Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007

Δύσκολα χρόνια



Δύσκολα χρόνια, σκληρά σαν πέτρα.
Πρόσωπα αδρά, χαραγμένα απ’την τυράγνια .
Με τα σημάδια της απελπισιάς και του πόνου.
Βλέμμα οξύ και διαπεραστικό.
3 Μάρτη του 1955 στη Συκιά, δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Αγρελιά προς τα Τρίκαλα.
Ο χειμώνας προς το τέλος του, αλλά το χιόνι ένα μπόι.
Ολόγυρα βουνά, λόφοι, πλαγιές, ρέματα. Λίγα δένδρα, πολλά πουρνάρια, πέτρες…
Χιονίζει, χιονίζει ασταμάτητα.
Όλα κάτασπρα.
Τ’άλογο αγκομαχάει προχωρώντας αργά και δύσκολα στο χιόνι.
Ο άνδρας μπροστά, είκοσι πέντε χρονώ παλικάρι, το τραβάει δυνατά απ’το καπίστρι.
Δεν φαίνεται να νοιώθει ούτε το κρύο, ούτε το χιόνι, ούτε τους αέρηδες που σφυρίζουν στ’αυτιά του.
Τα χέρια του είναι παγωμένα και το κορμί του ιδρωμένο απ’την προσπάθεια.
Βουλιάζει μεσ’το χιόνι ως το γόνατο, φορές και περισσότερο, λες και το χιόνι του στήνει παγίδες επίτηδες.
Το χωριό ακόμα αργεί.
Ένα κορίτσι κάθεται καβάλα πάνω στ’άλογο με τα πόδια του ριγμένα στο πλάϊ.
Είναι νέο και όμορφο, δεκαεννιά χρονώ.
Μάνα πριν τα δεκαοχτώ της και τώρα έγκυος στον έκτο μήνα.
Γυναίκα.
Τυλιγμένη με μια κάπα, κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, το κοριτσάκι της, ψυχούλα, ενάμισυ χρονώ, άρρωστο βαριά…




Τρεις ώρες προχωρούν έτσι μέσα στη νύχτα, κι είναι ακόμα στην αρχή.
Η νύχτα τους βρήκε πριν ξεκινήσουν απ’την καλύβα τους, στη Συκιά.
Ζούσαν εκεί με τα ζωντανά τους μαζί με άλλες οικογένειες, ξεχασμένοι κι απ’το θεό.
Δύσκολα χρόνια.
Δυο κιλά λάδι για όλο το χειμώνα, μπομποτίσιο αλεύρι και λίγα μακαρόνια.
Καλά που είχαν και το γάλα…
Την πείνα την πάλευαν, είχαν συνηθίσει.
Την αρρώστια όμως;
Πώς να την ξεπεράσουν άμα τους τύχαινε…
Κι ύστερα το χωριό μακριά.
Δύσκολα το φτάνεις.
Αυτοκίνητο δεν είχαν δει μέχρι τότε στην Αγρελιά, ούτε αυτοκινητόδρομος υπήρχε.
Τώρα τον φτιάχνανε με προσωπική εργασία όλο το χωριό.
Μπήκε ο χειμώνας και σταμάτησαν.
Ούτε αυτοκίνητο, ούτε φάρμακα, ούτε γιατρός, ΤΙΠΟΤΑ.

Πάνε μέρες τώρα που το κοριτσάκι τους χειροτέρεψε.
Στην αρχή έδειχνε την κοιλιά του κι έκλαιγε.
Χλώμιαζε , είχε πυρετό.
Μαράζωνε το κακόμοιρο, έσβηνε ακόμα και το κλάμα του.
Τα ματάκια του, μόνον, κοιτούσαν παραπονιάρικα, ζητούσαν βοήθεια, λύτρωση.
Ο χειμώνας βαρύς.
Μάρτης κι ένα μπόι χιόνι γύρω απ’την καλύβα.
Σαν το’βλεπε να λειώνει η μάνα το αποφάσισε: «θα πάμε το κορίτσι στο χωριό» είπε στον άνδρα της «εκεί κάτι μπορεί να γίνει, κάτι θα βρούμε».
«Τα γίδια που θα τα’αφήσουμε; θα τα φαν’ οι λύκοι, ύστερα δεν έχουμε και ζώο…
Νύχτωσε κιόλας, που να ξεκινήσουμε μ’αυτόν τον παλιόκαιρο;» της αποκρίθηκε εκείνος.
«θα φύγουμε τώρα. Να τα φάει ο λύκος. Το κορίτσι πρέπει να πάμε στο χωριό, θα μας πεθάνει εδώ και θα τόχουμε κρίμα στο λαιμό μας. Δεν το βλέπεις που έλειωσε; Θα πάρουμε τα’άλογο του μπάρμπα Κώστα. Φτάνει να το σώσουμε», ξαναείπε αποφασιστικά η γυναίκα.
Ξεκίνησαν.
Ασφάλισαν τα γίδια στο μαντρί, έσβησαν τη φωτιά στην καλύβα.
Ερημιά .
Τ’ανήσυχα γαυγίσματα των σκυλιών έσκιζαν αυτή την απέραντη σιωπή του κάτασπρου απ’το χιόνι τοπίου…




Τρεις ώρες δρόμο κι ήταν ακόμα στην αρχή.
Έπρεπε ήδη να είχαν φτάσει κοντά στο χωριό αλλά η νύχτα και το πολύ χιόνι τους εμπόδιζε. Χιόνιζε ασταμάτητα.
Ο άνδρας προχωρούσε μπροστά κρατώντας το καπίστρι κι άνοιγε μ’απόγνωση το δρόμο.
Που και που έβριζε, τάβαζε με τα εμπόδια που συναντούσε.
Σε κάθε βήμα νικούσε ή νικιόταν απ’τη φύση.
Τ’άλογο όλο και ποιο δύσκολα βγάζει τώρα την ανηφόρα.
Η γυναίκα αμίλητη πάνω στο σαμάρι, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φτάσουν γρήγορα. Γιατί αργούν τόσο;
Ήθελε να κατέβει, να τρέξει με το παιδί στην αγκαλιά της, να προφτάσει.
Εκείνο γαντζωμένο πάνω της μ’όση δύναμη τούχε απομείνει έκλαιγε πότε πότε.
Τ’άλλο στην κοιλιά, είχε γίνει μια γροθιά που την κλώτσαγε.
Η κάπα που τους τύλιγε έγινε βαριά., κοκάλωσε απ’την παγωνιά, έγινε κάτασπρη, ασήκωτη. Τρεις ψυχές είχαν κουλουριαστεί, γίναν σχεδόν ένα.




