Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες



«Ποτέ Αλβανοί να μη πολεμήσετε κατά της Ελλάδος` αν θελήση ο Σουλτάνος, ας πολεμήση` αν έλθη στρατός ελληνικός εις τα μέρη μας, σεις να προσκυνήσετε και να μείνητε με τους Έλληνας. Αν σας δώση ο Σουλτάνος όπλα και πολεμοφόδια δια να πολεμήσετε κατά των Ελλήνων, να μη το δεχθήτε, διότι θα πάθητε ό,τι έπαθαν οι Βόσνιοι με την Αυστρίαν. Θα σκοτωθήτε, θα σκλαβωθούν τα γυναικόπαιδά σας, και θα δημευθή η περιουσία σας. Οι Έλληνες έχουν καλούς νόμους και να μείνητε με αυτούς. Ελπίζω δε να ζήσετε (…) Την ευχήν μου να έχητε όλοι να μη πολεμήσετε κατά των Ελλήνων» [1].

Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στον επίλογο της διαθήκης του Αβδούλ Μπέη Σελίμη του Δελβίνου.
Ο αλβανικός εθνικισμός έφερε την προτελευταία εθνογένεση στα Βαλκάνια (με τελευταία αυτή των σλαβομακεδόνων) και όπως όλοι οι εθνικισμοί, στηρίχθηκε στην αρχαιότητα[2], θεωρώντας τους Αλβανούς ως απογόνους των Ιλλυριών. Μια ιστορική ανασκόπηση όμως των τελευταίων αιώνων έχει να δώσει πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Η υπό εξέταση εποχή εκτείνεται από την εποχή της Επανάστασης του 1821 μέχρι την ίδρυση του αλβανικού κράτους (1913). Ως αρχή βέβαια θα μπορούσαμε να πάρουμε και το σχέδιο του Θ.Κολοκοτρώνη το οποίο σκόπευε στην ίδρυση μετά την Επανάσταση δίγλωσσου (ελληνικά-αλβανικά) και δίθρησκου (χριστιανισμός-μωαμεθανισμός) κράτους με σημαία που θα είχε πάνω της τον σταυρό και την ημισέληνο[3].
Το 1822, η επαναστατική κυβέρνηση των Ελλήνων επεδίωξε συμφωνία «μετά των Αλβανών Χριστιανών και Τούρκων (δηλ.μουσουλμάνων)» μέσω των Σουλιωτών με απώτερο σκοπό την εισχώρηση του αλβανικού εδάφους στην Ελλάδα. Η υπ’αρ. 1387/12.5.1822 απόφαση της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος ξεκινά ως εξής: «Επειδή η Αλβανία είναι μέγα και ουσιώδες μέρος και η ένωσίς της με την Επικράτειαν της Ελλάδος ειμπορεί να φέρη τα πλέον καλά αποτελέσματα […]» [4].
Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, περί τους 2.000 μωαμεθανοί Αλβανοί έλαβαν μέρος στο πλευρό των επαναστατών, με δικούς τους αρχηγούς. Συγκινητική είναι η αναφορά που υπέβαλε στο Βουλευτικόν, τον Οκτώβριο του 1827, ένας από αυτούς, ο Μουσταφάς Γκέκας, ζητώντας ηθική και υλική ενίσχυση, για να μπορέσει να συνεχίσει τις υπηρεσίες του στον Αγώνα:

Προς την Σ.Βουλήν,
«Η τυραννία και το απάνθρωπον των ομοθρήσκων μου Μουσουλμάνων, και τα μεγάλα δίκαια του δεινοπαθούντος Ελληνικού λαού, όστις βεβαρυμένος από την πολυχρόνιον δουλείαν απεφάσισε το 1821 έτος το χριστιανικόν, να αποτινάξη τον ζυγόν, επειδή με εκίνησαν εις οίκτον και συμπάθειαν, απεφάσισα και εγώ να συναποθάνω με τους Έλληνας.
[…] Εν ενί λόγω, εδούλευσα την Ελλάδα και δουλεύω απ’αρχής του αγώνος της, συνευρισκόμενος και συναγωνιζόμενος με τους επισήμους της στρατηγούς. Καθ’όλας δε τας μάχας, εις ας συμπαρευρέθην, δις επληγώθην, των οποίων η επικινδυνοτέρα εστάθη, η συμβάσα μοι εις Πειραιά πληγή. Εις όλον δε το διάστημα δεν έλαβον από το ελληνικόν έθνος οβολόν διά μισθόν, εκτός των πεντακοσίων γροσίων δοθέντων μοι προλαβόντως χάριν περιθάλψεως παρά της Σ.Κυβέρνήσεως. Και εξώδευσα όλως εξ οικείων μου γρόσια ένδεκα χιλιάδας, από τα οποία μου ευρέθησαν βενέτικα φυλαγμένα από τον καιρόν της Τουρκίας εις το κεμέρι μου. […] αι εκδουλεύσεις μου είναι αποδεδειγμέναι και αναντίρρητοι, να μοι δοθώσιν ενδεικτικά έγγραφα, ότι εδούλευσα την Ελλάδα πιστώς και ως θετός της υιός[…]
Τη 5 Οκτωβρίου 1827,εν Αιγίνη
Ο φιλέλλην
Μουσταφάς Γκέκας
[5].

Η συνέχεια που είχε η αναφορά αυτή απέδειξε ότι πραγματικά οι υπηρεσίες του Μουσταφά Γκέκα στον επαναστατικό αγώνα και η εκτίμηση που του ανήκε γι’αυτές ήταν όπως τις περιγράφει, διότι έγινε δεκτή η εξοικονόμηση που ζητούσε και διορίσθηκε αξιωματικός στον τακτικό στρατό [6].
Την άνοιξη του 1829, 56 αγάδες της νότιας Αλβανίας έρχονται σε συνεννόηση μεταξύ τους και συμφωνούν, με όρκους, να σηκώσουν την Ελληνική σημαία και να αρχίσουν την επανάσταση στην Χιμάρα, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα ενός ξεσηκωμού για την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Αλβανίας και την ένωσή της με το Ελληνικό κράτος. Προηγουμένως όμως, ήταν ανάγκη να εξασφαλίσουν οι μεν μωαμεθανοί από την Ελληνική κυβέρνηση την υπόσχεση, ότι θα ήταν σεβαστή η θρησκεία τους και τα έθιμα της τάξεώς τους μέσα στην Ελληνική επικράτεια, όλοι δε μαζί να εξασφαλίσουν από μέρους της και την οικονομική ενίσχυση της επαναστάσεως.
Εμπιστεύτηκαν λοιπόν το σχέδιό τους στον πατέρα του στρατηγού Σπυρομίλιου, εκείνος δε έγραψε στον γιό του για να ανακοινώσει το πράγμα στην Ελληνική κυβέρνηση και να προκαλέσει γραπτή απάντηση του Καποδίστρια για το όλο ζήτημα της επαναστάσεως των Τόσκηδων [7] και για τους όρους υπό τους οποίους το έθεταν [8].
Στην αναφορά του Σπυρομίλιου προς τον Δημ.Υψηλάντη, διαβάζουμε ότι οι 56 αγάδες της Λιαπουριάς συνενώθηκαν και κοινοποίησαν ότι :
«[…] α’) […] είναι έτοιμοι να στήσουν την Ελλ.σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα. […] γ)να καθυποτάξουν εις το Ελλην.Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους Ελληνικούς νόμους» [9].
Η κίνηση αυτή των Τόσκηδων έγινε δεκτή με ικανοποίηση από την Ελληνική Κυβέρνηση, όμως η οικονομική ενίσχυσή τους ήταν αδύνατη για την εποχή εκείνη. Για να καταλάβει κανείς πόσο ήταν αδύνατο στο νεαρό και πάμπτωχο Ελληνικό κράτος να αναλάβει την ενίσχυση της επανάστασης των μωαμεθανών Τόσκηδων της Λιαπουριάς, είναι αρκετά τα λόγια που έγραφε τότε ακριβώς ο Καποδίστριας στον Εϋνάρδο: «[…] Ταύτην την στιγμήν όπου σου γράφω δεν έχω ουδέ οβολόν εις το ταμείον»[10].
Στις αρχές Ιουνίου 1847 αρχίζει ο Ζενέλ μπεης Γκιών Λέκας ή Γκιο(υ)λέκας την επανάσταση στο Κουρβελέσι,στην περιοχή δηλαδή που μεσολαβεί μεταξύ Δελβίνου και Αυλώνος, με 200 μωαμεθανούς Λιάπηδες [11] και 100 έλληνες.
Η επανάσταση γενικεύεται και ο Ράπο Χαϊκκάλης με 1.000 μωαμεθανούς κυριεύει το Μπεράτι. Επίσης ξεσηκώνονται κατά της τουρκικής εξουσίας οι περιοχές Μουζακιάς, Αυλώνος, Τεπελενιού, Αργυροκάστρου, Πρεμετής, Φιλιατών, Παραμυθιάς και Μαργαριτιού, από τον ποταμό Γενούσο ως τον Αχέροντα.
Ο σουλτάνος μαθαίνοντας ότι οι Τόσκηδες σήκωσαν επανάσταση στην Ήπειρο, δίνει εντολή να ετοιμαστεί εκστρατεία για να τους υποτάξει τελειωτικά. Ο Γκιολέκας όμως αντιμετώπισε τους τούρκους με επιτυχία και στις 15 Αυγούστου 1847 μαζεύονται στο Κουρβελέσι όλοι οι μπέηδες και αγάδες Τόσκηδες, οπλαρχηγοί και εκπρόσωποι των επαναστατημένων περιοχών -υπολογίζονται σε 140.000 οι κάτοικοι των περιοχών που εκπροσωπούνται[12]-και γράφουν μια αναφορά προς τον Όθωνα, την Κυβέρνησή του και την Βουλή των Ελλήνων, με την οποία ικετεύουν τις ανώτατες πολιτειακές αρχές του ελευθέρου κράτους να τους δεχθούν ως υπηκόους –στην περίπτωση που η επανάσταση θα είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της χώρας στο Βασίλειο της Ελλάδος- με ειδικές συμφωνίες, που θα απέβλεπαν, φυσικά, στην προστασία του θρησκεύματός τους [13].
Αργότερα, υπό την επίδραση της βουλγαρικής πρόκλησης, οι απόψεις περί συγγένειας των Αλβανών με τους Έλληνες ενισχύθηκαν περαιτέρω. Σε φυλλάδιο του 1879 με τίτλο «Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω Ελληνισμώ μετά παραρτημάτων περί των Ελληνοβλάχων και των Βουλγάρων», διατυπώθηκε η θέση ότι «οι Αλβανοί εισίν Πελασγοί, και κατά συνέπειαν Έλληνες, ουχί δε Σλάβοι» [14].
Κρατική επιτροπή για την έγκριση βιβλίων ιστορίας και γεωγραφίας για τα δημοτικά σχολεία αποφάνθηκε το 1901, με αφορμή κρίση σχετικού βιβλίου στο οποίο αναφερόταν ότι «Οι Αλβανοί συγγενεύουσι πολύ με τους Έλληνας», ως εξής: «Είναι ανεπαρκή ταύτα και διά τας εθνικάς βλέψεις και διά την ιστορικήν ακρίβειαν. Έπρεπε να λεχθή ότι έχουσι την αυτήν καταγωγήν με τους Έλληνας (Πελασγοί), ότι ομιλούσι γλώσσαν συγγενή προς την γλώσσαν τούτων και ότι έλαβον μέρος εις πάντας τους υπέρ Εθνικής αποκαταστάσεως αγώνας της κοινής πατρίδας».
Αλλού η επιτροπή σχολίασε ως εξής την άποψη του ίδιου βιβλίου ότι η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούνταν από διάφορα έθνη, μεταξύ των οποίων ήταν και «το Ελληνικόν έθνος, το Αλβανικόν κτλ.: «Οι Αλβανοί είναι συγγενείς και της αυτής εθνικότητος με τους Έλληνας». Επιτίμησε δε τον συγγραφέα επειδή ανέφερε πως «εκ των κατοίκων της Ελλάδος διακόσιαι χιλιάδες είναι Αλβανικής καταγωγής» ως εξής: «Οι εν Ελλάδι Αλβανοί ουδαμώς πρέπει να διακρίνωνται των Ελλήνων».
Σε φυλλάδιο, τέλος, του 1907 αναφέρεται ότι οι Αλβανοί «ην λαός αναντιρρήτως ομογενής, εκ της αυτής προελθών εθνολογικής ρίζης, των παναρχαίων Πελασγών», και ότι «επινεύσει της Θείας Προνοίας εκ της εθνολογικής ταύτης των Ελλήνων και των Αλβανών συγκράσεως προήλθεν η Νεωτέρα Ελληνική γενεά» [15].
Πλέον είχε καθιερωθεί η «καταγωγή» ως κριτήριο εθνικής ταυτότητας. Η γλώσσα, το θρήσκευμα, τα ήθη και τα έθιμα ήταν όλα στοιχεία της ταυτότητας απαραίτητα, αλλά όχι απολύτως αναγκαία-αναγκαία ήταν η καταγωγή. Αναγκαίο και αναντίρρητο στοιχείο ήταν και το φρόνημα, η συνείδηση[16].
Τη μεγάλη αυτή αντίφαση του ανακαινιζόμενου ελληνικού έθνους, δηλαδή την άρνηση να δεχτεί τη γλώσσα ως κριτήριο για τον καθορισμό της «επικράτειας» του έθνους και την ταυτόχρονη και εντυπωσιακή επιχείρηση για την προαγωγή της ελληνομάθειας στην εκ των προτέρων καθορισμένη «επικράτεια», φανέρωσε το ακόλουθο και ελάχιστα πλέον γνωστό επεισόδιο: τον Αύγουστο του 1913, η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου αποφάσισε, προκειμένου για τη χάραξη των ελληνο-αλβανικών συνόρων, να γίνει η οριοθέτηση με εθνογραφικά και γεωγραφικά κριτήρια, ως εθνογραφικό κριτήριο δε έκρινε πως έπρεπε να θεωρηθεί η μητρική γλώσσα των κατοίκων.
Η αρμόδια επιτροπή έπρεπε να αγνοήσει δημοψηφίσματα ή άλλες πολιτικές εκδηλώσεις.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και ενώ η επιτροπή περιόδευε στην Ήπειρο για να χαράξει τα ελληνο-αλβανικά σύνορα με κριτήριο τη μητρική γλώσσα των κατοίκων, όπως είχε εντολή, η ελληνική κυβέρνηση απευθύνθηκε στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης και υποστήριξε πως η γλώσσα δεν είναι αξιόπιστο στοιχείο εθνικής ταυτότητας , και πως, αντί της γλώσσας, έπρεπε να θεωρηθεί η εθνική συνείδηση των κατοίκων.
Η ελληνική πρόταση απορρίφθηκε βέβαια, αλλά η κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή εξέπληξε όλους τους εμπλεκόμενους στο ζήτημα: τα μέλη της διεθνούς επιτροπής που επισκέφθηκαν πλήθος χωριών της περιοχής αντιλήφθηκαν πως τα γηραιότερα μέλη των οικογενειών ομιλούσαν την αλβανική, ενώ τα νεώτερα την ελληνική, παρ’ότι η μητρική γλώσσα όλων ήταν η αλβανική.
Η λειτουργία των ελληνικών σχολείων είχε προφανώς συμβάλει στην «ανάκτηση» εδαφών της «επικράτειας» του ελληνικού έθνους που είχαν αλλοφωνήσει στο παρελθόν [17].





