εθνικής πολιτικής, όπως έχει γίνει στο παρελθόν.
Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν «ασθενή» σημεία της ελληνικής εθνικής επιχειρηματολογίας για την ταυτότητα αυτής της «ανοικονόμητης» αλλόφωνης κοινότητας της ελληνικής Μακεδονίας του παρελθόντος αιώνα.
Απηχούν οι όροι αυτοί την παρατεταμένη και αγωνιώδη προσπάθεια της επίσημης Ελλάδας να αντιμετωπίσει γειτονικές χώρες οι οποίες ούτε φιλικές ήταν προς αυτήν, ούτε υστερούσαν έναντι αυτής σε ονοματοθετικές επιδόσεις.
doctor
_______________________________________________________
Σημειώσεις/Βιβλιογραφία/Πηγές:
[1] Ο Θάνος Βερέμης σπούδασε πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και στην Οξφόρδη. Από το 1977 διετέλεσε επιμελητής στην έδρα Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, το 1978 έγινε Research Associate του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (Λονδίνο), το 1983 υπήρξε επισκέπτης ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard, το 1987 επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Princeton, και το 1993-1994 επισκέπτης καθηγητής στο St.Antony’s College της Οξφόρδης. Από το 1987 είναι καθηγητής πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ από το 1988 έως το 1994 υπήρξε διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), και έως το 2000 πρόεδρός του.
Από το 2001 έως το 2003 ήταν Constantine Karamanlis Professor στο Fletcher School of Law and Diplomacy.
Το 2004 έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
[1] Ο Θάνος Βερέμης σπούδασε πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και στην Οξφόρδη. Από το 1977 διετέλεσε επιμελητής στην έδρα Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, το 1978 έγινε Research Associate του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (Λονδίνο), το 1983 υπήρξε επισκέπτης ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard, το 1987 επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Princeton, και το 1993-1994 επισκέπτης καθηγητής στο St.Antony’s College της Οξφόρδης. Από το 1987 είναι καθηγητής πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ από το 1988 έως το 1994 υπήρξε διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), και έως το 2000 πρόεδρός του.
Από το 2001 έως το 2003 ήταν Constantine Karamanlis Professor στο Fletcher School of Law and Diplomacy.
Το 2004 έγινε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
[2] Ο Γιάννης Σ. Κολιόπουλος είναι καθηγητής ιστορίας των νεώτερων χρόνων στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είναι επίσης αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου Αίμου, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηριώσεως (ΚΕΠΙΤ) του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνος, αντιπρόεδρος της της Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Δ.Μακεδονίας, μέλος του επταμελούς συμβουλίου του ΑΠΘ και μέλος της εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Είναι επίσης αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου Αίμου, μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Κέντρου Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηριώσεως (ΚΕΠΙΤ) του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνος, αντιπρόεδρος της της Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Δ.Μακεδονίας, μέλος του επταμελούς συμβουλίου του ΑΠΘ και μέλος της εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
[3]
- Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων. Η δράσις του συλλόγου κατά την εκατονταετία 1869-1969, ο.π. σ.87-88.
- Ιωάννης Ν.Καλοστύπης, Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας,ο.π. σ.68 κ.εξ.
- Σοφία Βούρη, Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας, 1870-1904, ο.π. σ.48,52-53,59.
- Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914) ο.π. σ.341. Βλ.επίσης φυλλάδιο της εποχής του Συνεδρίου του Βερολίνου.
- Θ.Α.Πασχίδης, Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω ελληνισμώ μετά προσαρτήματος περί των Ελληνοβλάχων και Βουλγάρων, Αθήνα 1879, σ.31-37
- Gunnar Hering, “Die Bulgaren in der Schriften griechischer Intellektueller in der ersten Hälfte des 19 Jahrhunderts”, στο Nostos.Gesammelte Schriften zur Sudosteuropaischen Geschichte, Hrsg. Maria A. Stasinopoulou, Peter Lang, Frankfurt 1995, S.49-72, όπου ο ερευνητής διακρίνει την αλλαγή στην αντιμετώπιση των Βουλγάρων στα μέσα του 19ου αιώνα.
4.
- Νεοκλής Καζάζης, το μακεδονικόν πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 1992 (β’ εκδ.) σ.406.
- Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1964, σ.239,241,242-243.
- Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, Αθήνα 1993 (κθ’ εκδ.) κεφ. «Ζάβαλη μάικω», σ.225 κ.εξ.
- Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του γενικού διοικητού Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1914, σ.148-152.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ.91, όπου εθνολογικός χάρτης της εποχής.
5.
- Ο εν Αθήναις Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων. Η δράσις του συλλόγου κατά την εκατονταετία 1869-1969, ο.π. σ.87-88.
- Ιωάννης Ν.Καλοστύπης, Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας,ο.π. σ.68 κ.εξ.
- Σοφία Βούρη, Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας, 1870-1904, ο.π. σ.48,52-53,59.
- Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914) ο.π. σ.341. Βλ.επίσης φυλλάδιο της εποχής του Συνεδρίου του Βερολίνου.
- Θ.Α.Πασχίδης, Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω ελληνισμώ μετά προσαρτήματος περί των Ελληνοβλάχων και Βουλγάρων, Αθήνα 1879, σ.31-37
- Gunnar Hering, “Die Bulgaren in der Schriften griechischer Intellektueller in der ersten Hälfte des 19 Jahrhunderts”, στο Nostos.Gesammelte Schriften zur Sudosteuropaischen Geschichte, Hrsg. Maria A. Stasinopoulou, Peter Lang, Frankfurt 1995, S.49-72, όπου ο ερευνητής διακρίνει την αλλαγή στην αντιμετώπιση των Βουλγάρων στα μέσα του 19ου αιώνα.