Ένας κόμπος ανέβαινε σιγά σιγά στο λαιμό της.
Τη γυναίκα την έπνιγε η πίκρα, ο καημός, ο πόνος.
Η μικρούλα δεν ακουγόταν τώρα, ένοιωθε μόνο την ανάσα της.
Η παγωνιά δυνάμωνε.
Την έσφιξε κι άλλο επάνω της.
Η στιγμή όμως είχε φτάσει…
Ο φόβος την κυρίεψε και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί και τις σκέψεις της.
Τώρα η ανάσα της μικρής δυνάμωσε, την καταλάβαινε σαν να προσπαθεί να φύγει από τα χέρια της, από την αγκαλιά της, όπως το σπουργιτάκι που το κρατάς στο χέρι σου και θέλει να πεταρίσει, να πετάξει, να λευτερωθεί και δεν μπορεί.
Την ξανάσφιξε πάλι.
Άκουσε μόνο μια πνιγμένη απελπισμένη φωνούλα, ένοιωσε μόνο το σπαρτάρισμα της, το ξεψύχισμα της σαν μια έσχατη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τη δεί.
Η γυναίκα δεν μίλησε, έσφιξε μόνο τα δόντια.
Ο κόμπος στο λαιμό της ανέβηκε κι άλλο, την έπνιγε.
Την έπνιγε κι εκείνη θανάσιμα.
Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της που πέφταν πάνω στο κορμάκι της νεκρής, πια, κόρης της. Έπνιγε τους λυγμούς της, το σπαραγμό της.
Μέσα της η νέα ζωή, απ’έξω ο θάνατος, αγκαλιά, ένα κι εκείνη να μη μπορεί να κάνει τίποτα. Ο άνδρας μπροστά συνέχιζε ν’ανοίγει δρόμο.
Γιατί;
Για ποιόν;
Ούτε το δράμα που παίχτηκε δυο μέτρα μακριά του γνώριζε.
Ήταν νύχτα ακόμα όταν έφτασαν στην Αγρελιά, ύστερα από τόσες ώρες περπάτημα στο χιόνι και στην παγωνιά.
Πόσες;
Ούτε αυτοί ήξεραν.
Ο άνδρας της την βοήθησε να ξεπεζέψει.
Ήταν και οι δυο τους παγωμένοι, ξυλιασμένοι.
Η γυναίκα είχε σκυμμένο το κεφάλι.
Η παγωνιά είχε φτάσει μέχρι την ψυχή της τώρα .
«Πέθανε» είπε μόνο.
«Πέθανε;» ρώτησε ο άνδρας.
«Πέθανε», είπε πάλι η γυναίκα.
Σήκωσε το κεφάλι της, τον κοίταξε, τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν μέσα στην αντιφεγκιά της νύχτας που έκανε το χιόνι.
«Πέθανε;» ξαναρώτησε ο άνδρας.
Αυτή τη φορά είδε μόνο το νεύμα του κεφαλιού της…………………


Το κείμενο που διαβάσατε είναι μέρος του επιλόγου από το βιβλίο "Αγρελιά Παρελθόν Παρόν και Μέλλον;" του Νίκου Δέλκου.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Τι λένε για την Ελλάδα οι Τούρκοι μαθητές και φοιτητές;

Στο βίντεο που ακολουθεί, μπορείτε να δείτε πως επενεργούν τα στερεότυπα της άλλης πλευράς στους μαθητές και φοιτητές της Τουρκίας.
Πως με ορμητήριο την εκπαίδευση, το κράτος εκπαιδεύει τους πολίτες του να μισούν, να εχθρεύονται και να οριοθετούν τον εαυτό τους απέναντι στον "κακό" (έλληνα ή τούρκο, αναλόγως σε ποια πλευρά του Αιγαίου βρίσκεστε).
Αν δείτε τον τρόπο σκέψης, είναι ακριβώς ο ίδιος, και στις δύο χώρες, με μόνη αλλαγή, την αντιστροφή των "καλών" και των "κακών".
Το φινάλε του ολιγόλεπτου βίντεο είναι "όλα τα λεφτά". Εκεί, μιλάει ο εκπρόσωπος της Εθνικής Ένωσης της Τουρκίας, σχετικά με τις αλλαγές που επιχειρούνται και στην Τουρκία στα σχολικά βιβλία ιστορίας.
Θα δείτε ότι λέει, ό,τι ακριβώς λένε και οι εδώ εθνικιστές, ακριβώς τα ίδια:



Ευχαριστώ θερμά τον συνblogger Mickey, για το video, το οποίο ετοίμασε για μένα.

Και για φινάλε, ένα πολύ χιουμοριστικό στιγμιότυπο, με πρωταγωνιστή έναν νυν βουλευτή του ΛΑΟΣ:

http://www.youtube.com/watch?v=eHCvPWsfqC4

doctor

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Τι γράφουν οι τούρκοι στα σχολικά τους βιβλία για τους έλληνες;




Σας παραθέτω σήμερα, την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η ιστορική μυωπία της απέναντι πλευράς.
Πάντα φταίνε οι έλληνες ή οι ξένες δυνάμεις.
Για μας φταίνε πάντα οι τούρκοι και οι ξένες δυνάμεις επίσης.
Απολαύστε:

Στα σχολικά βιβλία ιστορίας των προηγουμένων δεκαετιών και των δύο χωρών ο ιστορικός τους εχθρός παρουσιάζεται με υποτιμητικά και προσβλητικά λόγια: «άγριος», «φανατισμένος» και «αχάριστος» ήταν τα συνηθισμένα κοσμητικά επίθετα για τον «άλλον».
Να πως αντιμετώπιζε την Ελληνική Επανάσταση ένα τουρκικό σχολικό βιβλίο ιστορίας της δεκαετίας του 1970:
«Οι έλληνες κρεμούν τους τούρκους αιχμαλώτους στα δέντρα και κατόπιν βάζουν φωτιά κάτω από τα πόδια τους να σιγοψηθούν, αφού προηγουμένως χαράξουν με μαχαίρια σταυρούς στα στήθια τους. Τέλος, προτού ξεψυχήσουν τους κάνουν στόχους για σκοποβολή».

Στα τουρκικά βιβλία είναι έκδηλη η νοσταλγία για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αναφέρεται η ιδιαίτερη αντιμετώπιση που είχαν από την Πύλη οι έλληνες, τα αξιώματα που συχνά τους δίνονταν και οι ελευθερίες που τους είχαν παραχωρηθεί:

«Οι έλληνες είχαν τα περισσότερα προνόμια, και σε σχέση με άλλους χριστιανικούς λαούς ήταν πιο εύποροι και πιο φωτισμένοι».
Συχνά υποβάλλεται η ιδέα ότι οι έλληνες είναι αχάριστοι, αχόρταγοι, φιλοπόλεμοι, με επεκτατική διάθεση και με εθνικό τους χαρακτηριστικό να έχουν συνέχεια «απλωμένο το χέρι».
Η ελληνική επανάσταση αντιμετωπίζεται ως ένα δυσάρεστο γεγονός της τουρκικής ιστορίας και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους παρουσιάζεται ως συνέπεια της ανάμειξης των ξένων δυνάμεων. Δίδεται μεγάλη έμφαση στο ρόλο των Ρώσων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας («αυτοί ξεσήκωσαν τους έλληνες»), όπως και στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Αναφέρονται στη διαμάχη των οθωμανικών στρατευμάτων με τον Αλή Πασά, την οποία «εκμεταλλεύτηκαν οι έλληνες» για να ξεσηκωθούν, επιδιδόμενοι σε πολλές σφαγές μουσουλμανικών πληθυσμών.
Η Άλωση αναδεικνύεται ως φορέας πολιτισμού, αφού η Ευρώπη από κει και ύστερα γνώρισε μια στρατιωτική τεχνολογία πολύ ανεπτυγμένη.
Η Άλωση αποτελεί τη μεγάλη απόδειξη της ικανότητας του τουρκικού έθνους να ιδρύει μεγάλα κράτη.