Με βάση τα προεκτεθέντα ιστορικά στιγμιότυπα βλέπουμε ότι οι εκάστοτε αυτοπροσδιοριστικές τάσεις υπόκεινται στην ροή του χρόνου, στην αναπόφευκτη μεταβολή και στον αναπροσδιορισμό και αποτελεί παραβίαση «ανοιχτής θύρας» η αυταπόδεικτη αναίρεση του δόγματος περί της «αναλλοιώτου εθνικής ουσίας» καθώς και της στείρας αντίληψης ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια η ίδια κοινωνία, σε πλήρη αντίθεση με το παγκόσμιο κοινωνικό γίγνεσθαι, αυτοπροσδιορίζεται με τους όρους της νεωτερικότητας, ως συνειδητοποιημένο έθνος.
Έτσι, για τον Σαράντο Καργάκο (που ανήκει στους εθνοκεντρικούς ιστοριοδίφες) οι Αρβανίτες είναι Αλβανοί που εμπλούτισαν την ελληνική φυλή [18] (δηλαδή εξελληνισθέντες Αλβανοί).
Ο δε κ.Βερέμης (που θεωρείται φιλελεύθερος καθηγητής πολιτικής ιστορίας), ενώ σε όλο το βιβλίο του («Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια») αναλύει έξοχα το προφανές, ότι δηλαδή η γλώσσα από μόνη της δεν αποτελεί το απόλυτο εθνοπροσδιοριστικό στοιχείο, γράφει τους Αρβανίτες ως Αλβανούς (και όχι αλβανόφωνους) που κατοικούσαν στην κεντρική Ελλάδα [19].
Ο Παπαρηγόπουλος, ο οποίος τοποθέτησε την ελληνική γλώσσα στον πυρήνα της νεοελληνικής ταυτότητας, διατρέχοντας αναδρομικά την ιστορία , θεώρησε τους Σουλιώτες ένα κράμα ελλήνων και αλβανών (σήμερα έλληνες και αλβανοί ερίζουν περί της εθνικότητας των Σουλιωτών, μόνο που οι τελευταίοι ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση και κάθε συζήτηση περί εθνικότητος των Σουλιωτών είναι μάταιη ) [20].
Τέλος, ο Eric Hobsbawm, είναι ο μόνος που έχει το ελαφρυντικό ότι δεν έχει εντρυφήσει στην δαιδαλώδη και λαβυρινθώδη βαλκανική ιστορία και έτσι εθνικοποιεί τους Σουλιώτες και τους θεωρεί Αλβανούς που βοήθησαν τους Έλληνες στον αγώνα τους [21]. Εδώ ο Hobsbawm πέφτει θύμα της ίδιας του της συλλογιστικής που συνοψίζεται στο ότι δεν είναι δυνατόν η γλώσσα από μόνη της να προσδιορίζει εθνικά αυτόν που την ομιλεί (ακόμη κι έτσι όμως δεν στέκει διότι οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι).
Η αλβανική εθνογένεση άργησε να έρθει και ο αλβανικός εθνικισμός ήρθε περισσότερο ως αποτέλεσμα ξένων επιρροών και παραινέσεων (με κύριο εκφραστή τον ιταλικό ιμπεριαλισμό που ήθελε ένα προτεκτοράτο στα Βαλκάνια) παρά ως –με την χερντερική ρομαντική έννοια- εθναφυπνιστική διαδικασία.
Έτσι, η πίστη των σημερινών Αλβανών ότι αποτελούν απογόνους των Ιλλυριών ή των Πελασγών, είναι τόσο αυθαίρετη όσο αυτών που εθνικοποιούν αναδρομικά τους (αλβανόφωνους) Αρβανίτες, αποδίδοντάς τους εθνικότητα σε εποχές που οι ίδιοι δεν αυτοπροσδιορίζονταν (ούτε και ποτέ αυτοπροσδιορίστηκαν) ως εθνικά Αλβανοί [22].
Κλείνω με την παράθεση κάποιων χαρακτηριστικών αποσπασμάτων του γράμματος του Αλέξανδρου Πάλλη [23] που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σκιπερία» το 1907, με παραλήπτη τον Αποστολόπουλο:


«[…] Είναι χρόνια τώρα που έχω την ιδέα –κι ένα ταξίδι που έκανα πέρσι ως τα Γιάννενα μου τη στερέωσε- πως οι Τούρκοι, οι Αρβανίτες κι οι Έλληνες είναι αδέρφια κι ένα έθνος. Ατυχίες ιστορικές μας χώρισαν μα είναι καιρός πια να το καταλάβουμε πως είμαστε ένα αίμα. Τα περασμένα ξεχασμένα. Αν δεν το καταλάβουμε, μας είναι γραμμένο κι οι τρεις μας εθνικώς να χαθούμε. Θα μας ρουφήξουν οι Σλάβοι και θα μας ρουφήξουνε γλήγορα.
[…] Τις ιδέες μου αυτές τις είπα και τις λέω όπου μπόρεσα κι όπου μπορώ. Είναι τώρα τρία τέσσερα χρόνια, έγραψα ένα γράμμα στον «Πύρρο» όπου πρότεινα ως πρώτη αρχή πως η αρβανίτικη πρέπει να κηρυχτεί ως άλλη εθνική μας γλώσσα στην Ελλάδα και πως του Διαδόχου τα παιδιά, τα μικρά βασιλόπουλά μας, πρέπει να μάθουν αρβανίτικα. Σε πολλούς φίλους είπα και πως το Δομπόλειο το κληροδότημα έπρεπε να χρησιμευτεί στο να γίνει Αρβανίτικο Πανεπιστήμιο ή στους Κορφούς ή όπου αλλού είναι καταλληλότερο κέντρο. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έγινε τίποτα ως τώρα.
[…] Όσοι είμαστε Ρωμιοί, χρέος μας είναι με τα σκολιά μας, τα νοσοκομεία μας, τους προξένους μας, τους παπάδες μας, να βοηθήσουμε κάθε εθνική απαίτηση κι ανάγκη του Αρβανίτη. Α θέλει μάθημα στη γλώσσα του, μάθημα στη γλώσσα του πρέπει να του δώσουμε. Α θέλει εκκλησιές και παπάδες στη γλώσσα του, πρέπει να τόνε βοηθήσουμε ν’αποχτήσει. Ό,τι είναι δικό μας, ας είναι και δικό του.
[…] Εγώ είμαι Αρβανίτικης καταγωγής. ΠΑΛ φαίνεται θα πει κόπανος (δυστυχώς δεν ξέρω αρβανίτικα), είμαι ας πούμε Λέκας Κοπανάς. Όντας Αρβανίτης από αίμα μου, θεωρώ πως είμαι και Αρβανίτης και Ρωμιός και Τούρκος, το κακό καθενός τους κακό και δικό μου και το καλό καθενός τους και καλό δικό μου»
[24].

doctor
_________________________
[1] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Εφημερίδα» και το αναδημοσίευσε στο βιβλίο του, το 1879 ο Θ.Α. Πασχίδης με τίτλο: «Οι Αλβανοί και το μέλλον αυτών εν τω Ελληνισμώ μετά παραρτήματος περί των Ελληνοβλάχων και Βουλγάρων»,σ.8.
[2] «Οι Βαλκάνιοι Εθνικιστές […] προσπάθησαν να προικίσουν τα κράτη τους με μακρά ιστορία εθνικότητας και αισθητής εθνικής παρουσίας πριν από την επίτευξη κρατικής υπόστασης. Εξύμνησαν κατά κανόνα το μεσαιωνικό τους παρελθόν και επιδίωξαν να αποκαταστήσουν αδιάσπαστες συνέχειες εθνικής ύπαρξης από την πιο μακρινή αρχαιότητα» (Π.Μ.Κιτρομηλίδης, «Νοερές κοινότητες και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια» , περιέχεται στο Εθνική Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας,2003).

«Τα έθνη βασίζονται με τον δικό τους τρόπο στην μνήμη: την συντηρούν, την ανασκαλεύουν και, ενίοτε, την εφευρίσκουν. Πρόκειται ωστόσο για μνήμη αναγκαστικά επιλεκτική, μερική, δικανική, ιδεολογική –για μνήμη που δεν παρακινείται από ουδέτερες γνωστικές περιέργειες, αλλά από υποκειμενικές αντιλήψεις περί αναγκών, περί συμφερόντων (υλικών και ιδεατών), περί σκοπιμοτήτων. Τα έθνη «έχουν ανάγκη» ένα παρελθόν εθνικοποιημένο» (Π.Λέκκας, «το παιχνίδι με τον χρόνο, Εθνικισμός και νεωτερικότητα», Αθήνα 2001, σ.20).
[3]
«[…]Η σημαία μας, από το ένα μέρος το φεγγάρι και από το άλλο το Σταυρό[…]» (Θ.Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, σ.91). Το σχέδιο του Θ.Κολοκοτρώνη δεν πραγματοποιήθηκε διότι οι Άγγλοι κατέλαβαν την Ζάκυνθο, έδιωξαν τους Γάλλους, συνέλαβαν 400 έλληνες και άρχισαν να στρατολογούν άλλους για να υπηρετήσουν τον δικό τους τον στρατό. Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «το σχέδιο εχάλασε με την παρρησία (εννοεί παρουσία) των Άγγλων» (Σ.Καργάκος, Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες, σσ.56-7).
Σχετικά με την ανεξαρτησία της Αλβανίας: «Στις 28.11.1913 η προσωρινή κυβέρνηση ανακήρυξε στον Αυλώνα την ανεξαρτησία. Διεθνής διάσκεψη, που έγινε στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 1912, αναγνώρισε (Ιούλιος 1913) την αλβανική ανεξαρτησία υπό την προστασία των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αργότερα ανακηρύχθηκε η ηγεμονία, που δόθηκε στον Γουλιέλμο του Βιντ (Απρίλιος 1914). Το εύθραυστο οικοδόμημα του Λονδίνου καταστράφηκε με την έκρηξη του Α’Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη διακήρυξη του Αργυροκάστρου (1917), η Ιταλία φάνηκε να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Με τη συμφωνία των Τιράνων (Αύγουστος 1920), η Ρώμη αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Αλβανίας και απέσυρε τα στρατεύματά της από τον Αυλώνα, διατηρώντας το νησί Σάσων, και στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η διάσκεψη των πρεσβευτών στο Παρίσι επικύρωσε και πάλι την ανεξαρτησία της χώρας» (Νέος Παγκόσμιος Άτλας,εκδ.Δομή, λήμμα «Αλβανία», σ.23).

[4]

Αριθ.1387.
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού


«Επειδή η Αλβανία είναι μέγα και ουσιώδες μέρος και η ένωσίς της με την Επικράτειαν της Ελλάδος ειμπορεί να φέρη τα πλέον καλά αποτελέσματα.
Επειδή το Κοινόν του Σουλίου και διά την πλησιότητα και διά τας σχέσεις τας οποίας έχει μετά των Αλβανών, είναι το αρμοδιώτερον μέσον διά να συνδεθώσι συμφωνίαι μετά των Αλβανών.
Κατά την από ιβ’ Μαΐου υπ’αρ.107 έγγραφον συγκατάθεσιν του Βουλευτικού Σώματος.
Διέταξε και διατάσσει τα ακόλουθα:
α’) Το Κοινόν του Σουλίου έχει την άδειαν να πραγματευθή συμφωνίας, όσον είναι δυνατόν ωφελιμωτέρας, μετά των Αλβανών Χριστιανών τε και Τούρκων.
β’) Αι συμφωνίαι αύται δεν θέλουν διαλαμβάνει περισσότερα προνόμια, αλλ’όσα έχουν οι ίδιοι Σουλιώται.
γ’) Το Κοινόν του Σουλίου έχει την άδειαν να διορίση ένα ή και περισσοτέρους Επιτρόπους διά την πραγματείαν αυτών των συμφωνιών.
δ’) Ο Χιλίαρχος Γεώργιος Πλεισιοβίτσας έχει ομοίως την άδειαν με την γνώμην και την συγκατάθεσιν του Κοινού του Σουλίου να πραγματευθή με τους Τσάμηδες, Χριστιανούς και Τούρκους, κατά τας αυτάς συμφωνίας.
ε’) Ο Εκλαμπρότατος Χουσεΐν-Πασάς και ο Μούρτο Τσάλης, επειδή εφάνησαν αχώριστοι και πιστά ενωμένοι με τους Σουλιώτας, και επειδή έχουν το μέσον του να συντελέσουν εις τας συμφωνίας όπου θέλουν γενή με τους Τούρκους, έχουν την άδειαν να πραγματευθούν κατά τον αυτόν τρόπον με την γνώμην και την συγκατάθεσιν του Κοινού του Σουλίου.
ς’ ) Όλαι αι μετά των ανωτέρω ρηθέντων γενόμεναι συμφωνίαι θέλουν επικυρωθή από την Διοίκησιν.

Εν Κορίνθω τη ιβ’ Μαΐου, αωκβ’.
Α.Μαυροκορδάτος, Πρόεδρος Αθανάσιος Κανακάρης
Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος Ιωάννης Λογοθέτης
Ο Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας
Μινίστρος των Εξωτερικών Υποθέσεων
(Τ.Σ.) Θ.Νέγρης

Πηγή: Λαμπρυνίδης Μιχαήλ Γ., Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Ύδρα - Σπέτσαι, εν Αθήναις 1907, σ.85.
[5] Κ.Γ.Κωνσταντινίδου, Ανέκδοτος αναφορά Τούρκου φιλέλληνος, περιοδ. «Νέα Εστία», 15 Μαρτίου 1939, αριθ.294.
[6] Κ.Μπίρης, Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού, Ε’έκδοση (2005),σ.350.
[7] "Yπάρχει έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στους Γκέγκηδες και τους Τόσκηδες από φυλετικής και πολιτισμικής άποψης, ενώ η τόσκικη και η γκέγκικη διάλεκτος παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, έτσι ώστε οι Γκέγκηδες να θεωρούνται οι πραγματικοί απόγονοι των Ιλλυριών, ενώ οι Τόσκηδες να θεωρούνται απόγονοι εξαλβανισμένων ελληνικών φύλων της Ηπείρου, δηλαδή Ελλήνων οι οποίοι ζώντας ανάμεσα σε αλβανικά φύλα υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στις ανάγκες τους την αλβανική γλώσσα, αναμειγνύοντας και στοιχεία από την ελληνική, δημιουργώντας έτσι την αρβανίτικη διάλεκτο" (Πηγή:
Livepedia).
[8] Κ.Μπίρης, ό.π., σσ.355-6.
[9]Ολόκληρη η αναφορά του Σπυρομίλιου:


Εκλαμπρότατε στρατάρχα,

Ο πατήρ μου με γράφει από Χειμάρα κατά την κ’Απριλίου ότι πενηνταέξ αγάδες της Λιαπουριάς συνηνώθησαν σφικτά και ενόρκως αναμεταξύ των και τον εκοινοποίησαν τα ακόλουθα:
α’) Ότι είναι έτοιμοι να στήσουν την Ελλ.σημαίαν εις τας επαρχίας με 4.000 στράτευμα.
β’) Να παραδώσουν το φρούριον της Αυλώνος εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
γ’) Να καθυποτάξουν εις το Ελλ.Κράτος όλην την επαρχίαν της Αυλώνος και αυτοί να διοικούνται με τους Ελληνικούς νόμους, ζητούν δε,
α’) Θρησκευτικήν ελευθερίαν.
β’) Την διαφύλαξιν της τιμής των χαρεμίων των.
γ’) 200.000 γρ.ανά χείρας προς εξοικονόμησίν των.
Αν η Σεβαστή Κυβέρνησις εγκρίνη τας προτάσεις ταύτας των αγάδων, επιθυμούν να λάβωσιν έγγραφον επικύρωσιν από τον εξοχώτατον Κυβερνήτη και τότε δίδουν ενέχυρα τα τέκνα των και μερικούς από τους εγκρίτους αγάδες. Επειδή δε έχουν πίστην πολλήν εις εμένα ζητούν να πηγαίνω εκεί εφωδιασμένος με γράμματα της Κυβερνήσεως προς τον Ιλιάς αγάν Λέκα, Καδή-Λέκα και λοιπούς αγάδες. Ευρισκόμενος υπό την οδηγίαν σας, εκλαμπρότατε, κρίνω χρέος μου ν’αναφερθώ κατ’ευθείαν προς την εκλαμπρότητά σας, ώστε να διευθύνετε την αναφορά μου όπου ανήκει.
Δεν ηξεύρω αν η πολιτική συγχωρήσει εις την σεβαστήν Κυβέρνησιν να δεχθή τ’ανωτέρω. Δεν λανθάνει όμως εις την φρόνησίν σας, ποία και πόσα καλά μέλλουν να είναι τα επακόλουθα ενός τοιούτου αντιπερισπασμού μέσα εις το κέντρον της Αλβανίας και , μάλιστα, ενώ μετά την επανάστασιν αυτών των αγάδων, θα ευκολυνθή η Χειμάρα και όλα τα λοιπά χριστιανικά χωρία να δράξωσι τα όπλα.
Προσμένω την έγγραφον απόκρισηιν της υμετέρας υψηλότητος και μένω με όλον το σέβας.