4.
- Νεοκλής Καζάζης, το μακεδονικόν πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 1992 (β’ εκδ.) σ.406.
- Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1964, σ.239,241,242-243.
- Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, Αθήνα 1993 (κθ’ εκδ.) κεφ. «Ζάβαλη μάικω», σ.225 κ.εξ.
- Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, Συλλογή οργανικών διατάξεων, εγκυκλίων, διαταγών και οδηγιών του γενικού διοικητού Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1914, σ.148-152.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ.91, όπου εθνολογικός χάρτης της εποχής.
5.
– Ιστορικόν Αρχείον του Υπουργείου των Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία Β/1921,Β/59.
- Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Φ108, έκθεση με τίτλο «Εθνολογική σύνθεσις του πληθυσμού της περιοχής της Χ’ Μεραρχίας»,9.4.1925.
- Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου-Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα,1988, σελ.85-94.
Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007
«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

Μπέρτολτ Μπρεχτ
«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» ρώτησε τον κ.Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;»
«Σίγουρα» απάντησε αυτός.
«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στην θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο κα ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν π.χ. ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν που και που μεγάλες γιορτές στο νερό, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά.Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία μέσα σε αυτές τις κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν π.χ. τη γεωγραφία για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες που θα βρίσκονταν κάπου τεμπελιάζοντας.
Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών.
Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον.Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή.
Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα από αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις.
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια.
Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια.
Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά.
Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο.
Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θα απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σε αυτούς και τέχνη.
Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο.
Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών.
Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι.
Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζε η αληθινή ζωή.
Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά από αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα.
Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές.
Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκι και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κ.τ.λ.
Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στην θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι.
***********
Πρωτοδημοσιευμένο το 1949, το «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι», είναι η εκτενέστερη από τις «Ιστορίες του κ.Κόινερ», έργου που γράφτηκε σε διάστημα τριάντα χρόνων (1926-1956) και αποτελείται από 87 σύντομες αφηγήσεις.
Συνθέτοντας και διαπλέκοντας μεγάλη ποικιλία αφηγηματικών τύπων, από τον κινέζικο φιλοσοφικό διάλογο ως τον αφορισμό και τη διδακτική παραβολή, ο Μπρεχτ παρουσιάζει τον τρόπο σκέψης ενός προσώπου απαλλαγμένου από ατομικά χαρακτηριστικά (κατά το φίλο και μελετητή του Μπρεχτ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, το όνομα του κ.Κόινερ παραπέμπει ταυτοχρόνως στο οδυσσειακό «Ούτις» [γερμ.Keiner] και στο ελληνικό επίθετο κοινός).
Το «αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι» ανατρέχει στον τύπο της παραβολικής «ιστορίας με ζώα» για να υπονομεύσει, από μαρξιστική οπτική γωνία, τους θεσμούς που συνθέτουν τον καπιταλιστικό πολιτισμό (εκπαίδευση, τέχνη, περίθαλψη, εκκλησία, στρατός, κοινωνική πρόνοια) και τις αξίες που αυτοί προάγουν (φιλανθρωπία, ηρωισμός, αυτοθυσία, εθνικισμός, κοινωνική αναρρίχηση κ.α.).
Προβάλλοντας την πολιτική και ιδεολογική δομή του αστικού συστήματος στον κόσμο των ψαριών, ο Μπρεχτ δημιουργεί μια σατιρική δυστοπία, στην οποία ο αναγνώστης αναγνωρίζει αυτομάτως τον κόσμο του και τον ρόλο που ο κόσμος αυτός επιφυλάσσει για τον ίδιο.
Η ειρωνική και χιουμοριστική προσέγγιση της κοινωνικής αγριότητας και ο αριστοτεχνικός χειρισμός του συνοπτικού παραλληλισμού (που εκτελείται απνευστί, σαν προφορική μονοκοντυλιά) απομακρύνουν τον κίνδυνο του ανιαρού διδακτισμού και επιτρέπουν στη σύντομη ιστορία να λειτουργήσει ως παιγνιώδες ερέθισμα για πολιτική σκέψη.

BERTOLT BRECHT (Άουσμπουργκ 1898- Βερολίνο 1956).
Γερμανός ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, θεωρητικός του θεάτρου και σκηνοθέτης. Σπούδασε ιατρική και άρχισε να ασχολείται με το θέατρο από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Άσκησε τεράστια επίδραση στο παγκόσμιο μεταπολεμικό θέατρο κυρίως με τη θεωρία του για το επικό θέατρο, στόχος του οποίου είναι η κριτική αντιμετώπιση των γεγονότων από τα πρόσωπα του έργου, αλλά και η κριτική στάση του τηλεθεατή. Συνέπεια της στράτευσής του στη μαρξιστική ιδεολογία ήταν η δίωξή του από τις χιτλερικές αρχές και η περιπλάνησή του σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις Η.Π.Α. Από τα θεατρικά του έργα γνωστότερα είναι τα «Η όπερα της πεντάρας» (1928), «Γαλιλαίος» (1937-1939), «Μάνα κουράγιο» 1938-1939), «ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1938-1941), «Ο κύκλος με την κιμωλία» (1944-45). Σημαντικά επίσης είναι και τα θεωρητικά του έργα «Μικρό όργανο για το θέατρο» (1948) και «Η διαλεκτική στο θέατρο» (1951).
Πηγή: Ν.Ε.Λ. Β΄ Λυκείου, Β18, σσ. 294-296).
doctor
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)