Οι «αιμοσταγείς» Έλληνες.

Στα τουρκικά σχολικά εγχειρίδια δεν υπάρχουν αναφορές στους βαλκανικούς λαούς, εκτός από τους έλληνες οι οποίοι δεν αποτελούν κεντρικό θέμα στα βιβλία αυτά.
Πολύ συχνά αναφέρονται έμμεσα, με τη λέξη «εχθρός» και έτσι στα παιδιά η έννοια του εχθρού ταυτίζεται με έναν γειτονικό λαό.
Ο έλληνας-εχθρός εμφανίζεται να επιβουλεύεται την ειρήνη και να είναι αιμοσταγής:
« Ο εχθρός (έλληνας) σκορπά τον θάνατο» [Γ’ τάξη Δημοτικού].
« Εμείς διώξαμε τους εχθρούς, εμείς γεννηθήκαμε για την ειρήνη» [Β’ τάξη Δημοτικού, σελ.141].
Η γενική εικόνα για τους έλληνες είναι αυτή ενός λαού άλλοτε επαναστάτη, άλλοτε κατακτητή εδαφών, άλλοτε επιβουλευόμενου την Κύπρο και άλλοτε ηττημένου από τους Τούρκους.
Στο θέμα «χαρακτηριστικά του λαού» ο έλληνας-εχθρός προσδιορίζεται ως «ανίσχυρος» και «ανίκανος».
Για τους νεοέλληνες, στα τουρκικά εγχειρίδια συνυπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις.
Μια καλυμμένη αντιπάθεια προς τους σύγχρονους έλληνες και ταυτόχρονα ένας θαυμασμός για τα δημιουργήματα των αρχαίων ελλήνων.
Πιθανόν αυτό να γίνεται διότι μπορεί εξαιτίας της μακρόχρονης τουρκικής κυριαρχίας στην συνείδηση των τούρκων να μη θεωρούνται οι νεοέλληνες ως συνεχιστές των αρχαίων ελλήνων αλλά ως ένας διαφορετικός λαός που ζει στην ίδια περίπου γεωγραφική περιοχή.
Οι νεοέλληνες έρχονται στο προσκήνιο με την «ελληνική ανταρσία» του 1821, και την «εισβολή της Σμύρνης» του 1919.
Και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική πλευρά κατηγορείται.
Η εθνική ερμηνεία της Ιστορίας παρουσιάζει τους Οθωμανούς σαν καλούς και δίκαιους κυβερνήτες.
Αλλά η επανάσταση φαίνεται να διαψεύδει τη μεγαλοψυχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι πλάθεται μια εθνική ερμηνεία του παρελθόντος: οι Ρωμιοί ζούσαν ευτυχισμένοι απολαμβάνοντας τα ειδικά προνόμιά τους.
Ήταν πλούσιοι, σχεδόν ανεξάρτητοι, καλύτερα ακόμη και από τους κυρίαρχους τούρκους. Αλλά οι ξένες δυτικές δυνάμεις τους εξώθησαν σε μια εξέγερση.
Τελικά η ανταρσία κατεστάλη, αλλά με την καταστροφή στο Ναβαρίνο οι ξένες δυνάμεις δημιούργησαν ένα κράτος υπό την προστασία της Δύσης.
Από τους ήρωες της Επανάστασης αναφέρονται μόνο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως όργανα του τσάρου.
Οι αλλαγές που παρουσιάζουν τα εγχειρίδια μετά το 1994 είναι πάντως σημαντικές.
Αρνητικές φράσεις έχουν αφαιρεθεί. Οι έλληνες του 1821, με αναφορά στην κατάληψη της Τρίπολης, δεν παρουσιάζονται όπως παλιά ως «ικανοί να σκοτώνουν ακόμη και βρέφη μέσα στις κούνιες τους».

Πηγή: Βήμα της Κυριακής, ένθετο περιοδικό ΒΗmagazino τεύχος 284.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

Πως το εθνικό συμφέρον αλλάζει την λογοτεχνία:Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις


Κάτοικοι της Σμύρνης προσπαθούν να επιβιβαστούν σε πλοιάρια,
ενώ απομακρύνεται άκατος αμερικανικού πολεμικού


Στο σημερινό μας θέμα θα ασχοληθούμε με το "πως η ανάγκη γίνεται ιστορία", πως δηλαδή καταξιωμένοι συγγραφείς επεμβαίνουν στο αρχικό τους έργο και το τροποποιούν ώστε αυτό να ταιριάζει με τα εθνικά στερεότυπα που αναπτύσσονται και καθιστούν τις αρχικές διηγήσεις "ενοχλητικές" και μη συμβατές με τις εκάστοτε νεοεισαχθείσες εθνικές σηματοδοτήσεις και αναφορές.
Από το (δίτομο) βιβλίο "Ο Ελληνικός Κόσμος Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981" και συγκεκριμένα από τον Α' τόμο, σελ. 165-174, παραθέτω το κεφάλαιο με τίτλο «Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις».
Το κεφάλαιο αυτό έχει γράψει και επιμεληθεί η κ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τομέα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Είναι ό,τι εμβριθέστερο έχω διαβάσει σχετικά και, όπως θα διαπιστώσετε ευθύς αμέσως, η κ.Καστρινάκη περιγράφει με σαφή τρόπο το πως η λογοτεχνία της εποχής αναθεωρήθηκε για να υπηρετήσει τα "εθνικά ιδεώδη". Για το κείμενο που ακολουθεί, η κ.Καστρινάκη τιμήθηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί το 1999.
Ευχαριστώ την ευγενέστατη κ.Καστρινάκη η οποία (έπειτα από ηλεκτρονική επικοινωνία) μου επέτρεψε την πλήρη παράθεση της έρευνάς της.