Τη 2 Ιουνίου 1829, Τεκέ των Θηβών

Ο ευπειθής Αρχηγός της Φρουράς

Σ.Μήλιος

(Η σχετική αναφορά σώζεται στο αρχείο του Βλαχογιάννη. Ανακοίνωσις Αγγ.Ν.Παπακώστα, εφημ.Καθημερινή 26 Φεβρ.1947, όπως την παραθέτει ο Μπίρης, ό.π.σ.356).
[10] Κ.Μπίρης, ό.π. σσ.356-7.
[11] Οι Λιάπηδες είναι οι κάτοικοι της Λιαπουριάς (της ορεινής περιοχής που ορίζεται από τη Χιμάρα, τον Αυλώνα, το Αργυρόκαστρο και το Δέλβινο). Ζούσαν χωρισμένοι σε φάρες και τις μεταξύ τους διαφορές έλυναν σε συνάξεις που λέγονταν «πλεκεσίες» (από την αλβανική λέξη πλιάκ=γέρος), δηλαδή γερουσίες. Στις κοινωνικές τους συνήθειες ίσχυε ο νόμος της αυτοδικίας, η δε κλοπή, μια και ζούσαν σε χώρα ορεινή και φτωχή, δεν ήταν κάτι-τουλάχιστον παλιά- ατιμωτικό. Γι’αυτό και διακρίθηκαν στη ληστεία, ακόμη και στην πειρατεία (οι φοβεροί Δουκατίνοι πειρατές ήταν Λιάπηδες). Επειδή ήταν σκληραγωγημένοι, χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως μισθοφόροι. Ο στρατός του Αλή Πασά, κατά το αλβανικό μέρος του, απαρτιζόταν από Λιάπηδες. Πολλοί Λιάπηδες διακρίθηκαν στον τουρκικό στρατό και στην τουρκική διοίκηση. Ο Αλή Πασάς και ο Μεγάλος Βεζύρης του σουλτάνου Χαμίτ Β’, ο περίφημος Φερήτ Πασάς Βλιώρας, ήταν Λιάπηδες (Σ.Καργάκος, Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες,σσ.283-5).
[12] «Ο αριθμός των σπιτιών των επαναστατημένων περιοχών, που παρέχει στο τέλος της η αναφορά, αν λογαριασθή προς έξι ως επτά άτομα κάθε σπίτι, σημαίνει πληθυσμόν περίπου 140.000 κατοίκων. Πρόκειται βέβαια μόνον περί των μωαμεθανών Τόσκηδων, γιατί αυτοί μόνον δεν είχαν την ελληνική εθνικότητα και ζητούσαν να τους αναγνωρισθή» (Κ.Μπίρης, ό.π.σ.363). Ο Μπίρης αποδίδει την ατυχή κατάληξη αυτής της ικεσίας των μωαμεθανών Τόσκηδων προς την ελληνική πολιτεία στον αιφνίδιο και αναπάντεχο θάνατο του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, στις 1.9.1847, ο οποίος και θα βοηθούσε σίγουρα-κατά τον Κ.Μπίρη- ως ηπειρώτης τους Τόσκηδες, βλ. Κ.Μπίρης, ό.π. σ.363).
[13] Το κείμενο έχει ως εξής:


Εκλαμπρότατοι Πρόεδροι και πρόκριτοι εις τας Αθήνας των χωμάτων Ελλάδος, ο του Μεγαλειοτάτου Όθων ο Βασιλεύς της Ελλάδος, αδελφικώς ασπαζόμεθα και σας ειδοποιούμεν.
Οι προφερόμενοι τον ασπασμόν φέρνομεν τον παράπονόν μας εδαφιαίως, επειδή και εμείναμεν παν πτωχός λαός οι κάτωθεν καζιάδες (σ.σ.επαρχίες) επικράτειαι στον ξυρόν και πετρώδην τόπον, χωρίς καμμίαν επιστήμην, αλλά οπλοφόροι, αφού η Κωνσταντινούπολι εξουσιάστη από τους προτετηρινούς Σουλτάνους έως σήμερον εφερθήκαμεν υποταγμένοι εις τας προσταγάς το αφεντοτόπων Βεζιράδων, Πασάδων, Καϊμεκάμιδων έως Μουσελιμάδων. 33 Σουλτάνους σχεδόν 400 χρόνους εχήσαμεν το αίμα μας εις κάθε αιχμαλωσίαν, όπου τους είχον σταθεί, όμως όποιος δεν αγαπάγει Βασιλεία, αλλ’ούτε θέοτι αγαπάγει’ τα προτετηρινά ουσούλια (σ.σ. συστήματα διοικήσεως) μας έλειψαν και μας έβαλαν νέα όπου δεν υποφέρονται στους τόπους μας’ μας έβαλαν δωδεκάδα εις κάθε καζάν μας και έκριναν χατηρικώς και αδίκως όιχι διά ριζιάν (σ.σ. επιθυμία) Θεού και του προφύτου μας αλλά ζιώρλεν (σ.σ. με το ζόρι) και δυναστικώς ως εντόπιοι και όχι να κρένουν ως όλοι οι Βασιλείς του Ευρώπ. Δια τούτο εγείναμεν αποστάται εις τον Βασιλέα μας όπου τον είχαμεν Βεκύλην (σ.σ. επίτροπο) και Πατέραν των όλων ημάς Μουσουλμάνων και επαραπονεύθημεν τόσες και τόσες φοραίς με αμάν και με δάκρυά μας και δεν μας έδειναν διάστημα, αλλ’ούτε χαρτσουάλι ήγουν αναφοράν, μην ευσπαχνίζωνταν η Βασιλεία διά εμάς τους φακήρ φουκαράδες (σ.σ. η φτωχολογιά), διά τούτο στέλνομεν τον επίτηδες άνθρωπόν μας να μιλήση δια ζώσης φωνής με την εκλαμπρότητάς σας τα δέοντα, αν η Μεγαλειότης της Βασιλείας μας καμπολιέβη ήγον μας δέχεται να γινώμεθα σιούδιτοι (σ.σ.Υπήκοοι) οι κάτωθεν 5 Καζάϊδες με καπιτουλατσιόνη Νόμους (σ.σ.Capitulations, διομολογήσεις), όπου να μας δώση και να του δόσωμεν διά ησυχίαν μας’ διά ριζάν Θεού να σας κακοφανή και διά εμάς ως πλάσι Θεού όπου εγεννήθημεν γυμνοί και θα πεθάνωμεν. Εκ μέρους μεγαλοδυνάμου και αν ελπίδα σωτηρία δεν είναι διά εμάς ας πεθάνωμεν και από σπαθί ανθρώπων’ αν ήπεν ο Θεός, έτσι ας γίνη’ ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάϊδες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχιέ, Κουρβελιέσσι, Μαλακάστρα, η άνω και η κάτω του Μπερατιού και Τεπελένι και Ντιονίστα όλα 5 καζάϊδες πρακαλούμεν να ευσπλαχνισθή η Βασιλεία σας όχι και δεν μας αγαπάγει έχε ειπεί ο Θεός να αποθάνωμεν’ δεν πλέον αγαπάμαι να ζήσωμεν απάνω εις την γην, και αν η Βασιλεία μας αγαπάγει μας ειδοποιήται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας και εγγύισιν διά εμπιστοσύνην με όπως η Βασιλεία αγαπάγει.
Ο επιφερόμενος σας λέγη διά ζώσης και να μας απολογηθεήτε ταύτα και του Θεού να γείνη. Οι αγαπητοί σας Πρόεδροι σαϊμπίδες (σ.σ. γαιοκτήμονες) των 5 καζάδων επιφαινόμενοι με τα σφραγιστήρια όλα.
Έχομεν και τα έγγραφα του πρώην Μερχούμ Σανδραζεμέτα (σ.σ. του πρώην βεζύρη Ατά) προς εμάς και ποίος μας κρένη, αλλά εν ημέρα κρίσεως να απολογηθώμεν. Όχι άλλο.
(ακολουθούν 47 σφραγίδες μπέηδων και αγάδων)
Ιδού όπου τα ανωτέρω σφραγιστήρια ως σαϊμπίδες του τόπου μας να τα παρατηρήσετε καλώς και να σας αποκριθώμεν με εγγύϊσιν διά σιγουριτά σας και διά ασφάλειαν.


1847, τη 15 Αυγούστου.- Καζάϊ Κουβρελιέσι.

(Εφημ. «Αιών» 14 Ιουλίου 1880, όπως παρατίθεται από τον Κ.Μπίρη, ό.π. σσ.361-2).

[14] Θ.Α.Πασχίδης, ό.π. σ.14. Βλ.επίσης Αντ.Γεωργίου, Πολιτικόν κάτοπτρον των πολιτικών της Ελλάδος κατά τον εν έτει 1877 ρωσσοτουρκικόν πόλεμον. Οι ελεύθεροι και μη Έλληνες, οι εθνικώς συγγενείς αυτών Αλβανοί μωαμεθανοί και καθολικοί Μιρδίται εξεταζόμενοι υπό εθνικήν συγγενικήν έποψιν και υπό την έποψιν της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, και επίκλησιν των πρώτων προς τους δευτέρους εις κοινήν σύμπραξιν προς απόσεισιν του κοινού μετ’αμφοτέρων ασιατικού ζυγού των Χαλντούπιδων, Αθήνα 1880.
[15] Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), Αθήνα 1988, σ.463. Πρβλ. τη σφοδρή επίθεση εναντίον του «αλβανισμού» σε εγκύκλιο του μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Ανθίμου, του 1879, με αφορμή προσπάθεια να εισαχθεί στα ελληνικά σχολεία της Βορείου Ηπείρου η διδασκαλία της αλβανικής, «αμορφώτου και ακατασκευάστου» γλώσσας (στο Βασίλειος Μπαράς, Το Δέλβινο της Βορείου Ηπείρου και οι γειτονικές περιοχές, σσ.339-40).
[16] Θ.Βερέμης-Γ.Κολιόπουλος, Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια, Αθήνα, 2006, β’έκδοση, σ.108. Βλ.επίσης: Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τομ.Α’, σσ.73-4.
[17] Βερέμης-Κολιόπουλος, ό.π. σ.96. Για την επιτόπια έρευνα των μελών της διεθνούς επιτροπής βλ.Βασίλειος Κόντης, «Το Ηπειρώτικο ζήτημα και η διευθέτηση των συνόρων», στο «Η συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα», Θεσσαλονίκη 1990, σσ.58-63,64.
[18] «Δεν πρέπει να μας ενοχλεί η ιδέα των επιμιξιών, διότι χάρη σε αυτές δημιουργείται το κράμα των ισχυρών λαών. Σημασία έχει η αφομοίωση των ξένων πληθυσμιακών στοιχείων, η δημιουργική ένταξη μέσα στον κύριο ελληνικό σώμα. Οι Αλβανοί, όπως έγραψε ο εθνικός μας ιστορικός Κων/νος Παπαρηγόπουλος, σε μια περίοδο κάμψης του ελληνικού κόσμου, εκράτυναν το μάχιμον της ελληνικής φυλής και της έδωσαν νέα αλκή» (Σ.Καργάκος, ό.π.σ.326).
[19] «Οι Αλβανοί, ακόμα και οι μουσουλμάνοι, πολύ δε περισσότερο οι χριστιανοί φυσικά, εξαιτίας της μακράς συμβίωσης με τους Έλληνες, δεν ήταν ακριβώς «ξένοι», ή όχι τόσο «ξένοι» όσο οι «άλλοι» Έλληνες των βορείων ιστορικών χωρών.Τα νησιά Άνδρος, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρος, η Αργολίδα, η Κορινθία, η Αχαΐα, η Αρκαδία, η Μεγαρίδα, η Αττική, η Σαλαμίνα, η Βοιωτία, η Σπερχειάδα και η νότια Εύβοια ήταν τόποι όπου οι Αλβανοί κατοικούσαν σε πυκνές συστάδες χωριών και έκαναν την παρουσία τους αισθητή» (Βερέμης-Κολιόπουλος, ό.π. σ.107).
Το παραπάνω έρχεται σε καταφανή αντίθεση με το όλο πνεύμα του βιβλίου. Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναφέρεται ότι «οι γλωσσικές κοινότητες […] δεν αποτελούσαν εθνικές κοινότητες με τη σημερινή σημασία του όρου. Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν «εθνοτικές» κοινότητες, για τον λόγο ότι η χρήση αυτού του όρου θα περιέπλεκε, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται ερμηνείες άλλες από τη διαπίστωση την οποία επιτρέπουν οι μαρτυρίες της εποχής, δηλαδή την κατανομή των ομιλούμενων γλωσσών της περιοχής, πριν από τις αλλαγές που προκάλεσε η διείσδυση των εθνικών σχολείων των λαών που διεκδικούσαν τμήματά της. […] Με τους όρους λοιπόν «Έλληνες», «Αλβανοί», «Βούλγαροι» και «Βλάχοι», εννοούνται εδώ εκείνοι που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική, την αλβανική, τη βουλγαρική ή τη βλαχική, ασχέτως της πιθανής καταγωγής αυτών που ομιλούσαν τις εν λόγω γλώσσες» (σσ.74-5). Έτσι, οι Βερέμης-Κολιόπουλος χαρακτηρίζοντας τους Αρβανίτες ως Αλβανούς, δημιουργούν παρανοήσεις διότι ο όρος «Αλβανός» σήμερα σημαίνει τον Αλβανό στο έθνος. Νομίζω ότι ο όρος «αλβανόφωνος» θα ήταν πιο δόκιμος και δεν θα δημιουργούσε παρανοήσεις.
[20] «Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανικήν τα ευγενέστατα αισθήματα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας. Τα δύο κάλλιστα προϊόντα του συνδυασμού τούτου υπήρξαν οι Σουλιώται επί της Στερεάς, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται, κατά θάλασσαν» (Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ.5β’, σελ.146). Για τους Σουλιώτες γράφει ο Β.Ραφαηλίδης: «Το Σούλι σε όλη την ιστορία του λειτουργούσε σαν κράτος εν κράτει, που αρνιόταν να υποταχτεί στον οποιοδήποτε, Τούρκο,Έλληνα ή εκτός Σουλίου Αρβανίτη. Οι περήφανοι και ανυπόταχτοι Σουλιώτες ήταν τέτοιοι όχι γιατί ήταν Έλληνες ή Αρβανίτες, αλλά διότι ήταν Σουλιώτες, έτσι απλά και καθαρά» (Βασίλης Ραφαηλίδης, «Οι λαοί των Βαλκανίων», σ.232).
[21] «Ο ελβετικός εθνικισμός είναι, όπως γνωρίζουμε, πολυεθνικός. Σχετικά με αυτό το θέμα, αν υποθέταμε ότι οι Έλληνες κάτοικοι των ορεινών, οι κλέφτες, που ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων τον καιρό του Μπάϋρον ήταν εθνικιστές, πράγμα το οποίο είναι ομολογουμένως απίθανο, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι μερικοί από τους πιο αξιοθαύμαστους αγωνιστές τους δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί (Σουλιώτες)» (Eric Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα, 1994, σ.95). Στην σελίδα 150 γράφει κάτι το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το προαναφερθέν απόσπασμα: «Πάντως, ακόμα κι αν περιοριστούμε στην Ευρώπη και τις γειτονικές της περιοχές, συναντούμε το 1914 πολλά κινήματα τα οποία μετά βίας υπήρχαν ή δεν υπήρχαν καθόλου το 1870: μεταξύ των Αρμενίων, των Γεωργιανών, των Λιθουανών και άλλων Βαλτικών λαών και Εβραίων (και με σιωνιστικές και με μη-σιωνιστικές απόψεις), μεταξύ των Μακεδόνων και των Αλβανών στα Βαλκάνια […]».
[22] Είναι αξιοσημείωτοι οι επαμφοτερισμοί της αλβανικής εθνικιστικής ιδεολογίας, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, του αιώνα των «γλωσσικών εθνικισμών», αναζητούσε ερείσματα από την μία γλωσσολογική θεωρία στην άλλη –άλλοτε υιοθετώντας την άποψη ότι τα αλβανικά είναι μια διάλεκτος της αρχαίας Ιλλυρικής κι άλλοτε ανακαλύπτοντας ακόμη αρχαιότερες Πελασγικές καταβολές στα γλωσσικά ιδιώματα των πληθυσμών που διεκδικούσε. Βλ.S.Skendi, The Albanian Awakening, σσ.114-5.

Η ιλλυρική θεωρία για την καταγωγή της αλβανικής γλώσσας στηριζόταν στις έρευνες του Αυστριακού γλωσσολόγου G.Meyer (1850-1900). Η μετέπειτα υιοθέτηση της (προγενέστερης γλωσσολογικά) Πελασγικής θεωρίας του A.Schleicher (1821-1868), που τοποθετούσε ακόμη μακρύτερα τις καταβολές των αλβανικών, άφηνε βεβαίως τους διεκδικούμενους πληθυσμούς έκθετους και σε ομόλογες αξιώσεις του ελληνικού εθνικισμού. Η έμφαση στη γλώσσα δεν είναι φυσικά άσχετη από την κυριαρχία του ρομαντισμού στον 19ο αιώνα, που οδήγησε σε αυτό που ο Arnold Toynbee αποκαλεί «δαίμονα του γλωσσικού εθνικισμού» (A.J.Toynbee, A study of History, τόμος VII, σσ.536-7).
[23] Αλέξανδρος Πάλλης,1851-1935. Ποιητής και λόγιος. Γεννήθηκε στον Πειραιά. Τελείωσε το γυμνάσιο στον Πειραιά και φοίτησε για ένα χρόνο στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Αθήνας. Σε ηλικία 18 χρονών εφυγε στην Αγγλία, όπου υπηρέτησε στον οίκο Ράλλη και στη συνέχεια για μερικά χρόνια στην Ινδία. Η κύρια διαμονή του όμως ήταν στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Ανέπτυξε σημαντική εμπορική και κοινωνική δράση, αλλά εκεί που υπερέχει σημαντικά είναι η φιλολογική - κριτική, μεταφραστική και πρωτότυπη δράση του. Το 1885 έκανε κριτική έκδοση της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Υπήρξε υποστηρικτής της καθαρεύουσας. Από τη στιγμή όμως που εκδόθηκε το Ταξίδι του Ψυχάρη, τον κέρδισε η δημοτική, της οποίας αναδείχτηκε θερμός υποστηρικτής. Το 1889 εξέδωσε τα Τραγουδάκια για παιδιά που φέρουν και τον τίτλο Ταμπουράς και κόπανος. Το 1894 μετέφρασε τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ και το 1906 διασκεύασε τον Κύκλωπα του Ευριπίδη. Το 1910 μετέφρασε τα Ευαγγέλια, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των εχθρών της δημοτικής γλώσσας. Μετέφρασε την Ιλιάδα, βραβεύτηκε από την Εταιρεία των Ελληνικών Σπουδών στο Παρίσι και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία. Δημοσίευσε πολλά άρθρα και μελέτες κυρίως στο περιοδικό Νουμάς καθώς και σε άλλα. Ο Σπύρος Μελάς τον αποκαλεί πρωτοπαλίκαρο του δημοτικού αγώνα (Πηγή: livepedia).
[24] Στο Γεράσιμος Κακλαμάνης, «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου» , όπως παρατίθεται από τον Β.Ραφαηλίδη στο «οι λαοί των Βαλκανίων», σσ.233-4.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

H ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού



Στο σημερινό θέμα θα ασχοληθούμε με την συνδεσμολογία της εθνικιστικής σκέψης και πως αυτή με βάση τα σημερινά κριτήρια σαρώνει και οικειοποιείται ένα πολυεπίπεδο και πολύπλοκο παρελθόν, παρελθόν το οποίο "εθνικοποιεί" και υποτάσσει στην σημερινή εθνική πραγματικότητα.
Η κατίσχυση του εθνοκεντρικού λόγου στην κοινωνία είναι συντριπτική και καθολική. Σχεδόν όλοι δέχονται δογματικά τα "αξιώματα" της εθνικής ιδεολογίας.
Η μελέτη της πρακτικής του εθνικιστικού λόγου δεν έχει να κάνει με την απαξίωση των εθνικών ιδεωδών, ούτε αποσκοπεί στο να καταδείξει μια ομαδική ψύχωση αλλά ασχολείται με την ανάδειξη της ιστορικότητας αυτού του φαινομένου.
Παρουσιάζω ευθύς αμέσως ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία", του κ.Παντελή Λέκκα, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι πολύ βοηθητικό για τους Αρβανίτες οι οποίοι αν το διαβάσουν με προσοχή, θα βγούνε από την πολύ δύσκολη θέση που βρίσκονται και βάσει της οποίας καλούνται να συγκεράσουν την αποδοχή της θεωρίας της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους (το γνωστό δόγμα Παπαρηγόπουλου) με κύριο εθνικό χαρακτηριστικό την ελληνική γλώσσα, με το ότι οι ίδιοι ως κοινωνική ομάδα δεν ήταν ελληνόφωνοι. Ειδικά στο θέμα της γλώσσας, ο κ.Λέκκας με εξαιρετικά επιχειρήματα καταδεικνύει το επουσιώδες της γλώσσας (και την πλήρη κατίσχυση της θρησκείας ως εθνικό δηλωτικό) κατά την διάρκεια της εθνογέννεσης του ελληνικού έθνους, στα τέλη του 18ου αιώνα (εκεί προσδιορίζεται παγκοσμίως η έναρξη της εθνογενετικής διαδικασίας).

Η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού.

Για να αποδοθεί στη γλωσσική διαφορά φόρτιση (πέραν από αυτή που αυτονόητα έχει) και πολιτική δυναμική (που σπανίως από μόνη της διαθέτει), πρέπει να υπάρχει ήδη η ανάγκη να δηλωθεί η εθνική ταυτότητα ή ετερότητα. Αυτό προκύπτει από την ίδια την εθνικιστική ιδεολογία αν προσέξουμε την λογική σύνδεση των επιχειρημάτων της και δεν παρασυρθούμε από τους σαρωτικούς αφορισμούς της. Οι εθνικιστές, όποτε προσφεύγουν στο γλωσσικό κριτήριο προτάσσουν το εξής επιχείρημα: "ανήκουμε σε ένα ξεχωριστό έθνος και ένα (το κυριότερο έστω) από τα τεκμήρια της διαφοράς μας είναι και το ότι ομιλούμε διαφορετική από τους αλλοεθνείς γλώσσα". Κανένας όμως εθνικιστής που θέλει να διατηρήσει στοιχειώδη έστω αξιοπιστία δεν θα διενοείτο να αντιστρέψει τη λογική αυτή σειρά υποστηρίζοντας τη γενική αρχή πως "όποιος ομιλεί διαφορετική γλώσσα έπεται ότι ανήκει σε διαφορετικό έθνος" διότι τότε θα έπρεπε να εξηγήσει όχι μόνον τη σχεδόν μόνιμη απουσία απόλυτης γλωσσικής ομοιογένειας στο εσωτερικό του δικού του έθνους αλλά και την παρουσία πολλών ομόγλωσσων, αλλά σαφώς διακριτών και ανεγνωρισμένων εθνών. Η επίκληση των γλωσσικών διαφορών δεν αποτελεί όπως συνήθως πιστεύεται το ισχυρότερο σημείο αλλά την αχίλλειο πτέρνα της εθνικιστικής ιδεολογίας επειδή η απόλυτη εμμονή σε αυτές μειώνει την αξιοπιστία των επιχειρημάτων της και περιορίζει το εύρος των αξιώσεών της.

Η γλώσσα δεν είναι δυνατόν να παράσχει από μόνη της το κριτήριο της εθνικής διαφοροποίησης ούτε κατ' επέκταση να αποτελέσει αποδεικτικό τεκμήριο της αρχαιότητας των εθνικών διακρίσεων. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να είναι καθολικό τεκμήριο ανομοιότητας σε όλο το ιστορικό φάσμα των κοινωνιών που προηγήθηκαν της σύγχρονης κοινωνίας; Για αιώνες ολόκληρους ο αγράμματος αγρότης της κεντρικής Ιταλίας μπορεί να χρησιμοποιούσε παρόμοιο γλωσσικό ιδίωμα με το χωρικό της βόρειας Ιταλίας, χωρίς αυτό να τους απασχολεί ή να έχει την παραμικρή επίπτωση στον τρόπο ζωής τους και χωρίς να διανοείται να τους επιβάλει την ομιλία και τη γραφή της τοσκανικής διαλέκτου, για να τους κάνει να πλησιάσουν περισσότερο ο ένας τον άλλον γλωσσικά και εθνικά. Για εξίσου μακρές περιόδους, τα κινέζικα ιδεογράμματα αποτελούσαν μέσο γραπτής επικοινωνίας για όσους λόγιους μπορούσαν να τα αποκρυπτογραφούν και να τα αναπαράγουν χωρίς αυτό να σημαίνει πως ένιωθαν ότι συνανήκαν σε κάποια εθνική οικογένεια είτε με τους άλλους λογίους με τους οποίους μπορούσαν να συνεννοηθούν γραπτώς αλλά δεν ομιλούσαν την ίδια γλώσσα, είτε με τους αγράμματους πληθυσμούς ανάμεσα στους οποίους ζούσαν και με τους οποίους επικοινωνούσαν προφορικά. Για ακόμη μακρότερες περιόδους, ο άνθρωπος ερχόταν -μόνιμα ή περιστασιακά, δεν έχει σημασία - σε επαφή με άλλους ανθρώπους που μιλούσαν γι αυτόν ακατάληπτες γλώσσες χωρίς αυτό να οδηγεί, πέρα από την προφανή αδυναμία τους να συνεννοηθούν, σε οποιαδήποτε αντίθεση μεταξύ τους.

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει: κατά πόσον τα εμπόδια στην επικοινωνία, που ήταν φυσικό να υπάρχουν και στην παραδοσιακή κοινωνία, διέκριναν αναγκαστικά ομάδες άλλες πέραν των γλωσσικών και δημιουργούσαν διαφορές άλλες από αυτές που αυτονόητα συνεπάγονταν; Πιστεύω πως τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία σήμερα αποτιμούμε τις συνέπειες της γλωσσικής συγγένειας και της γλωσσικής διαφοράς απλώς δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Εάν ίσχυαν, όπως η εθνικιστική ιδεολογία συχνά προσπαθεί να αποδείξει, τότε θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο να εξηγήσουμε πώς ήταν δυνατόν να επιζήσουν επί μακρότατα χρονικά διαστήματα ποικιλόμορφες πολιτικές δομές (βασίλεια, αυτοκρατορίες κλπ) χωρίς να διαταράσσονται από την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών ομάδων στο εσωτερικό τους και χωρίς οι ομάδες αυτές να ενοχλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τις λόγιες διοικητικές γλώσσες (όπως η λατινική, η ελληνική και η κινέζικη) που τους ήταν καθ' όλα ξένες. Αντίστροφα, θα ήταν απορίας άξιον γιατί ο Δημοσθένης ένιωθε την ανάγκη να αντισταθεί στην συνένωση των ελληνικών πόλεων υπό την ηγεμονία του "ελληνίζοντος" βασιλέως των Μακεδόνων.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, δεν είναι η ίδια η γλωσσική διαφορά ή συγγένεια αλλά το πώς εμείς την ερμηνεύουμε, αδιαφορώντας για το πού και πότε αναφέρεται -το πρόβλημα κοντολογίς είναι αν εξετάζουμε τη γλωσσική διαφορά και συγγένεια σε σχέση με το ιστορικό και κοινωνικά πλαίσιο στο οποίο σημειώνονται ή, αντιθέτως, αν θεωρούμε πως αποτελούν φαινόμενα υπερβατικού χαρακτήρα. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η εξάλειψη της ιστορικότητας δεν είναι καθόλου ουδέτερη διότι υποκρύπτει και την εξάλειψη της ιστορικότητας και της δικής μας ανάγνωσης. Αυτό συμβαίνει, πιστεύω, και στην περίπτωση της εθνικιστικής ιδεολογίας η οποία όταν επικαλείται φράσεις τύπου πας μη Έλλην βάρβαρος, επιχειρεί να τις επενδύσει με νόημα που η ίδια έχει δημιουργήσει, ούτως ώστε να κατοχυρώσει ότι οι εθνικές διαιρέσεις είναι πανάρχαιες και φυσικές, αλλά και να υποκρύψει τον δικό της επεμβατικό ρόλο. Ο εθνικισμός όμως, επειδή ακριβώς περιέχει και εμπνέει ιδέες που ήταν άγνωστες στην παραδοσιακή κοινωνία δεν αποτελεί φυσικό αλλά ιστορικό φαινόμενο και με αυτήν την έννοια πρέπει να αναλυθεί, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα που ο ίδιος δημιουργεί με την εμμονή του στην αρχαιότητα και τη φυσικότητα του έθνους. Ο κίνδυνος της προβολής του παρόντος στο παρελθόν (που ενυπάρχει -αναπόφευκτα κατα τη γνώμη μου -σε κάθε προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος) εδώ ισχύει σε απόλυτο βαθμό, επειδή όχι μόνον μορφές συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης χρησιμοποιούνται επιλεκτικά σαν επιβεβαιωτικά τεκμήρια της αρχαιότητας του έθνους αλλά και επειδή τέτοιου είδους προβολισμοί σπανίως αμφισβητούνται, χάρη στην καθολική επικράτηση των όρων της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Είναι χαρακτηριστική πχ η σιωπή της ιστορικής επιστήμης όταν αναπαράγεται ο χαρακτηρισμός εμφύλια διαμάχη για συγκρούσεις που ήταν πολύ φυσικές μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας αλλά δεν συμμορφώνονται με την έννοια του παντοτινού και ενιαίου έθνους. Κατ'αυτόν τον τρόπο, ο Πόλεμος των Ρόδων είναι για τον "αγγλικό" Μεσαίωνα "εμφύλιος", αλλά ο εκατονταετής πόλεμος είναι "πατριωτικός", οι Περσικοί Πόλεμοι είναι για την κλασική αρχαιότητα περισσότερο "φυσιολογικοί" από ό,τι η "εκτροπή" του Πελοποννησιακού Πολέμου κοκ. Πρόκειται για τη σύγχρονη όσο και απρόσβλητη εκείνη αντίληψη που μας επιτρέπει να αποδίδουμε χωρίς ενδοιασμούς εθνική συνείδηση στο μέλος της δυναστείας των Αψβούργων που έδρευε κατά τον 15ο ή τον 16ο αιώνα στην Βιέννη, στην Πράγα, στη Μαδρίτη ή τις Βρυξέλλες, δίχως την αίσθηση ότι αυθαιρετούμε απέναντι στη λογική της εποχής στην οποία αναφερόμαστε.
Η κριτική αμφισβήτηση ανάλογων αποτιμήσεων από τις κοινωνικές επιστήμες απουσιάζει ακόμα και σήμερα. Το φορτισμένο λεξιλόγιο του εθνικισμού έχει διαποτίσει την σύγχρονη σκέψη σε τέτοιο βαθμό που και τα παράγωγα ιδεολογήματα ακόμη κι όταν συνιστούν κατάφωρα λογικά ατοπήματα έχουν γίνει αποδεκτά και ηχούν φυσιολογικά. Πόσο όμως φυσιολογικό θα ηχούσε αν κάποιος διενοείτο να απευθύνει στην κατεστημένη αντίληψη της κοινωνίας και της ιστορίας της την ακόλουθη απλή ερώτηση: αν τόσα από τα σύγχρονα έθνη έχουν πράγματι πανάρχαιη ιστορία, γιατί εξαφανίστηκαν από προσώπου γης λαοί της αρχαιότητας που θα έπρεπε κι αυτοί, κατ'αναλογία, να ορίζονται με τα ίδια κριτήρια, αλλά που είχαν την ατυχία να μη βρουν σοβαρούς διεκδικητές της δικής του ιστορικής κληρονομιάς; Τι έγινε με τα "ένδοξα έθνη" των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των αρχαίων Αιγυπτίων, των Χετταίων, τι συνέβη με τους Φιλισταίους, τους Αβάρους, τους Αψυλίους, τους Αβασγούς, τους Τζανούς κοκ.; (Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουνε υπάρξει απόπειρες εθνικιστικής εκμετάλλευσης και αυτών των αρχαίων πολιτισμών, παρόλο που η σοβαρότητα αυτών των ισχυρισμών ελέγχεται απο ανταγωνιστικούς και άλλους εθνικισμούς).
Στην προσπάθεια να καταδειχθεί η ιστορικότητα έθνους και εθνικισμού μπορεί βεβαίως να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι λέξεις όπως έθνος, natio, nation κλπ. έχουν παρελθόν που υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια της σύγχρονης κοινωνίας -κοντολογίς, ότι δεν είναι λέξεις καινούργιες, αλλά παμπάλαιες. Δεν υπάρχει, πιστεύω, πιο διαδεδομένη αλλά και πιο επιπόλαιη ένσταση. Οι λέξεις είναι σαν τα νομίσματα: η ανταλλακτική αξία τους αλλάζει απο κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού με την ίδια λέξη διαφορετικοί άνθρωποι σε διαφορετικούς χρόνους εννοούν διαφορετικά πράγματα - και η παράκαμψη αυτού του προβλήματος της σημασιολογίας στην ιστορία συνιστά βαρύτατο μεθοδολογικό σφάλμα. Πράγματι οι λέξεις έθνος και nation δεν είναι καινούργιες, έχουν ιστορία, όμως αυτή η ιστορία λέει πολλά όχι μόνο για όσα σημαίνουν αλλά και για όσα δεν σημαίνουν κατά περιόδους.