***

Αγγέλα Καστρινάκη

Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις

Βρισκόμαστε στα 1922, στη Μικρά Ασία, μετά την Καταστροφή. Μια ομάδα ελλήνων αιχμαλώτων πορεύεται μέσα σε φοβερές ταλαιπωρίες και ταπεινώσεις προς την ενδοχώρα.
Σε κάποιο σημείο της πορείας, τους περιμένει ο τουρκικός πληθυσμός με μαχαίρια και ρόπαλα. Ο τούρκος αξιωματικός που συνοδεύει τους αιχμαλώτους, ωστόσο, εμποδίζει τη σφαγή:
-Τραβηχτήτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε εσείς κάνατε τα κέφια σας.
Αυτοί τότε [το πλήθος των Τούρκων] σκόρπισαν φωνάζοντας, πως μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουν.
Η σκηνή αυτή διαδραματίζεται στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Δεν παρουσιάζεται όμως ίδια σε όλες τις εκδόσεις του αφηγήματος. Έτσι όπως την παρέθεσα, απαντά στην τρίτη έκδοση της Ιστορίας, το 1958[1].
Στην πρώτη έκδοση, του 1929, (καθώς και στη δεύτερη του 1932), η στιχομυθία του τούρκου λοχαγού με τον εξαγριωμένο τουρκικό πληθυσμό έχει ως εξής:

-Δεν έχετε δικαίωμα να τους αγγίξετε, γιατί όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε το κέφι σας. Και διάταξε να μη μας πλησιάσει κανείς.
Κι αυτοί κατηγορούσανε το λοχαγό και φώναζαν :
-Αυτοί μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουνε![2]

Στην πρώτη εκδοχή της ιστορίας, λοιπόν, στα 1929, ο τουρκικός πληθυσμός παρουσιάζεται άγριος αλλά και φοβισμένος. Θέλουν να σκοτώσουν τους αιχμαλώτους, επειδή οι Έλληνες τους "χάλασαν" πρόσφατα, και φοβούνται μήπως κάτι τέτοιο επαναληφθεί.
Στην εκδοχή του 1958, αντίθετα, η αγριότητα των Τούρκων παρουσιάζεται αναιτιολόγητη, ένα μίσος per se.
Η υπόνοια ότι οι Έλληνες κάτι κακό έχουν διαπράξει αφαιρείται. Με μια μικρή συντακτική τροποποίηση, με μια ανεπαίσθητη αλλαγή υποκειμένου και με μια μετάβαση από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο, η εικόνα του Τούρκου και η εικόνα του Έλληνα μεταβάλλεται πλήρως.

Οι αναθεωρήσεις είναι μια πολύ συνηθισμένη πρακτική στην ελληνική λογοτεχνία.
Οι συγγραφείς επεξεργάζονται τα έργα τους από έκδοση σε έκδοση, αλλάζοντας συχνά, εκτός από τη γλώσσα, και τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους. Κάποτε μάλιστα οι αλλαγές αυτές φτάνουν έως την πλήρη ανατροπή των ιδεών που διατυπώθηκαν αρχικά[3].

Όσον αφορά το 1922 και την εικόνα του Τούρκου, ή καλύτερα τη σχέση Ελλήνων και Τούρκων, ο Στρατής Δούκας δεν είναι ο μόνος που προβαίνει σε μεταποιήσεις. Το ίδιο κάνει και ο Ηλίας Βενέζης, το ίδιο -σε ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο- ο Παντελής Πρεβελάκης και ο Νίκος Καζαντζάκης. Και στις τέσσερις περιπτώσεις το κρίσιμο σημείο, πέρα από το οποίο αλλάζει η θεώρηση Ελλήνων και Τούρκων, είναι η γερμανική κατοχή και μάλιστα τα τελευταία χρόνια της. Το ποιόν και τους λόγους των αναθεωρήσεων θα δοκιμάσουμε να δείξουμε στην ανακοίνωση αυτή.

Ο Στρατής Δούκας επεξεργάζεται την τρίτη έκδοση της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου δραστικά. Η αρχική, κοντά στα πραγματικά περιστατικά, αφήγηση του αιχμαλώτου, του Νικόλα Καζάκογλου, υφίσταται ένα είδος λογοκρισίας. Αφαιρούνται, πρώτα πρώτα, οι ενδείξεις ενός πολύ καταβεβλημένου ηθικού: αν οι Έλληνες, σε απόγνωση από την έλλειψη νερού, φωνάζουν "Τούρκοι γενιόμαστε" ή ζητωκραυγάζουν υπέρ του Κεμάλ, στα 1929, αυτά απαλείφονται από την έκδοση του 1958[4].
Η ταπείνωση του εθνικού και του θρησκευτικού φρονήματος κρίνεται το 1958 οβελιστέα.
Κυρίως όμως τείνει να μεταβληθεί στη μεταπολεμική έκδοση η εικόνα του ανθρώπου ο οποίος έχει κατέλθει όλα τα σκαλιά της απόγνωσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε ένα τρομοκρατημένο ζώο που νοιάζεται μόνο για την προσωπική του επιβίωση, έχοντας απωλέσει κάθε τάση ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Έτσι, ο αιχμάλωτος αφηγητής του 1929 αναφέρει πως ο ίδιος και ο αδελφός του είχαν κάποια χρήματα, οπότε έδιναν στον σκοπό, εξασφαλίζοντας νερό:

Κι ο αράπης [ο σκοπός] φέρνει έναν τενεκέ και του δίνουμε εκατό μπαγκανότες. Κι εγώ μόλις τον πήρα στα χέρια μου, έπεσα κι έπινα' κι οι άλλοι παίρνουν είδηση και με τραβούν απ' το λαιμό. Υστερινά πέφτουν απάνου όλοι οι αιχμάλωτοι και το μισό νερό χύθηκε (14).
Αλλά στην έκδοση του 1958, η στενή συγγενική συνεννοήση για το νερό (μόνο με τον αδελφό) μετατρέπεται στην αλληλεγγύη μιας παρέας:
Έδωσε [λεφτά] κι η παρέα μας σ' έναν αράπη" (17).
Ο τρομακτικός εγωισμός -όποιος έχει χρήματα επιβιώνει κι οι άλλοι πεθαίνουν- στην έκδοση του 1958 αμβλύνεται. Τώρα εκτός από το άτομο και την στενή συγγενική σχέση, υπάρχει και η "παρέα". Αλλά και η αγριότητα της αρχικής σκηνής, οι ξένοι που "τραβούν απ' το λαιμό" τον αφηγητή για να πιούν κι εκείνοι, μειώνεται δραστικά, αφού:
Ήπια, ήπια... ο αδελφός μου με τράβηξε να πιει, ρίχτηκαν κι οι άλλοι στον κουβά, και το νερό χύθηκε (17)
Σε άλλη σκηνή, η μάχη για το νερό ανάμεσα στους αιχμαλώτους γίνεται το 1929 "με τις πέτρες" (16), κάτι που επίσης απαλείφεται το 1958 (19).
Εκτός από τις αφαιρέσεις, όμως, γίνονται και ορισμένες κρίσιμες προσθήκες, κυρίως στο τέλος του αφηγήματος, όταν ο αιχμάλωτος, παριστάνοντας τον Τούρκο, συμμετέχει κι αυτός στις μουσουλμανικές γιορτές, στο Μπαϊράμι. Μέσα στις εορταστικές εκδηλώσεις των αλλόθρησκων, ο Νικόλας αισθάνεται περίεργα: "Η χαρά τους κι η στεναχώρια μου είναι μέσα μου ανάκατα" (55), ομολογεί στα 1929. Στα 1958, ωστόσο, η "στεναχώρια", που μάλλον έχει να κάνει με την αμηχανία του αιχμαλώτου μήπως αναγνωριστεί η ετεροδοξία του, γίνεται θρησκευτική "λύπη":
Στα καφενεία αράδα τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Το βουητό τους μ' ανατρίχιαζε' αναθυμόμουν τις δικές μας μεγαλοσκόλες και τα μάτια μου βούρκωσαν. Η χαρά τους με τη λύπη μου ανακατώθηκε μέσα μου. Έχασα το κουράγιο μου (53).

H Σμύρνη (Izmir) σήμερα

Ο αιχμάλωτος προικίζεται αναμφισβήτητα, στη μεταπολεμική έκδοση, με πολύ εντονότερη θρησκευτική συνείδηση. Όταν τελειώνουν τα βάσανά του, άλλωστε, πηγαίνει στην εκκλησιά, όπου: "άναψα ένα κερί, γονάτισα και προσευχήθηκα" (71), κάτι που παραλείπει να κάνει στην εκδοχή του 1929.
Έτσι όμως, με αυτές τις μικρές σε έκταση αλλά πολύ ουσιώδεις μεταβολές, ο χαρακτήρας της αφήγησης αλλοιώνεται αισθητά[5].
Αρχικά επρόκειτο για μια αφήγηση επιβίωσης, μιας επιβίωσης πέρα από την εθνική, τη θρησκευτική, ακόμα και την ανθρώπινη ταυτότητα. Η εγκλωβισμένη ύπαρξη ζητούσε να διαφύγει με κάθε τρόπο, περιορίζοντας τα ανθρώπινα αισθήματα στο ελάχιστο.
Στη μετέπειτα έκδοση η αφήγηση ηθικοποιείται και εθνικοποιείται: αφαιρώντας τον εθνικό εξευτελισμό, αμβλύνοντας τον άκρο ατομισμό της επιβίωσης και προσθέτοντας θρησκευτικό συναίσθημα, ο συγγραφέας επιχειρεί να μεταδόσει ένα καινούριο, σαφώς ηθικότερο μήνυμα[6].

Άλλωστε η αρχική πρόθεση του Δούκα, όπως διαφαίνεται στα "Λίγα λόγια" που προτάσσει (ο πρόλογος αυτός αφαιρείται μόλις στην πέμπτη έκδοση του 1969), ήταν να διασώσει ένα τέλειο δείγμα προφορικού λαϊκού λόγου. Αυτός ο λόγος, το "μαργαριτάρι" της απλότητας, ήταν μια αξία καθεαυτή, σε μια εποχή όπου η τέχνη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ζητούσε την απλότητα του πρωτόγονου. Οι ιδέες και οι αξίες, ό,τι μετέφερε η αφήγηση του αιχμαλώτου, έρχονταν σαφώς σε δεύτερη μοίρα.
Η περίπτωση του Ηλία Βενέζη είναι αρκετά διαφορετική από του Δούκα, καθότι υπήρξε ο ίδιος αιχμάλωτος και συγγραφέας της ίδιας του της εμπειρίας, πράγμα που υποθέτει κανείς με πόση οδύνη θα έγινε. Το νούμερο 31.328 είναι ένα σπουδαίο έργο, επειδή ο συγγραφέας, με απόλυτα συνειδητό τρόπο, εκθέτει ό,τι πιο πολύ τον πονούσε: την ηθική εκμηδένιση του ίδιου και των συναιχμαλώτων του[7].
Γιατί το θέμα του Νούμερου δεν είναι τόσο η κτηνωδία του κυρίαρχου, όσο η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τη μεριά του ηττημένου, η κυριαρχία του ζωώδους ενστίκτου της επιβίωσης σε βάρος της ανθρωπιάς.
Το ότι ο αιχμάλωτος ανακουφίζεται από τον θάνατο των συγκρατουμένων του, όταν ο θάνατος αυτός αυξάνει τον ζωτικό του χώρο, το ότι κανείς δεν βρέθηκε να βοηθήσει μια μητέρα να σηκώσει το παιδί της κατά την πορεία, το ότι όλοι εισπράττουν χωρίς αναστολές την ωφέλεια από τις στάσεις, που γίνονταν χάρη στο γεγονός ότι νεαρά κορίτσια πρόσφεραν τον εαυτό τους στις σεξουαλικές ορέξεις των Τούρκων, όλα αυτά είναι δύσκολο να ειπωθούν, και ο Βενέζης τολμά να τα εκφράσει[8].
Αυτά, ό,τι ακριβώς δοκίμασε να αμβλύνει ο Δούκας από τη μία έκδοση στην άλλη, ο Βενέζης τα διατηρεί σχεδόν ως έχουν σχεδόν, καθώς στον πρόλογο της β' έκδοσης επιχειρείται μια ελαφρά ανασημασιοδότηση: "τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται", γράφει το 1945 ο Βενέζης, ανάγοντας σε "ιερό" ό,τι -ενώ ακόμα βρισκόταν κοντά στην εμπειρία- είχε θεωρήσει ως πηγή της βαθύτερης δυστυχίας, την απώλεια της ανθρώπινης ταυτότητας[9]. Το κείμενο το ίδιο, πάντως, δεν το αλλάζει όσον αφορά τα βιώματα αυτά.
Το αλλάζει σε άλλα σημεία.
Αμβλύνει μια σκηνή αυτοεξευτελισμού των παπάδων του Αϊβαλί: ο συρφετός της απληστίας, όπως παρουσιάζεται το 1931 (76-77), μετατρέπεται το 1945 σε μια ομάδα πεινασμένων και καταταλαιπωρημένων "γερόντων" (82-83).
Στο Νούμερο εντυπωσιάζει πράγματι η βιαιότητα με την οποία ο συγγραφέας καταφέρεται εναντίον της θρησκείας και της εκκλησίας' το 1945, αν και οι ειρωνικές αποστροφές προς τον Θεό διατηρούνται, ο αντικληρικαλισμός έχει αισθητά υποχωρήσει.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1974, ο Βενέζης θα προχωρήσει και στην πλήρη αγιοποίηση του μικρασιατικού κλήρου[10].
Η βασικότερη αλλαγή, ωστόσο, που επιφέρει ο συγγραφέας στο κείμενό του αφορά στο κρίσιμο σημείο των βιαιοτήτων που διαπράχθηκαν από τους Έλληνες.
Είδαμε ότι ο Δούκας απαλείφει από το κείμενό του τον φόβο του τουρκικού πληθυσμού στο ενδεχόμενο να ξαναέρθουν στα πράγματα οι Έλληνες.
Ο Βενέζης επίσης προχωρά στην αφαίρεση του κομματιού που αναφέρεται σε ελληνικά αντίποινα με οργανωμένη μορφή, σε ένα "Συνεργείο Αντιποίνων".
Τα αποτρόπαια βασανιστήρια, στα οποία κάποιοι Έλληνες υπέβαλλαν τους αντιπάλους τους, σβήνονται σιγά σιγά από έκδοση σε έκδοση[11].
Η εικόνα του Έλληνα αποκαθαίρεται, κάτι που αποβαίνει -αντικειμενικά- σε βάρος της εικόνας του Τούρκου, ο οποίος παραμένει ο μόνος αποτρόπαιος βασανιστής.
Κι όμως, στις αφηγήσεις τόσο του Στρατή Δούκα όσο και του Βενέζη υπάρχει μια σαφής μέριμνα να μην παρουσιαστεί ο αντίπαλος μονοκόμματα αρνητικός.
Και οι δύο συγγραφείς τονίζουν ιδιαίτερα τις πράξεις αλληλεγγύης εκ μέρους των Τούρκων. Ο Στρατής Δούκας μάλιστα, επεξεργαζόμενος το κείμενο στην γ' έκδοση, προσθέτει μια σκηνή ανθρώπινης συμπάθειας εκ μέρους των αντιπάλων.
Στην α' έκδοση το πρώτο τμήμα της αφήγησης είναι ελλιπώς ανεπτυγμένο, καθώς ο συγγραφέας δεν είχε αντιληφθεί ακόμα την αξία της αφήγησης του Καζάκογλου και δεν κρατούσε εκτενείς σημειώσεις. Όταν επεξεργάζεται το τμήμα αυτό, προσθέτει ευθύς από την πρώτη σελίδα μια σκηνή αλληλέγγυας συμπεριφοράς ενός τούρκου "γραμματικού" προς τους αιχμαλώτους:
Ένας γραμματικός, που 'χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα [της φυλακής] μας, άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε:
-Σαν έρχονται [οι φρουροί], μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε (1958, 13).
Ο Βενέζης θα τονώσει και αυτός τη θετική πλευρά των αντιπάλων, επιλέγοντας να αξιοποιήσει στη δική του αυτοβιογραφική, κατά κύριο λόγο, αφήγηση εμπειρίες τρίτων, που φανερώνουν την ανθρώπινη όψη του Τούρκου.
Έτσι η συγκινητική ιστορία στο Νούμερο ενός νεαρού τούρκου γιατρού που βοηθά και σώζει τον Ηλία όταν έχει αρρωστήσει, αν και οι Έλληνες του έχουν σκοτώσει τη μητέρα (1931, 127-129), αποτελεί -κατά πάσαν πιθανότητα- μια εμπειρία της αδελφής του Βενέζη, η οποία, όταν τον αναζητούσε άρρωστη στη Σμύρνη, βρήκε προστασία από έναν τούρκο αξιωματικό, που οι Έλληνες του είχαν σκοτώσει μητέρα και αδελφές[12].
Αυτό σημαίνει -ή τουλάχιστον έχουμε μια ένδειξη- ότι ο Βενέζης από ιστορίες τρίτων επιλέγει να αξιοποιήσει ακριβώς όσες αμβλύνουν την αντιπαλότητα και το μίσος ανάμεσα στους αντιπάλους.
Έτσι, αν από έκδοση σε έκδοση η εικόνα των Ελλήνων καθαρίζεται από μελανά σημεία, και η εικόνα των Τούρκων υφίσταται μια επί τα βελτίω επεξεργασία.
Με μία διαφορά: από την εικόνα των Ελλήνων απαλείφεται το στίγμα μιας οργανωμένης βαρβαρότητας (το "Συνεργείο Αντιποίνων"), ενώ στην εικόνα των Τούρκων προστίθενται πινελιές εξατομικευμένης ανθρωπιάς. Οι μεν Έλληνες ρετουσάρονται ως έθνος, ενώ οι Τούρκοι ως μεμονωμένες περιπτώσεις "βοηθών"[13].