Η λέξη έθνος στους αρχαίους κλασικούς έχει πολλές σημασίες, καμία από αυτές όμως δεν αντιστοιχεί σε αυτήν που της αποδίδουμε σήμερα. Στον Όμηρο για παράδειγμα, έχει την έννοια της συντροφιάς ("έθνος εταίρων", Ιλ. Γ32, Η115), του στρατού γενικά ("έθνος λαών", Ιλ. Ν495, "έθνεα πεζών" Ιλ. Λ724) ή κάποιας συγκεκριμένης στρατιάς "έθνος Αχαιών", Ιλ. Ρ552), του σωρού νεκρών ("έθνεα νεκρών", Οδ. λ34, κ526) και τέλος του σμήνους εντόμων ή πτηνών ("έθνεα μελισσάων, ορνίθων, μυιάων", Ιλ. Β87, 459, 469). Στον Πίνδαρο απαντάται με τις σημασίες είτε του φύλου ("ανέρων έθνος", Ολ. 1,66, "έθνει γυναικών" Πυθ. 4,252) είτε του συγγενούς (Νεμ. 5,43). Στον Ηρόδοτο αναφέρεται στη φυλή, το γένος (" Μηδικόν έθνος", 1,101) ή στις ελληνικές πόλεις - στον πληθυντικό! - που υπέκυψαν στους Πέρσες ("των μηδισάντων εθνέων των Ελληνικών", 9,106,3) στον Θουκυδίδη σε διάφορες φυλές, ελληνικές ή βαρβαρικές (1,3 και 3,92) και στον Ξενοφώντα στην φυλή ή το γένος ("Πομπάς εποίησαν κατά έθνος έκαστος των Ελλήνων" Αναβ. 5,5,5), στο φύλο ("Θήλυ έθνος", Οικον, 7,26) και στη συντεχνία ή την επαγγελματική ομάδα (οίσθα τι έθνος ηλιθιώτερον ραψωδών;", Συμπ. 3,6). Στον Αισχύλο χρησιμοποιείται για τις Ερινύες (Ευμ. 366) ή για οπλισμένη ομάδα ("έθνος μαχαιροφόρον" , Περσ. 56), και στον Σοφοκλή αναφέρεται σε αγέλες ζώων ("θηρών ...έθνη", Αντ. 344 και Φιλ. 1147). Στον Πλάτωνα η λέξη έθνος έχει την έννοια του είδους (ιχθύων έθνος, Τίμ. 92γ), της επαγγελματικής ομάδας (δημιουργικόν έθνος, Γοργ. 455β, έθνος κηρυκικόν, Πολιτικός 290β) και του γένους ή της φυλής (των Θετταλών...πενεστικόν έθνος - Νόμοι 776δ), ενώ στον Αριστοτέλη ο όρος αναφέρεται στις βαρβαρικές φυλές σε αντιδιαστολή με τις ελληνικές (Πολιτικά, 1324β10). Οι σημασίες της λέξης λοιπόν ποικίλλουν και όχι μόνο δεν έχουν την σημερινή πολιτισμική και πολιτική φόρτιση, αλλά δεν αναφέρονται καν σε μία και μόνη θεματική κατηγορία.

Και στην Παλαιά Διαθήκη όμως (μετάφραση των Ο) η λέξη έθνος χρησιμοποιείται για το χαρακτηρισμό όχι του εβραϊκού ή άλλου έθνους με τη σύγχρονη σημασία, αλλά όλων όσοι δεν ανήκουν στην εβραϊκή θρησκευτική κοινότητα, δεν πιστεύουν δηλαδή στο θεό του Ιεχωβά (ινατί εφρύαξαν τα έθνη; - Ψαλμ. β΄1). Ανάλογη σημασία θρησκευτικής διάκρισης έχει και στην Καινή Διαθήκη ("Εις οδόν εθνών μη απελθήτε" - Ματθ. Ι,5) ╈αι στα αποστολικά κείμενα ("Εν τη κατασχέσει των εθνών" Πράξεις, Ζ45 και "των εθνών τε και των Ιουδαίων" Πράξεις ΙΔ5) ενώ ο Παύλος ("ο εθνών απόστολος" Προς Ρωμαίους, ΙΑ,13) τη χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τους μη εβραϊκής καταγωγής χριστιανούς (Προς Ρωμαίους, ΙΕ27).

Στους Λατίνους η λέξη natio συναντάται στον Κικέρωνα με τη σημασία άλλοτε της θεότητας της γέννησης (N.D., 3,18,47) και άλλοτε της φυλής (N.D. 2,29,74, Q.Fr.1,1,9 27, Phil. 10,10,20.) της κοινωνικής τάξης (Sest. 44,96) ή κάποιας μερίδας υποψηφίων (Pis. 23,55). Στον Βάρρωνα εννοείται ως ράτσα ζώων (R.R., 2.6.4.) ή ανθρώπων (L.L., 9,93), στον Πλίνιο ως είδος ζώων ή πραγμάτων (22,24,50 109 και 21,14,49 83), στον Πλαύτο ως γένος ανθρώπων (Men. 2,1,34 και Rud. 2,2,6) ενώ παρόμοια σημασία έχει και στον Τάκιτο (G. 38).
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λέξη έθνος και τα παράγωγά της δηλώνουν τους μη Χριστιανούς, όπως προκύπτει από τα Πατερικά κείμενα αλλά και από τη χρήση της λέξης natio στην εκκλησιαστική λατινική του Τερτυλλιανού (De Idol. 22). Κι αυτή όμως η σημασία αλλάζει στην μεσαιωνική Δύση όπου ο όρος natio αποτελεί νομική έννοια για την υποδήλωση της οργανωμένης κοινότητας ή του μοναστικού τάγματος μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια και τα πανεπιστήμια. Εξίσου άσχετες προς τη σημερινή έννοια είναι και οι σημασίες της λέξης nation στις λατινογενείς γλώσσες εώς και τον 18ο αιώνα. Είναι άξιος προσοχής για τις πολλαπλές συνδηλώσεις της λέξης μέχρι και σχετικά πρόσφατα ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιειται από τον Άνταμ Σμιθ στο Ο Πλούτος των Εθνών που εκδίδεται το 1776, έτος διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Η εμμονή στον ισχυρισμό περί αρχαιότητας του έθνους παρουσιάζει λοιπόν εξαιρετικές δυσκολίες. Αυτό και μόνον αρκεί για να υποδηλώσει το σύγχρονο χαρακτήρα του εθνικισμού, της σύγχρονης εκείνης ιδεολογίας που στρέφεται γύρω από μίαν έννοια που δεν υπήρχε σε προηγούμενες κοινωνίες.

Ο ίδιος ο όρος εθνικισμός είναι φυσικά άγνωστος πριν από τον 18ο αιώνα, αφού εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις στα 1798 και καθιερώνεται μόλις στα τέλη του 19ου αι. Ο ακριβής προσδιορισμός του γενέθλιου σημείου του εθνικισμού έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών και ταυτίζεται άλλοτε με τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642), άλλοτε με το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας (1772) άλλοτε με τη διακήρυξη της αμερικάνικης ανεξαρτησίας (1776), άλλοτε με τη γαλλική επανάσταση (1789) και άλλοτε με τον Λόγο προς το Γερμανικό Έθνος του Φίχτε (1807). Οι περισσότεροι πάντως μελετητές συμφωνούν πως η γένεση του εθνικισμού πρέπει να τοποθετηθεί στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα στην Ευρώπη.
Πρόκειται λοιπόν για κατ' αρχάς ευρωπαϊκό φαινόμενο που εξαπλώνεται ραγδαία μέσα σε λιγότερο από 2 αιώνες σε ολόκληρη την υφήλιο.


Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, εκδόσεις Κατάρτι, 1996 (β έκδοση).
Πηγή: http://www.geocities.com/tuki8eblom/lek.html (η ιστοσελίδα του αγαπητού φίλου blogger tuki8eblom).

doctor

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Αναμνήσεις του Μετώπου - Η Μικρασιατική εκστρατεία μέσα από τα μάτια ενός στρατιώτη



Το τμήμα χειρογράφων του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών διαθέτει ένα χειρόγραφο ημερολόγιο [1], γραμμένο από τον Χαράλαμπο Πληζιώτη, που συμμετείχε στην Μικρασιατική εκστρατεία ως απλός στρατιώτης. Το ημερολόγιο καλύπτει τα γεγονότα από τον Απρίλιο του 1920 έως τον Οκτώβριο του 1921. Η αιτία της διακοπής του ημερολογίου δεν είναι γνωστή [2].
Ο Χαράλαμπος Πληζιώτης ανήκει σε μια τυπική πολυμελή μικρασιατική οικογένεια της Σμύρνης και έχει 8 αδέρφια [3]. Έχει γνώσεις τετάρτης δημοτικού (οι ανορθογραφίες του είναι εμφανείς και καταδεικνύουν το επίπεδο των γραμματικών γνώσεων του συγγραφέα και το κείμενο παρατίθεται έτσι, ανορθόγραφο, χωρίς καμία επέμβαση) και το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί αυτός ο άνθρωπος, ναυτικός από τη Σμύρνη με γνώσεις τετάρτης δημοτικού, κρατάει ημερολόγιο; Αξίζει να σημειωθεί ότι τα γνωστά μας «ημερολόγια της εποχής» εκείνης είναι συνήθως γραμμένα εκ των υστέρων, είναι δηλαδή περισσότερο αναμνήσεις, απομνημονεύματα.

Ο συγγραφέας φροντίζει ιδιαίτερα το τετράδιό του. Το ενημερώνει καθημερινά. Οι περιγραφές του είναι μια αναμετάδοση του πολέμου σε πραγματικό χρόνο και διαπνέονται από μια υπνωτική μονοτονία. Θυμίζουν την περιοδικότητα της παλίρροιας, το συνεχές πήγαινε-έλα. Το ενδιαφέρον σε αυτές τις σελίδες είναι ότι ο αναγνώστης μπαίνει ο ίδιος στο στρατιωτικό κλίμα της βαριεστημάρας, της ανίας, της άδειας ζωής, με ξαφνικές όμως εξάρσεις, όπως είναι οι σκηνές της πάλης με το κρύο ή τη ζέστη, της μάχης, της καταστροφής, του θανάτου. Η διατροφή του στρατεύματος, μόνιμη έγνοια, αναφέρεται διεξοδικά και καταγράφεται μέρα με τη μέρα.
Ο Πληζιώτης δεν εκφέρει πολιτικό λόγο (στις εκλογές της 1/11/1920 δηλώνει: «δεν εψήφισα τίποτε») και περισσότερο μιλάει ως φαντάρος, βλέποντας όλη την εκστρατεία με τα μάτια ενός νέου που πολλές φορές απορεί με αυτά που ζει, ενός νέου που «πήζει», που κάνει αγγαρείες, σκοπιές, σκάβει χαρακώματα, πεινάει, κρυώνει, ζεσταίνεται, πονάει, στενοχωριέται και αηδιάζει από τον θάνατο που υπάρχει παντού.
Πολλές φορές ειρωνεύεται τα κακώς κείμενα και περιγράφει μέσα από την δεινή του θέση τα πράγματα με πολύ έξυπνο τρόπο και με καυστικό χιούμορ που ξεκινά από τον αυτοσαρκασμό και φτάνει ίσαμε την ανοικτή ειρωνεία των «εθνικών ιδεωδών».
Δεν προσπαθεί να πάρει το μέρος κανενός, δεν είναι ούτε βενιζελικός, ούτε αντιβενιζελικός, και αυτό βοηθά πολύ στο να καταγράφει τα πράγματα χωρίς ιδεολογικές μέριμνες,όπως ακριβώς τα βλέπει και τα βιώνει. Όσα γράφει και αφορούν την πολιτική κατάσταση τα γράφει ως απλός πολίτης, ως ένας απλός στρατιώτης που βρίσκεται μπροστά στον παραλογισμό (π.χ. η απαγόρευση στους μικρασιάτες να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα σχετικά με την επάνοδο του βασιλιά, ή η προκατάληψη των «παλαιοελλαδιτών αντιβενιζελικών» προς τους κρήτες και μικρασιάτες στρατιώτες).
Ο Πληζιώτης και η οικογένειά του με την κατάρρευση του μετώπου, περνούν στην Ελλάδα και ακολουθούν τη μοίρα όλων των προσφύγων. Αργότερα, ο Χαράλαμπος μεταναστεύει στην Αμερική, όπου και πεθαίνει το 1960.
Παρουσιάζω παρακάτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα του ημερολογίου του Πληζιώτη, μέσα από τα οποία βλέπει κανείς πως έζησε ένας απλός στρατιώτης όλα αυτά τα γεγονότα.