Οι αναθεωρήσεις, ωστόσο, δεν αφορούν μόνο στα βάσανα της αιχμαλωσίας αλλά και στην ειρηνική ζωή. Το 1928 ο Βενέζης εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων Ο Μανώλης Λέκας, δύο από τα οποία αφορούν τη ζωή στο Αϊβαλί και στην ενδοχώρα του πριν τους διωγμούς.
Το διήγημα με τίτλο "Στον κάμπο κάτου απ' τα Κιμιντένια" παρουσιάζει τη δύσκολη ζωή των αγροτών σε ένα τσιφλίκι, όπου ένας σκληρός επιστάτης ("κιαγιάς") εξοντώνει στη δουλειά ένα ετοιμοθάνατο βόδι και έναν γέροντα εργάτη από τη Λήμνο[14].
Το τσιφλίκι κάτω απ' τα Κιμιντένια είναι βέβαια το ίδιο που 15 χρόνια αργότερα θα τροφοδοτήσει τις λυρικές σελίδες της Αιολικής γης[15].
Η εικόνα της σκληρής ζωής έχει δώσει τώρα, στα 1943, τη θέση της στη γνωστή σύμπνοια ανθρώπων, ζώων και φυτών.
Ο σκληρός κιαγιάς έχει μετατραπεί σε "πιστό κιαγιά" (30) και ο γέροντας Λημνιός, που θέλαν να τον διώξουν, αν και ετοιμοθάνατο, επειδή δεν μπορούσε να δουλέψει, μετατρέπεται στον βιβλικό μπάρμπα Ιωσήφ, επίσης γέροντα από τη Λήμνο, ο οποίος "ζούσε μακάρια τις μέρες του στο υποστατικό επειδή δεν τον άφηναν να κάνει καμιά δουλειά" (58).
Η κοινωνία, όπως την αναλύει ο Βενέζης το 1928, είναι ταξικά χρωματισμένη' διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους.
Από το 1941 και πέρα όμως δεν αναφέονται πια ταξικές διακρίσεις και κοινωνική αδικία. Το διήγημα "Το Λιος" του 1928, όπου Τούρκοι συμπονούν και απελευθερώνουν έναν νεαρό Έλληνα που ψαρεύει παράνομα σε τουρκικά ύδατα, είναι πολύ χαρακτηριστικό: στην έκδοση του 1941 θα απαλειφθούν οι πολύ σημαντικές για το αρχικό κείμενο αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους παραθεριστές στη Λέσβο και φτωχούς βιοπαλαιστές, με αποτέλεσμα το κείμενο να χρωματίζεται διαφορετικά: η αρχική αλληλεγγύη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων (των φτωχών τούρκων ψαράδων προς τον φτωχό έλληνα) μετατρέπεται σε εν γένει αγάπη μεταξύ των λαών[16].

Με άλλα λόγια, η πολιτική μετατόπιση του Βενέζη επηρεάζει και τον τρόπο θέασης της Ανατολής: ο παραδεισένιος κόσμος της Αιολικής γης δεν είναι μόνο προϊόν εξιδανίκευσης της χαμένης πατρίδας, αλλά και απότοκο της απομάκρυνσης από την Αριστερά[17].
Ωστόσο, αν η ρεαλιστική ανάλυση που εμφορείται από αριστερές ιδέες εγκαταλείπεται, αρχίζει να χρησιμοποιείται τώρα η ιδέα της "λεβεντιάς", που θα φορτιστεί και με εθνικές-πατριωτικές συνδηλώσεις.
Μια άλλη αναθεώρηση ανάμεσα στη συλλογή του 1928 και στην Αιολική γη είναι ενδεικτική. Στο διήγημα "Ο Μανώλης Λέκας", που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, παρουσιάζεται το δράμα μιας οικογένειας στο Αϊβαλί: μια μάνα αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις της ενάντια στην επιθυμία του άντρα της να στείλουν τον μικρό γιο τους στο κοντραμπάντο, όπου θα κινδύνευε να σκοτωθεί[18].
Αναφορά στο λαθρεμπόριο γίνεται και στην Αιολική γη, αλλά με εντελώς διαφορετικό πνεύμα.
Τώρα οι κοντραμπατζήδες είναι ηρωικοί, αφιλοκερδείς (ως άλλοι Ρομπέν των δασών μοιράζουν, μας λέει ο αφηγητής-συγγραφέας, το κέρδος τους ως και σε φτωχές νοικοκυρές!), αλλά και εθνικοί ήρωες, αφού μεταφέρουν πολεμοφόδια από την Ελλάδα στους ορεινούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.
Οι γυναίκες τους, "αναθρεμμένες μες στο αίμα", περιμένουν τη μεγάλη ώρα του φόνου -το ενδεχόμενο να σκοτωθεί ο άντρας ή ο γιός τους-, που θα τις καταστήσει περήφανες, ως κορυφαίες του πόνου (251-252).
Ίσως κατά τύχη ίσως όχι, η δυστυχισμένη μάνα στον "Μανώλη Λέκα", που επιχειρεί να αποτρέψει τη συμμετοχή του γιου της στο κοντραμπάντο, και η περήφανη μάνα της Αιολικής γης φέρουν το ίδιο όνομα: Αγγέλικα - Αγγέλα. Το λαθρεμπόριο έχει λάβει στο μυθιστόρημα του 1943 ηρωική μεγαλοπρέπεια: έγινε "ο κύκλος της λεβεντιάς, το έπος των κοντραμπατζήδων" (263).
Στα 1943 ο Βενέζης έχει εκφράσει και θεωρητικά την ανάγκη να στραφούν οι συγγραφείς προς μια επική σύλληψη της πραγματικότητας[19]. Η τάση προς το επικό, εντούτοις, θα γενικευθεί στα χρόνια μετά το 1945.
Ο Πρεβελάκης, για παράδειγμα, ο οποίος το 1938 εξέδιδε Το χρονικό μιας πολιτείας, αφήγηση της ειρηνικής συνύπαρξης χριστιανών και Τούρκων, το 1945 εκδίδει το Παντέρμη Κρήτη, ηρωική αφήγηση της επανάστασης του 1866, κι αμέσως μετά συγγράφει την τριλογία Ο Κρητικός, μια απόπειρα επικής ανάπτυξης των αγώνων του κρητικού λαού εναντίον των Τούρκων.
Η ροπή προς το έπος θα επηρεάσει και το Χρονικό μιας πολιτείας.
Αν στα 1938 ο Πρεβελάκης αφηγείται την καθημερινότητα της γενέθλιας πόλης, του Ρεθύμνου, στα τελευταία χρόνια της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, με ένα πνεύμα ομόνοιας ανάμεσα στις κοινότητες, στα 1956 το πνεύμα αυτό αναθεωρείται επί τα χείρω.
Στα 1938 ο αφηγητής δηλώνει ρητά: "δεν είχαμε [τα νέα παιδιά] μίσος στην καρδιά μας για τους Τουκοκρητικούς, μ' όλο το συνδαύλισμα της αμάχης που γινόταν από τους μεγαλύτερους". Στη φράση αυτή τα νέα παιδιά παρουσιάζονται να έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Στην έκδοση όμως του 1956, μια μικρή, διακριτική προσθήκη αλλάζει το νόημα: "μ' όλο το συνδαύλισμα της αμάχης που γινόταν από τους μεγαλύτερους, πού 'χαν απάνω στο κορμί τους λαβωματιές αγιάτρευτες ακόμα". Τώρα το δίκιο το έχουν οι μεγαλύτεροι' οι νέοι παρουσιάζονται μάλλον ως οι ανυποψίαστοι που, μην έχοντας την εμπειρία, δεν μπορούν να καταλάβουν την αιτία του εθνικού μίσους[20].

Αντίστοιχη είναι και η ιδεολογική μετατόπιση του Νίκου Καζαντζάκη.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ο Καζαντζάκης δηλώνει εξαιρετικά αγανακτισμένος με τις ατιμωτικές πράξεις και των δύο αντιμαχομένων, και θεωρεί πως για χάρη του Ανθρώπου πρέπει οι λαοί να μάθουν "ν' αναπνέουν έξω από σύνορα"[21].
Στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένος και ο Ζορμπάς: βάζοντας τον ήρωά του να απαρνείται τον πόλεμο, αφού είδε με τα μάτια του την ορφάνεια που ο ίδιος είχε σκορπίσει, ο συγγραφέας επιμένει σε έναν φιλειρηνικό ανθρωπισμό πέρα από εθνικά σύνορα.
Αυτά, στην αρχή της Κατοχής, 1941 με 1943, οπότε γράφεται ο Αλέξης Ζορμπάς.
Η διαφοροποίηση προς το επικό και προς μια νέα θεώρηση του Τούρκου ως εθνικού εχθρού θα γίνει, και στην περίπτωση του Καζαντζάκη, στο τέλος της Κατοχής, με τον ακόλουθο τρόπο.
Το 1946 ο Καζαντζάκης περιοδεύει στα κρητικά χωριά και καταγράφει τις καταστροφές που έγιναν από τους Γερμανούς, θαυμάζοντας ταυτόχρονα την αντοχή και το φρόνημα του πληθυσμού. Ξεκινώντας από τις εμπειρίες αυτές, αποπειράται να γράψει ένα μυθιστόρημα με θέμα την κρητική αντίσταση στους Γερμανούς, σχέδιο που τα αμέσως επόμενα χρόνια τροποποιεί, αλλάζοντας την εθνικότητα του εχθρού: στη θέση των Γερμανών τοποθετεί τους Τούρκους, μετατοπίζοντας την ιστορία που αφηγείται πενήντα χρόνια πίσω. Το μυθιστόρημα που προκύπτει κατ' αυτόν τον τρόπο είναι ο Καπετάν Μιχάλης (1953), αυτή η αμφιλεγόμενη αν και όχι χωρίς επικούς τόνους εξιστόρηση μιας επανάστασης εναντίον των Τούρκων[22].