14/6/1920. Οι κάτοικοι (σ.σ. του Γιαγιάκιοϊ) μας υπεδέχθησαν με μεγάλη χαράν. Εμάθαμε δε ότι χθες ήλθεν ένας ουλαμός του Αου λόχου, κάποιος Τούρκος όμως επυροβόλησεν έναν στρατιώτην με δίκανον πιστόλι στα μούτρα. Αυτό ήτο αιτία και έπεσαν οι στρατιώται επάνω τους και σκώτοσαν 15 Τούρκους, αφού τους ρήμαξαν και τα μαγαζιά τους.
17/6/1920. Προχορούντες είδαμε αρκετά πτώματα Τούρκων ξαπλομένα κάτω, ως φένεται τους σκώτοσαν οι προπωρευόμενοι ιππείς.
23/7/1920. Το πρωί δρόμο, πήγαμε σε δύο τουρκικά χωριά (σ.σ. της Ανατολικής Θράκης), περάσαμε πάλι καλά, οι άνθρωποι μας εσέρβειραν ό,τι είχον ευχαρίστεισιν, γάλα, τυρί κτλ…
14/8/1920. Από χθες το απόγευμα ήμαι σκηνοφύλαξ, και έφαγα βροχή που φούσκωσα. Τα πράγματα αρχίζουν πάλι και βρομούνε, μυρίζη προέλασις, και άλλο δεν συλλογειζόμεθα τα πόδια μας, τι έχουν να τραβείξουν, αυτά θα τα πληρώσουν. Το φυσούμαι και δεν κρυώνει.
20/9/1920. Πήγαμε με τον Σιμιτόπουλο στη λίμνη και κάναμε μπουγάδα, όταν γυρείσαμε στο αντίσκηνο, βλέπομε ένα σακούλι καρύδια, ρωτούμε τον Πεζάρον τι συμβαίνη και μας λέγη ότι μέσα στην πόλιν (σ.σ. στην Νίκαια) γίνεται Ανάστα ο Θεός, πηγένομε λοιπόν και μεις μέσα στην πόλιν, οι φαντάροι ήσαν σκορπισμένοι δεξιά και αριστερά μέσα στα σπίτια και στα μαγαζιά, εγίνετο γενική αρπαγή, οι κάτοικοι Τούρκοι είχον φύγη προηγουμένως εκτός μερικών. Έλληνες δεν υπήρχον, διότι προ ημερών τους είχον σφάξη όλους [4].
Μετά πήγαμε μερικοί βόλτα έξω από την Νίκαια για να ιδούμε τους σφαγμένους χριστιανούς, στον δρόμο εβρείσκοντο κεφάλια σκορπισμένα, χέρια και πόδια, και άλλα διάφορα, να τα βλέπη κανείς και να τον πιάνη ντελίριο, παρακάτω τρία πηγάδια γεμάτα έως επάνω, και τέλος το σπήλεον, όπου ήσαν στιβαγμένα μέσα κάπου 400 κορμιά, σφαγμένα διαφοροτρόπως και πάσης ιληκίας, δεν εσταθήκαμε ούτε λεπτό, μας κατέβηκε ζαλάδα, κόντεψε να σκάσομε.
23/9/1920. Λέγουν ότι θα φύγομε στις 10, λοιπόν έχομε καιρόν να πάμε έως την πόλιν για βολτίτσα, εγείναμε μια καλή παρέα και επήγαμε, μέσα όμως οι φαντάροι είχαν δουλειά πολύ, έβαζαν φωτιά στην Νίκαια και από τα δεκατέσσερά της σημεία, αμέσως και εμείς τους βοηθούμε, σπίρτα είχαμε αρκετά, αλλά, έως ότου την κανονίσουμε, είδαμε και πάθαμε, ο ίδρως έτρεχε από επάνω μας ποτάμι. Μετά καθήσαμε κάπου υψηλά και καμαρόναμε, όπως και ο Νέρων μια φορά, όπου έκαυσε την Ρώμην.
25/9/1920. Έως το βράδυ διορθονόμαστε, κατά τον κανονισμό του θαλλάμου δεν επιτρέπεται μέσα να καπνίζομε, να τρώγομε, παρά μόνον έξω, δηλλαδή στον δρόμο, κατόπιν για σωματική ανάγγην πρέπη να πάη κανείς στης ελιές, μια απόστασις 20 λεπτών, να πάη και νάρθη την ημέραν καλά, αλλά την νύκτα; Και αν τον βαστά κανένα κόψιμο; Ας τα κάνη πάνω του! Καλά! Κατόπι σου λέη, δεν επιτρέπεται να πάη κανείς στην πόλιν, εκτός μόνον το βράδυ από 6-8, και υπό τον όρον πρώτον να φορή το ξίφος του, να είναι καλά κουμπομένος, να βαδείζη ανδρικά, να μην πίνη οινοπνευματώδη ποτά, να μην παίζη χαρτιά, να μην τραγουδή και…και… να τους πάρη και να τους σηκώσει όλους γενικώς.
6/10/1920.Το μεσιμέρι διεδώθη ότι θα κρεμάσουν κάποιον χόντζα, ο οποίος εσαμάρωσε στην Νίκαια ένα παππά, επήγαμε να τον ιδούμε, αλλά δεν τον κρέμασαν, του έκαμαν κάτι άλλο καλλήτερο, τον έβαλαν μέσα σε ένα κωφίνι και τον έκλεισαν, κατόπιν τον εκρέμασαν από ένα βίντζι βαποριού και τον βουτούσαν στην θάλλασσαν, και πάλιν τον έβγαζαν και του έκαμαν αυτή την δουλειά τακτικά! Έχομε απενταρία μεγάλη, δεν μπορούμε να το κουνίσομε από τον θάλλαμον, έχομε όμως αποκτείση ένα άλλο καλό αυτές της ημέρες,ψείρες! Άφθονες.
15/10/1920. Το μεσημέρι είδα το Κιοπρού-Χισάρ και εκάπνειζε σαν φουγάρο, ως φένεται, το πλιατσικολογήσανε καλά πρώτα και μετά του κάνανε το πολκάκι του. Έως το βράδυ περάσαμε πολύ καλά, αλλά το κρύο δυνάμωνε πολύ, στας 7 ½ παρέλαβον σκοπός, σκοτάδι δεν υπάρχη, το Κιοπρού-Χισάρ μας φέγγη σαν ηλεκτρικό.
16/10/1920. Στας 2 μας αντικατέστεισε ένας λόχος του 27ου Συντάγματος, εμείς κατεβήκαμε στο Κιοπρού-Χισάρ, το οποίον ήτο ερήπιον. Στας 3 εφύγαμε, έπεφτε και ψιλό ψιλό χιόνι, δρόμο λοιπόν για το Γενή-Σεχήρ, κρύο φοβερό, τυλίχθηκα καλά μέσα σε μια κουκούλα, και τροχάδην, μαζύ μας είχαμε και 60 αιχμαλώτους. Στα πλάγια μας καίονται δύο χωριά, παρακάτω πηγαίνη ο 1ος λόχος να κάψη άλλο ένα, λέγουν ότι θα κάψομε πολλά χωριά, έως ότου να γυρείσομε στην Κίον.
18/10/1920. Τα βουνά γύρω είναι κατάλευκα από το χιώνι, δεν το κουνούμαι ρούπι από την φωτιά. Στας 10 ήλθον όλοι οι κάτοικοι κάπιου χωριού, που είναι κοντά μας, και παραπονούντο ότι τους επείραζαν από τα άλλα χωριά οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, ο λοχαγός, αφού τους ήκουσεν, τους ήπε να πάνε πίσω πάλι στο χωριό και δεν είναι τίποται. Όταν έφευγαν ένας είπε γκιαούρηδες, κάποιος τον ήκουσε και το ήπε του λοχαγού, αμέσως τον παραλαβαίνουν και τον καταδικάζουν εις θάννατον διά τουφεκισμού, και πάη λέοντας! Γύρω μας καίονται χωριά, και εμείς καθώμαστε στον γύρω και τα καμαρώνομε.
19/10/1920. Είχαμε προχορείση κάπου δύο χιλιόμετρα, όταν γύρεισα και είδα το Γενή-Σεχήρ να καπνίζη σαν φουγάρο!! Κατά τας 8 φθάνομεν και περνούμε κάποιο χωριό, αλλά και αυτό σε λίγο έγεινε θυσία εις τον θεόν Μολώχ. Έχουν μείνη όμως πολλά χωριά ακόμη, αλλά πίσω μας έρχεται το 27ον και ταξειγά!
20/10/1920. Στας 4 βάρεσε εγερτήρειον, ήμουν προηγουμένως ξηπνός και είχα ανάψη φωτιά, αν και εξακολουθούσε να βρέχη. Ετοιμάζομε τα πράγματά μας και στας 6 φεύγομε, αλλά ο ποταμός ένεκα της βροχής είναι αδιάβατος, αναγγαστικώς λοιπόν ο λόχος μας και ο τρίτος βαδείζομε από αυτό το μέρος του ποταμού, έως ότου φθάσαμε ένα χωριό και είχε ένα γεφυράκι, άλλως θα κολυμβούσαμε. Και βαδείζομε όλο δρόμο αμαξητόν, λάσπη έως τα γόνατα, αλλά ποιος τα ψηφάει τέτοια ψιλά πράγματα προ παντός αφού είναι για την Πατρίδα!!!
22/10/1920. Το απόγευμα πήγε το τάγμα μας στην πλατείαν των λουτρών, όπου εγένετο καθέρεσις ενός λοχίου, ενός δεκανέα και 5 στρατιωτών κατηγορουμένων άλλων επί λιποταξία και άλλων επί κλοπή.
1/11/1920. Εκλογαί, δεν εψίφισα τίποται [5].
22/11/1920. Ετοιμαζόμεθα, μας έδοσαν άρτον και γαλλέταν, επίσης και δύο ημερών εφεδρικήν τροφήν. Κατά τα φαινόμενα, μυρείζη Εσκή-Σεχήρ. Έγινε και το Δημοψήφισμα [6], εμείς όμως οι Μικρασιάται δεν ψηφείζομαι, διότι ήμεθα Εθελονταί!!!... Και συνεπώς δεν μας ενδιαφέρει ποιος θα είναι ο βασιλεύς της Ελλάδος… Τι τραβούμαι και μεις οι Εθελονταί,αλλά δεν πταίη κανείς άλλος… εκείνος ο κοιλαράς ας όψεται!
8/12/1920. Θεωρία από τον νέον ανθυπασπιστήν, είναι ένα κέ….βερνικομένον. Μετά στη λιακάδα. Συσσίτιον ρύζι-κρέας. Από το μεσημέρι παρέλαβα θαλαμοφύλαξ!
10/12/1920. Το πρωί θεωρία από το κέ… Το μεσημέρι βγήκα περίπολος έως τας 3.Το βράδυ συσσίτιον ρύζι-λάχανο-πιλάφι. Από 9-12 περίπολος.
23/12/1920. Στας 6 επήγα περίπολος έως τας 9. Εν τω μεταξύ μάθαμαι ότι θα φύγομαι.
Εξω από το χωριό αποθέσαμαι, εκεί ο νέος διοικητής του τάγματος Φοτώπουλος μας ήπε μερικές πατριωτικές σαχλαμάρες και ότι αύριον ή μεθαύριον γοίνεται επίθεσις, και αν λάβομε διαταγήν θα βαδείσομαι μέχρι του Εσκή-Σεχήρ! Και ότι εκεί θα αναπαυθώμεν! Είναι η τελευταία πωρία που κάμομαι!! Και από εκεί θα πάμε στα σπίτια μας!... σιδηροδρομικώς…και….άλλες πολλές αρλούμπες. Στας 2 αναλάβεται τον γυλιόν στην πλάτη και αγάντα ποδαράκια μου…
26/12/1920. Περνούμαι σε λίγο ένα χωριό όπου καιγότανε, οι δε κάτοικοι ήσαν μαζευμένοι όλοι έξω στην παιδιάδα και το καμάρωναν.
29/12/1920. Κατά το μεσημέρι περνούμε το Ασάκιοϊ και τον ποταμόν. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού Έλληνες είχον φύγη, διότι, ενώ έφευγε ο στρατός, ήτο δύσκολον πλέον να καθήσουν. Ο σταθμός του σιδιροδρόμου εκαίετο.
Προχορούμαι και στον δρόμον βλέπομε δεξιά και αριστερά τους κατοίκους που φεύγουν, γέροι, γρηές, νέες, παιδιά και με ό,τι ημπορούσαν να σηκώσουν στην πλάτη, κίτρινοι και κατεπτοημένοι, από τον φόβον και την λύπην!
Το απόγευμα φθάνομε στο Μπιλετζίκ, και εδώ οι κάτοικοι όλοι αναστατωμένοι έτρεχον επάνω και κάτω σαν τρελλοί, και μας έβλεπον όλοι με ένα βλέμα που δεν γνωρείζω τι εσήμενε, μας ελυπούντο όπου εφεύγαμε; μας εμησούσαν γιαυτό; μας ικέτευον να τους προστατεύσομε; δεν ξεύρω.
Από το πρώτο χωριό που περάσαμε… έχη χαλάση πολύ η καρδιά, περπατό σκυφτά και δεν ημπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου να ηδώ κανέναν. Εν τω μεταξύ διέταξε ο μέραρχος όλοι οι κάτοικοι να μείνουν στα χωριά των, επίσης και όσοι έχουν προχορείση εμπρός να τους γυρείσουν οπίσω, διότι δεν υπήρχε κανείς κύνδινος διαυτούς!!
Το βράδυ φθάνομε και κατασκηνόνομαι στο χωρίον Πέλδος, έρημον και αυτό από τους κατοίκους, φεύγουν κι ακόμη φεύγουν, επί τέλους, κακοπόνια έχουν από τον ελληνικόν στρατόν; αφού τους ηλευθέρωσε από τον τουρκικόν ζυγόν, τι άλλο θέλουν; Καημένοι άνθρωποι! Ζούσαν, όπως κιάν έχη, κάπως καλά,ήσυχα… όταν μια ωραίαν πρωίαν βλέπουν τους αδελφούς των Έλληνας να έρχονται ως Άγγελοι παρρηγορίας και Ελευθερωταί!! Τώρα τι έχει να γείνη μετά 2-3 ημέρας σαυτά όλα τα χωριά της Απελευθερωμένης αυτής περιφερίας, ο θεός γνωρείζη!!
31/12/1920. Στας 6 φεύγομε. Η ίδια ιστορία στο δρόμο με τους κατοίκους, άλλοι φεύγουν, άλλοι γυρείζουν πίσω… και γύρω ο κάμπος και τα βουνά είναι γεμάτα από ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, τρέχουν από δω κιαποκεί, δεν ξεύρουν τι κάμουν, είναι πραγματικώς για λύπη! Περνούμαι το Κιοπρού-Χισάρ και την γέφυραν, και σταματούμαι παρακάτω για να πάρομαι τρόφιμα.
Καθήσαμε επί 3 τέταρτα της ώρας, αφού πέρασεν όλος ο στρατός, το μηχανικό ανετίναξεν την γέφυραν, και από το άλλο μέρος της γέφυρας έμειναν αρκετοί από τους κατοίκους που μας ακολουθούσαν, συνάμα δε πολλών μητέρων τα παιδιά είχον περάση από το μέρος μας, και εκείναι έμενον από το άλλο, και άλλου είχε περάση η γυναίκα, άλλης ο άνδρας, και πολλά και διάφορα άλλα σχέδια, καλά και αγαθά της Ελευθερίας!! Και του Πολιτισμού! Τέλος πάντων αυτή η προέλασις έγεινε να καταστρέψωμε αρκετά χωριά και κάμποσες χιλιάδες ησύχων ανθρώπων, επίσης να τραβήξομαι και μεις αυτά τα μυστήρια!
10/1/1921. Βραδυνό σισοίτιον φασόλια (;) έκαμα όμως μερικές βουτιές, αλλά δεν βρήκα τίποται!
12/1/1921. Την νύκτα φύλαξα και δύο ώρας σκοπός, είδα δε και ένα όνοιρον ότι ήσαν μαζευμένοι όλοι οι αρχηγοί της Ελληνικής επαναστάσεως Μάρκος Μπότζαρης, Τζαβέλας, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, και τα ρέστα, και έκαμαν συμβούλιον υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου! Έχει γούστο να σηκωθούν και αυτοί, και μαζύ μας να εξακολουθήσουν τον Απελευθερωτικόν αγώνα μας!!!! Και χαιρέτα μου τα….
13/1/1921. Παγωνιά!Κρύο! Και τουρτούρα. Μετά το τσάι κάθησα στην καλύβα κοντά στο αγαπητό μανκαλάκι, και σκέπτομαι και παραβάλλω τον περυσινό χειμώνα με τας βενκέρους του, και τον φετεινόν με τα χιόνια, της βροχές του, κρύα του, βουνά,λάσπες, πείνες,πορείας, τσέτες, Τούρκους, αδεκαρίες κτλ. κτλ. Αλλά έλα πάλι, που τα υποφέρη κανείς, όταν σκεφθή ότι πρόκειται για το Μεγαλείον της Πατρίδος!!!
15/1/1921. Εφύλλαξα έως τας 3 και μετά παρέδωσα φορτομένος στο χιόνι, επήγα και κάθησα στο αντίσκηνο και έγραφα τα πάθη μου, συνάμα τινάζω τακτικά το αντίσκηνο για να μην με πλακώση το χιόνι, το οποίο αρχίζη και το ρίχνει με το τσουβάλι, ο δε αέρας δυνάμωσε και θερίζη. Και τα πράγματατα βλέπωμε πολύ σκούρα, το μόνον που ημπορή να μας σώση είναι η φωτιά, και μας απασχολή το ζήτημα, απού να προμηθευθώμεν ξύλα, αλλιώς θα ψοφήσομε από το κρύο. Πήγαν λοιπόν 5-6 παιδιά με τον δεκανέα Βαρδάκη τον Τρανόν και έφεραν μερικά ξύλα κι ένα κουτσουράκι, ακριβώς 3ών μέτρων μήκους και ένα πλάτους, ολόκληρος κορμός δέντρου, και το βάλλαμε αμέσως εις ενέργειαν. Κατόπιν καθήσαμε και φάγαμε ρέγγες. Στας 6 το χιόνη είχε φθάση 1 ½ μέτρον, το αντίσκηνόν μου λίγο θέλη να σκεπάση έως επάνω, και βαστώ πότε πότε ένα πτύο και το ξεσκεπάζω, αλλά δεν το προφθένω, κατά τα φαινόμενα, όπως πάη, θα σκεπάση και εμάς, και ίσως καμιά φορά μας εύρουν οι αρχαιολόγοι και μας για αρχαίους.
21/1/1921. Στας 8 ½ δουλιά, κασμά και φτυάρι, εκάμαμε την παρατήρησιν στον ανθυπολοχαγόν ότι δεν κοιμηθήκαμε χθες την νύκτα και να εργασθώμεν ολιγότερον. Γιατί να μην κοιμηθήτε, μας λέγη. Σας είπον να επαγρηπνήται και όχι να αγρηπνήται! Έχει δίκαιον ο Κος Ανθυπολοχαγός,εμείς πταίομεν!
Το μεσημέρι σισσίτιον στιφάδο, αφού έφαγα, κοιμήθηκα καμιά ώρα,και μετά το τσάι στα καταναγγαστικά έργα. Βραδυνόν σισσίτιον μακαρόνια και μισή ρέγγα. Απόψε φύλαξα σκοπός από 10-11 ½ και από 5-6, είχε όμως σκοτάδι πολύ!
27/1/1921. Σήμερον έχομεν και μισθόν!! του μηνός Δεκεμβρίου. Μεγαλεία. Μας είπον δε να αφήσωμεν ότι έχομε ευχαρίστησιν δια τους πρόσφυγας του Μπιλετζίκ (σ.σ. βλ.29/12/1920) και των άλλων χωρίων, δηλλαδή εκείνων των χωρίων τα οποία «Απελευθερώσαμε» τοις προ άλλες. Αφήσαμε από μια δραχμή! Κάμποσα λεπτά! Αλλά μήπως και ειμείς δεν είμεθα χειρότεροι από εκείνους; Ας όψονται οι καταστροφείς των!
28/1/1921. Άρχισαν πάλι να διαδείδονται προελάσεις, Άγκυρες, Εσκή-Σεχίρ και τα λοιπά, και όσο τα ακούμε λυώνουν τάντερά μας.Τι έχομε ακόμη να τραβήξομε, κανείς δεν το ηξεύρη, ας παν στο διάβολο! Δεν θέλω να ακούω τίποται πειά!
2/2/1921. Έμαθον και το χαρμόσυνον άγγελμα ότι με επήρε η διαταγή για δεκανέα!!
3/2/1921. Στας 2 ½ πήγαν οι άλλοι στα χαρακώματα, εγώ δεν πήγα. Δεκανεύς για! Αρχίζω να κάμω χρήσιν του βαθμού μου, οι δεκανείς δεν πηγένουν ούτε αγγαρία, ούτε να σκάβουν στα χαρακώματα! Επίσης δεν φυλλάττουν…σκοποί! Μάλλους λόγους ανέλαβον από σήμερον υψηλά καθήκοντα!!!
23/2/1921. Επήγα στο καφενείον, στας 7 γύρισα στον λόχον, εκεί έμαθα ότι κατά διαδόσεις ο 3ος λόχος και ο ιδικός μας θα πάμε μέχρι το Γενή-Σεχήρ προς αναγνώρεισιν! Όταν το ήκουσα, κόπηκε το αίμμα μου, Αλάχ! Που λέγη και ο Καλλιγέρης, τι έχομε να τραβήξομε, εάν αληθεύει αυτό.
Αργά, όπου ήλθον οι σαλπιγκταί, εμάθαμε ότι ήκουσαν τον διοικητήν λέγοντα ότι αύριον θα πάνε στρατιώται του 3ου και 2ου λόχου να κόψουνε κάποια δένδρα εις ένα μέρος έξω του χωριού για γυμνάσια, λοιπόν δεν αληθεύη το πρώτον, δηλλαδή η αναγνώρεισις, πρόκειται περί αγγαρίας, όχι μόνον αύριον, αλλά και όλην την εβδομάδα πηγαίνω να βγάζω δένδρα, φθάνη μόνον να μην μας λέγουν Γενή-Σεχήρ, Κιοπρού-Χισάρ, Εσκή-Σεχήρ και τα ρέστα. Δεν θέμε να ακούγομαι αυτά τα συχαμένα ονόματα!! Γιατί μας χαλούν το κέφι!
2/3/1921 Σισσίτιον πατάτες, μετά κατέβηκα κάτω και έκαμα την σωδειάν μου, καπνό, σιγαρόχαρτα, σπίρτα, κτλ. επήρα και μισή οκά τσήπουρο και το ήπιαμε με τον Κώτσον, γενήκαμε τήφλα και οι δύο!!
3/3/1921. Το κεφάλι μου είναι καζάνι! Έχω χάλια! Όπως είμαι να με πιάσουν με μια μασιά και να με πετάξουν κάπου… Ετοιμαζόμεθα… Στας 10 ήρθε ο λοχαγός και μας ενέπλησε ενθουσιασμού με κάμποσα πατριωτικώτατα λόγια!! Εμπρός τα κορόιδα!
7/3/1921 […] από εκεί έμαθα ότι τον διεκόμισαν (σ.σ.τον αδελφό του) εις Μουδανιά και ότι πάσχη από δυσεντερίαν. Πάσχω όμως και εγώ από φοβερή αδεκαρίαν!
8/3/1921. Αύριο φεύγομε, ετοιμάζεται επίθεσις! Επήγα στην πλύστρα και της ήπα να ετοιμάση τα ρούχα μου.



Στον δρόμο είδα τα παιδιά του σχολείου, τα εσχόλασαν, διότι, λέγη, απέθανε ο Πατριάρχης [7]. Δεν επέθαινε καλλίτερα αυτός που διέταξε την επίθεσιν. Τι κρίμμα αλήθεια!
10/3/1921. Περνούμε χωριά, Μπαϊρκιοϊ,κατόπιν το Καπητσιλάρ, το οποίον εκαίετο, μετά το Γιουγούρ-ντερέ, κιαυτό εκαίετο, παρακάτω άλλο χωριό, κιαυτού φωτιά!
11/3/1921. Στας 7 ξεκινούμε, δεξιά μας βαδείζουν τα συντάγματα 27ον και 28ον. Στα πλάγιά μας καίονται έρημα χωριά! Αντίκρυ μας εκαίετο ένα χωριό, από κοντά μας σε λίγο περνούσε το 27ον Σύνταγμα, όλοι οι μεταγογικοί ήσαν φορτομένοι από κόττες, αυγά, τυριά, και ό,τι τέλος πάντων ημπορή να έχη ένα χωριό, πριν καή!
14/3/1921. Αφού διήρκεσε η μάχη ώρας, βλέπωμε τους Τούρκους να το βάζουν στα πόδια, και εμείς όλοι στο πόδι, Αέρα και κυνείγι, φθάνομε τα χαρακώματά των, σκωτομένοι αρκετοί, σφαίρες, όπλα, σακίδια, κουβέρτες, καπνά, γαλέτα και άλλα ήσαν εν αφθονία μέσα στα χαρακώματα και έξω σκορπισμένα. Πιάσαμε και μερικούς αιχμαλώτους. Τραυματίαι του λόχου μας 8, νεκρός κανείς. Όλον το σύνταγμα μαζύ έχει 150 τραυματίας και κάπου 30 νεκρούς! Και έτσι τελείωσε η μάχη του Ακ-Μπουνάρ! Προχορούμε, φθάνομε στο χωριό και στεκόμεθα λίγο, τόσον όσω έφθασε να πλιατσικολογηθή το χωριό καλά και κατόπιν να καή!! Μετά προχορούμε λίγο ακόμη, και φθάνομε εις ένα άλλο χωριό και μένουμε εκεί, μετά μίαν ώραν ήρχισε το χωριό και μας έφεγγε καλά μέχρι το πρωί!!
15/3/1921. Μόλις σκοτίνιαζε, μας εσήκωσαν κάπου 10 με τον ανθυπασπιστήν Οικονόμου, και μας έστειλαν προς ενύσχησιν του δεξιού, πηγέναμε όλο από χαραδρίτσες, Τούρκοι ξαπλομένοι δεξιά και αριστερά, άλλος δίχως χέρι, άλλος δίχως κεφάλι, και πολλά άλλα σχέδια, και τα αίμματα χυμένα επάνω στα χιόνια… Έως ότου να φθάσομε στον προορισμόν μας, εκάμαμε κάπου 3 τέταρτα της ώρας. Με όλην όμως την φρίκην που εσθανόμεθα από τους σκωτομένους, τους πέρναμε την γαλέτα των, διότι ήτο σταρένια και πολύ γλυκειά!!
17/3/1921. Η μάχη εν τη δόξει της. Νεκροί και τραυματίαι αρκετοί. Το σύνταγμα αρεώνεται από τους στρατιώτας τρομακτικά, από επιθετικοί γενήκαμε αμυνόμενοι, τα πράγματα σοβαρεύουν, εσθάνομε τον εαυτό μου όχι καλά, είμαι πλέον εξαντλημένος!
( σ.σ. Ο Χαράλαμπος τραυματίζεται στο χέρι και μεταφέρεται στην Αθήνα όπου και νοσηλεύεται. Έπειτα λαμβάνει άδεια και πηγαίνει στην πατρίδα του την Σμύρνη . Την 5η Ιουνίου 1921 περνάει από επιτροπή που θα αποφασίσει αν μπορεί να πολεμήσει).
Στας 5 του Ιουνίου, ημέραν Δευτέραν, επέρασα από την επιτροπήν η δε αυτού εξοχώτης ο διευθυντής του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Σμύρνης, αντισυνταγματάρχης Κος Πασχάλης, με όλας τας αντιρίσεις των συναδέλφων του της επιτροπής, με έκρινε ικανότατον, διότι, λέγη, τα άλλα δύο δάκτυλα είναι αρκετά όπως εργασθούν το όπλον!
Τώρα με ποιον να τα βάλλη κανείς, με την φύσιν, που μας φόρτοσε ένα σορό δάκτυλα, ενώ είναι άχρηστα κατά τον Κον Πασχάλην διευθυντού του 1ου Στρ.νοσοκομείου Σμύρνης; ή με αυτό το κέρατο που το έχη στραβώση το κομματικόν πάθος και ξεσπά σε όσους έτυχε να κατάγωνται από την Μικρασίαν ή την Κρήτην και τα ρέστα;
1/9/1921. Ο λόχος μας μετονομάζεται 2ος λόχος υποδοχής και διοχετεύσεως ενισχύσεων Τ.Τ. 920 α’! Και η δουλειά μας θα είναι να ετοιμάζομαι σισσίτιον των αποστολών και οικοίματα διά να μένουν την νύκτα.
Μας λέγουν ότι και εμείς οι δεκανείς θα κάμομε αγγαρίας και σκοποί θα φυλλάγομε και οτιδήποτε χρειασθή ανάγγη. Επίσης και οι λοχίαι θα εργάζονται κιαυτοί!! Πολύ καλά ότι θένε θα κάνομε, μόνον να ευρισκόμεθα μερικά χιλιόμετρα μακράν από τον Σαγγάριον. Συνάμα δε μας συστείνουν, έτσι για να ξέρομε, ότι με το παραμικρόν παράπτωμα του κανείς θα αντικαταστήνεται και θα αποστέλλεται στον Σαγγάριον!! Ακρειβώς, όπως μας φοβέριζαν μικρούς με τον μπαμπούλαν, έτσι μας φοβερίζουν τώρα με τον Σαγγάριον!!
8/10/1921. Έχω αρκετάς ημέρας να γράψω τίποται, αλλά και τι να γράψω;


***
Τα περισσότερα από όσα έγραψε ο στρατιώτης Πληζιώτης δεν συνάδουν με το εθνικοπατριωτικό πνεύμα της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας. Αποτελούν μεγάλη παραφωνία και χαλάνε όλη τη μαγική και πλαστή εικόνα που με υποδειγματική πειθαρχία στήνει τόσα χρόνια το επίσημο ελληνικό κράτος.
Μέσα από αυτή τη μονοσήμαντη και εθνικοποιημένη παρουσίαση των γεγονότων, το ελληνικό κράτος προσπαθεί να αποσείσει από επάνω του τις τεράστιες ευθύνες που έχει για την εξόντωση του ελληνισμού στην Ιωνία (τον παρέδωσε συνειδητά στην σφαγή, απαγορεύοντάς του να διαφύγει και να σωθεί) και να στρέψει τον μέσο ανυποψίαστο έλληνα, όχι στον ηθικό αυτουργό, αλλά στον δράστη[8].
Ο Πληζιώτης δεν είναι ο παλαιοελλαδίτης φαντάρος που δεν του αρέσει να πολεμά για τους Μικρασιάτες (θυμίζω ότι περίπου 90.000 ήταν οι λιποτάκτες), δεν είναι ο κομμουνιστής φαντάρος που εμφορείται από αντιπολεμικά αισθήματα και μποϋκοτάρει συνειδητά τον πόλεμο θεωρώντας τον ως μια επιχείρηση προς εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των άγγλων.
Ο Πληζιώτης είναι ένας έλληνας Μικρασιάτης, που το 1913, μαζί με τον φίλο του Κώστα Σώτο, φεύγει κρυφά από το σπίτι του για να πάει να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους. Ζει τον πόλεμο, τον παραλογισμό του στρατού και των εντολών των ανωτέρων του.
Εκτελεί παρ’όλα αυτά τις διαταγές, πολεμά, τραυματίζεται, υποφέρει και υπομένει τα δεινά του πολέμου.
Το ημερολόγιο του Πληζιώτη είναι (για να παραφράσσω τον Καρυωτάκη[9]) το παιδάκι που γκρεμίζει το κάστρο που χτίζουν στην άμμο αυτοί που βλέπουν την ιστορία ως μια ευκαιρία για να φανατίσουν τον πολίτη και να τον κάνουν πιο εύκολα υποχείριό τους, δείχνοντας απέναντι τον μπαμπούλα που καραδοκεί…

doctor
________________________________________________
[1] Μαθητικό τετράδιο, 0,15 Χ 0,20, γραμμένο με μολύβι (μελανί). Κάθε σελίδα περιέχει 19-21 αράδες και είναι πυκνογραμμένη με πολύ λεπτά πλάγια γράμματα. Σύνολο σελίδων 196. Λευκές σελίδες 159-167, 196. Το ημερολόγιο καλύπτει τις σελίδες 1-158, και οι υπόλοιπες σελίδες 168-195 καλύπτονται από τραγούδια της εποχής. Το χειρόγραφο δακτυλογραφήθηκε από τη Μαρία Ασβέστη και βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών με αριθμό κατάταξης Α/Α 477, Μ.Ασία,Γεν.12. Η πολύ ωραία εισαγωγή του βιβλίου (μέρη της οποίας αναδημοσιεύω στο παρόν θέμα) έχει γίνει από την Ματούλα Ρίζου-Κουρουπού.
Πληροφορίες για το βιβλίο: http://www.perizitito.gr/authors.php?authorid=32689
[2] Από μια φράση που έχει γραφτεί δύο μέρες νωρίτερα, σε συνδυασμό με την όλο και αραιότερη τήρηση του ημερολογίου, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο Χαράλαμπος έχασε πια το ενδιαφέρον του, κουράστηκε ή βαρέθηκε: «έχω αρκετάς ημέρας να γράψω τίποτε, αλλά και τι να γράψω;» (8.10.1921).
[3] Ο πατέρας του, Δημήτρης, είναι καπετάνιος, κατάγεται από την Άνδρο, η μητέρα του, Σοφία, είναι γέννημα θρέμμα Σμυρνιά. Ο Χαράλαμπος έχει 4 αδερφούς και 4 αδερφές.
[4] Από το αρχείο προφορικής παράδοσης (Βιθυνία, φάκ.97, μαρτυρία του Θωμά Αναστασιάδη στον Ερμόλαο Ανδρεάδη: «Στις 14/8/1920 […] οι τσέτες μάζεψαν όλον τον ελληνικό πληθυσμό της Νίκαιας, 87 οικογένειες, και τον οδήγησαν έξω από το Λέφκε καπουσού, ανατολικά, στ’αμπέλια. Εκεί έσφαξαν όλους τους Έλληνες με γερμανικές ξιφολόγχες. Τα πτώματα τα πέταξαν στη σπηλιά και τα έκαψαν. Δεν σεβάστηκαν και τον Οίκο του Θεού, έκαναν ρημαδιό την εκκλησία. Βίασαν γυναίκες στην Αγία Τράπεζα. Είκοσι μέρες μετά τη σφαγή μπήκε ο ελληνικός στρατός, έμεινε 3 μέρες κι έφυγε. Δεν εφάρμοσε αντίποινα στους ντόπιους Τούρκους, που δεν έφταιγαν σε τίποτε».
[5] Οι εκλογές τις
1 Νοεμβρίου 1920, έγιναν ανάμεσα σε δύο παρατάξεις για πρώτη φορά στην Ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία. Το ένα ήταν το κυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων και το άλλο η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις, η οποία ήταν η ένωση όλων των υπολοίπων κομμάτων (Κόμμα Εθνικοφρόνων, Συντηρητικό Κόμμα, Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, κ.α. μικρότερα). Σε αυτές τις εκλογές ψήφισαν για πρώτη και τελευταία φορά η μόλις απελευθερωμένη Ανατολική Θράκη. Κυβέρνηση σχηματίζει ο Δημήτριος Ράλλης και στις 24 Ιανουαρίου 1921 ο Ν. Καλογερόπουλος ενω στο Μικρασιατικό μέτωπο φαίνονται τα πρώτα σύννεφα. Στις 26 Μαρτίου 1921 ο Δ. Γούναρης και μετά στις 22 Μαρτίου ο Π. Πρωτοπαπαδάκης. Τον Αύγουστο επέρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά έχουμε κυβερνήσεις των Ν. Τριανταφυλάκου και Στ.Γονατά (πηγή: wikipedia).
[6] Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε από την κυβέρνηση Δ. Ράλλη στις 22 Νοεμβρίου (παλ. ημερ) / 5 Δεκεμβρίου 1920. Στο δημοψήφισμα δεν πήραν μέρος οι Φιλελεύθεροι. Στις 6 Δεκεμβρίου (παλ. ημερ) / 19 Δεκεμβρίου ξαναγύρισε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α'.
[7] Ο Δωρόθεος Προύσσης, τοποτηρητής του οικουμενικού πατριαρχείου 1918-1921. Πέθανε στο Λονδίνο στις 6 Μαρτίου 1921.
[8] Γράφει ο πρίγκηπας Ανδρέας προς τον Ι.Μεταξά (Σμύρνη, 19.12.21):«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων.Θα άξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις την Σμύρνην και τα μετώπισθεν, αλλοίμονον δε αν εν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού! [10].Στην ίδια επιστολή, γράφει ο πρίγκηπας Ανδρέας:«Πρέπει να γίνη κάτι το ταχύτερον δια ν’απαλλαχθώμεν του εφιάλτου της Μικράς Ασίας.Δεν γνωρίζω τι πρέπει να γίνη, πρέπει όμως να παύσωμεν μπλοφάροντες και ν’αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν οία πραγματικώς είναι.Διότι επιτέλους τι είναι καλύτερον;Να πέσωμεν εις την θάλασσαν ή να φύγωμεν προ του λουτρού;» [«Η κατάσταση του ελληνικού στρατού τον χειμώνα του 1921-1922. Επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα στον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη, 19/12/1921)», όπως παρατίθεται από τον Γ.Μαργαρίτη, καθηγητή νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο ΑΠΘ, «Η ιστορία των ελλήνων», ΔΟΜΗ, τ.12, σ.185].
Βλ.περισσότερα σε προηγούμενο θέμα:
[9] Κ. Καρυωτάκης, "ΦΘΟΡΑ"
"Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι". ("Ελεγεία και σάτιρες") http://www.papaki.panteion.gr/teuxos2/_private/kariotakis/karyoindex.htm

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Περί μαρξισμού και άλλων δαιμονίων

Σε συνέχεια της πολύ όμορφης και εποικοδομητικής συζήτησης που έγινε στο προηγούμενο ποστ («ο μεγάλος λιμός») και με βάση κάποια ερωτήματα που τέθηκαν και συζητήθηκαν, σκέφτηκα να βάλω στην συζήτηση έναν παλιό φίλο, τον αείμνηστο Βασίλη Ραφαηλίδη.
Από το βιβλίο του με τίτλο «Οι λαοί της Ευρώπης», επέλεξα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα μέσω των οποίων ο Β.Ραφαηλίδης εξετάζει την συνδεσμολογία, τις πρακτικές και τον τρόπο σκέψης της Αριστεράς και δεν διστάζει, όντας μαρξιστής ο ίδιος, να κατακρίνει τον λαϊκισμό που διακρίνει πολύ συχνά τα κομμουνιστικά κόμματα και αναλύει έξοχα την προς τα κάτω ισότητα που υπήρχε στις χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ. Ισότητα που ήταν ίδια με αυτή των φυλακισμένων: οι φυλακισμένοι είναι ίσοι, έχουν εξασφαλισμένη τροφή και κατοικία και κανένας δεν είναι ανώτερος του άλλου… Όλα αυτά όμως μέσα σε ένα πλαίσιο ανελευθερίας και περιορισμών.


1) Ο συνδικαλισμός δεν είναι παρά συντεχνιασμός, πράγμα που εξηγεί μεταξύ άλλων και την πλήρη περιφρόνηση των απεργών για όλους τους άλλους εργαζόμενους, άλλων κλάδων, που δεν απεργούν.
Κι όταν οι απεργοί δυσκολεύουν τη ζωή όχι μόνο των εργοδοτών τους αλλά όλου του κόσμου, όχι μόνο δεν έχουν ίχνος εργατικής συνείδησης, αλλά είναι και οι δυνάμει οπαδοί του φασισμού, ενός κοινωνικού κινήματος που πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία το 1920. Άλλωστε, ο Μουσολίνι θα ονομάσει το κράτος του συντεχνιακό, όχι φασιστικό (φασιστικό ήταν το κόμμα του) και θα υποστηρίξει φανατικά τις συντεχνίες, όχι τα συνδικάτα, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο τον περιορισμό των διεκδικήσεων στα στενά όρια της συντεχνίας. Που διαφέρει από το συνδικάτο γιατί αρνείται να συνεργαστεί με άλλα σωματεία εργαζομένων και προασπίζει τα συμφέροντά της αδιαφορώντας για τα συμφέροντα όλων των άλλων εργαζομένων.


2) O λαϊκισμός, δηλαδή η μεταφυσική πίστη στην αξία και τις ικανότητες της «λαϊκής ψυχής», που όλα τα μπορεί και όλα τα καταλαβαίνει δι’εποιφητήσεως, είναι στυφό φρούτο των ρώσων ναρότνικων (λαϊκών) της προοκτωβριανής περιόδου. Τούτη η αντίληψη για τον αυθόρμητο σοσιαλισμό επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, όπου ένα μεγάλο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, προέκυψε με μια έντεχνη εκμετάλλευση της παμπάλαιης ναρότνικης άποψης πως ο σοσιαλισμός είναι πρόβλημα σοσιαλιστικής ψυχής και όχι σοσιαλιστικού μυαλού (σ.331).


3)[…] ο κλασσικός μαρξισμός πρεσβεύει πως η εργατική τάξη, εξαιτίας της αγραμματοσύνης και κυρίως της εξάντλησης μέσα από μια εργασία απάνθρωπη , δεν παράγει ιδεολογία. Η σοσιαλιστική ιδεολογία εισάγεται σε αυτήν από τα προοδευτικά στρώματα της αστικής τάξης, από ανθρώπους που έχουν την ευχέρεια να μελετήσουν και να καταλάβουν και που είναι διατεθειμένοι να βάλουν τη γνώση τους και τις ικανότητές τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, κι έτσι να υπηρετήσουν συμφέροντα που δεν είναι τα (ταξικά) δικά τους.
Ο εργατισμός (ουβριερισμός), που είναι κάτι ανάλογο με τον λαϊκισμό των ναρότνικων, ήταν πάντα ξένος προς τον μαρξισμό.
Οι εργάτες δεν είναι μια απόλυτη, μεταφυσική αξία. Άλλωστε, δύσκολα από «τάξη καθεαυτή» γίνεται «τάξη για τον εαυτό της» αποχτώντας ταξική συνείδηση, όπως θα πει ο Λούκατς. Αν όλοι οι εργαζόμενοι καταλάβαιναν το συμφέρον τους , ο σοσιαλισμός θα επιβαλλόταν με τον πιο άνετο τρόπο: με εκλογές. Η εργατική τάξη άγεται και φέρεται από δημαγωγούς και συχνά από αριστερούς δημαγωγούς, που δεν είναι παρά αριστεροί γραφειοκράτες, που νοιάζονται περισσότερο για το προσωπικό τους, παρά για το εργατικό συμφέρον (σσ.332-3).


4) Ο Μαρξ ήταν διανοούμενος, δεν ήταν εργάτης. Ο Ένγκελς ήταν διανοούμενος, δεν ήταν εργάτης. Ο Λένιν ήταν διανοούμενος, δεν ήταν εργάτης. Κι όσοι από τους εργαζόμενους ακολούθησαν ή ακολουθούν τον μαρξισμό, εκτός απ΄την εργατική τους δύναμη πρέπει να διαθέτουν επιπροσθέτως τόσο την αναγκαία γνώση όσο και το απαραίτητο ήθος. Αλλιώς, για την κομμουνιστική κοινωνία θα εργάζονται υποτίθεται, αλλά στο νου τους θα έχουν μονίμως το βόλεμα, το αραλίκι, τη μάσα και την κλοπή, σαν τους ρώσους κομματικούς γραφειοκράτες, που παρίσταναν τους κομμουνιστές, ίσα ίσα για να ρημάξουν εκτός από τους ρώσους εργάτες και το παγκόσμιο εργατικό κίνημα (σ.342).


5) Η αντικατάσταση στην εξουσία των πλούσιων από τους φτωχούς, που πολύ θα ήθελαν να είναι αυτοί οι πλούσιοι, δεν είναι σοσιαλισμός, είναι χυδαίος λαϊκισμός. Και ο λαϊκισμός είναι η μήτρα του φασισμού.
Το πρόβλημα στο σοσιαλισμό δεν είναι να φαν οι φτωχοί, αλλά να μην υπάρχουν φτωχοί και τώρα και στο μέλλον και πάντα. Ο σοσιαλισμός είναι η υπέρτατη μορφή ανθρωπισμού, δεν είναι πρόσκαιρο βόλεμα των αναξιοπαθούντων. Το πρόσκαιρο βόλεμα των αναξιοπαθούντων είναι φιλανθρωπία, που έχει βέβαια το νόημά της και την αξία της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τον ανθρωπισμό εξαιτίας της κοινής, και στους δύο όρους, λέξης άνθρωπος. Όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, ο ανθρωπισμός είναι έννοια γένους σε σχέση με τη φιλανθρωπία που είναι έννοια είδους: ο ανθρωπισμός εμπεριέχει και γεννά τη φιλανθρωπία. Που ωστόσο παραμένει έννοια πολύ στενή σε σχέση με τον ανθρωπισμό. Η φιλανθρωπία είναι μια προσωρινή λύση εν αναμονή της μόνιμης, που καθοδηγείται από την άνευ όρων αγάπη για όλους τους ανθρώπους, και τον άνευ όρων σεβασμό όλων των ανθρώπων. Ο μαρξισμός νοούμενος σαν ανθρωπισμός είναι χριστιανισμός χωρίς μεταφυσική(σσ.333-4).


6) […] ο μαρξισμός επηρέασε περισσότερο τα εργατικά κινήματα της Δύσης, όπου δεν εφαρμόστηκε, παρά τα «εργατικά» καθεστώτα της Ανατολής, όπου εφαρμόστηκε στρεβλά. Ωστόσο, δεν θα επηρέαζε ίσως ούτε τη Δύση αν δεν γινόταν η κολοσσιαίας σημασίας για την παγκόσμια ιστορία οχτωβριανή επανάσταση (σ.341).

7) Σε συνθήκες ελλείψεως αγαθών αρκετών για όλους, ο κομμουνισμός είναι απολύτως αδύνατος, εκτός κι αν πείσουμε όλους να καταναλώνουν λιγότερο από όσο έχουν συνηθίσει σε συνθήκες ισότητας, ώστε όλοι να καταναλώνουν τα ίδια. Και επειδή αυτό είναι αδύνατο χωρίς καταναγκασμό, και επειδή καταναγκασμός και σοσιαλισμός δεν συμβιβάζονται σε καμία περίπτωση, ο κομουνισμός, δηλαδή η τέλεια δημοκρατία, που παραμένει ιδανικό, θα γίνει δυνατός μόνο αν η παραγωγικότητα και η παραγωγή αυξηθούν τόσο, που τα προϊόντα να επαρκούν για όλους.
Κι αν δεν επαρκούν, να μην είναι τόσο λίγα, που η ισότητα να πραγματώνεται προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω.
Αν όλοι γίνουμε φτωχότεροι από τον σημερινό μέσο όρο, ο κομμουνισμός χάνει το νόημά του και τρέπεται σε ποβερισμό (φτωχεϊσμό), όπως λέμε ένα είδος λατρείας της φτώχειας, κατάλληλης ίσως για τα χριστιανικά μοναστήρια, αλλά εντελώς ακατάλληλης για μια κοινωνία ευπρεπών ανθρώπων.
(Κάποιοι που νομίζουν πως είναι κομουνιστές και που πολύ θα ήθελαν να μας δουν όλους φτωχούς και εξισωμένους προς τα κάτω, ούτε καν υποπτεύονται, πως όχι μόνο κατάλληλοι για κομμουνιστές δεν είναι, αλλά ούτε καν στο Άγιο Όρος δεν θα γίνονταν δεκτοί) (σ.363).

doctor