Οπωσδήποτε, λοιπόν, μετά το 1945 το κλίμα απέναντι στους Τούρκους αλλάζει στη λογοτεχνία.
Η τάση προς ηρωικές αφηγήσεις κάνει τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν, εκτός από το πρόσφατο παρελθόν, και παλαιότερες εποχές της ιστορίας, και μάλιστα την Τουρκοκρατία[23].
Έτσι οι Τούρκοι πέφτουν, κατά κάποιον τρόπο, θύματα των Γερμανών: επωμιζόμενοι τα βάρη εκείνων, τείνουν να καταστούν το αρχέτυπο του εθνικού εχθρού.
Αλλά και ο ελληνικός λαός θεωρείται πλέον αποκαθαρμένος. Το "αλβανικό έπος", τα βάσανα της Κατοχής, η Αντίσταση, έχουν συμβάλει στον σχηματισμό μιας καινούριας εικόνας γι' αυτόν[24].
Οι παλιές αμαρτίες παραγράφονται, σβήνονται από τα κείμενα, και το φρόνημα ανορθώνεται για να συμβαδίσει προς τις απαιτήσεις του έπους.
Ωστόσο στα νεότερα χρόνια, στα σαραντάχρονα της μικρασιατικής καταστροφής, προκύπτουν δύο έργα, που από ιδεολογική σκοπιά μας επαναφέρουν στην αφετηρία. Η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα θα αποτολμήσει να μιλήσει τόσο για τις μελανές όψεις των ελληνικών πράξεων την εποχή της νίκης, όσο και για την πλήρη απώλεια του ηθικού και της ανθρωπιάς κατά την ήττα.
Ο Κοσμάς Πολίτης, πάλι, θα παρουσιάσει σε σοφή μυθιστορηματική σύνθεση τους διώκοντες και τους διωκόμενους σε συνεχή εναλλαγή ρόλων: οι Τούρκοι, διωγμένοι από τη Θεσσαλία το 1881 και από την Κρήτη το 1898, θα γίνουν διώκτες των Ελλήνων το 1922, ενώ οι Έλληνες που διώκονται το 1922 έχουν γίνει προηγουμένως διώκτες μιας άλλης μειονότητας, των Εβραίων.
Ο Τουρκοκρητικός που τριγυρνά στα σοκάκια της Σμύρνης, Στου Χατζηφράγκου, διαλαλώντας την πραμάτια του -"άνυδρα κολοκυθάτσα"[25]- δεν είναι μια απλή ηθογραφική φιγούρα, αλλά συνοψίζει το νόημα του έργου και το νόημα ίσως όλης της ιστορίας: την κοινή τραγική μοίρα όλων των μειωνοτικών πληθυσμών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον γενέθλιο τόπο για χάρη της εθνικής καθαρότητας.


doctor

____________________________________________

[1] Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα (3)1958, σ.17. Το κείμενο της τρίτης έκδοσεις διατηρείται αναλλοίωτο και στις επόμενες.
[2] Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα 1929, σ.13.
[3] Συγκεντρωμένα παραδείγματα αναθεωρήσεων μπορεί να βρει κανείς στο Αγγέλα Καστρινάκη, Η φωνή του γενέθλιου τόπου, Αθήνα 1997.
[4] 1929, σ.16-17' 1958, σ.18-19.
[5] Οι μεταβολές αυτές δεν συζητήθηκαν, ακόμα και από μελετητές που έκαναν σύγκριση των εκδόσεων. Ο Mario Vitti αναφέρεται μόνο στις γλωσσικές αλλαγές, Η γενιά του '30. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα 1984, σ.249. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο άλλος εν διωγμώ, Αθήνα 1998, σ.82-85, επισημαίνει την αλλαγή της αφιέρωσης και την προσθήκη μίας σκηνής, όπου ένα ζώο παρουσιάζεται να συμπάσχει με τους ανθρώπους. Ο ίδιος ο Στρατής Δούκας, όταν κάνει λόγο για τις αλλαγές που επέφερε, αναφέρει μόνο τις γλωσσικές και τις αλλαγές στη σύνθεση, αποσιωπώντας τις ιδεολογικές τροποποιήσεις, βλ. "Το ιστορικό της", Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Αθήνα (19)1988, σ.66-67.
[6] Για την πρόσληψη αυτού του καινούριου ηθικού και εθνικού νοήματος, βλ. ενδεικτικά την κριτική του Δημ. Ραυτόπουλου για την τρίτη έκδοση της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, στο Οι ιδέες και τα έργα, Αθήνα 1965, σ.79-80.
[7] Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328, Αθήνα 1931.
[8] Μια συγκλονιστική εικόνα του αυτοεξευτελισμού των αιχμαλώτων δίνεται στο Από την αιχμαλωσία. Το ημερολόγιο του αεροπόρου λοχαγού Β.Κ., Αθήνα 1923, σ.232-240.
[9] Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328, Αθήνα 1945, σ.1.
[10] Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, χαίρε!, Αθήνα 1974.
[11] 1931, σ. 63, αναλυτική αναφορά σε βασανιστήρια εκ μέρους των Ελλήνων' 1945, σ.67, όπου γίνεται λόγος για "Συνεργείο Αντιποίνων", χωρίς άλλες λεπτομέρειες' 1952, σ.56, όπου ο λόγος είναι μονάχα για "αντίποινα πολλά". Τις αλλαγές αυτές όσον αφορά τα αντίποινα και την εικόνα του κλήρου τις έχει επισημάνει και ο Ρένος Αποστολίδης, περ. Τα νέα ελληνικά, τχ.5 (Μάιος 1952), σ.388, και Κριτική του μεταπολέμου, Αθήνα 1962, σ.16-17. Ο Ρένος Αποστολίδης, θεωρώντας ότι οι αλλαγές αυτές έγιναν στην γ' εκδ. του 1952 (έχουν γίνει όμως ήδη το 1945), κατηγορεί τον Βενέζη ότι τροποποιεί το έργο του, προκειμένου να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Αθηνών.
[12] Η αφήγηση της αδελφής του Βενέζη, Αγάπης, περιλαμβάνεται στο Μικρασία, χαίρε!, ό.π., σ.50-57.
[13] Η ύπαρξη ενός "βοηθού" από τον χώρο των αντιπάλων ερείδεται ενίοτε σε πραγματικές συμπεριφορές, βλ. τις περιπτώσεις που καταγράφονται στις αφηγήσεις των προσφύγων, στο Έλλη Παπαδημητρίου, Ο κοινός λόγος, Α', Αθήνα 1972, σ.39, 47-48. Όμως ο τονισμός του ρόλου του βοηθού συνιστά επίσης ψυχολογική λειτουργία των διωκομένων, προκειμένου να "μειώσουν την τρομακτική ένταση ανάμεσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον και στον διωκόμενο Εαυτό", θέμα για το οποίο βλ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ό.π., σ.250.
[14] Ηλίας Βενέζης, Ο Μανώλης Λέκας κι άλλα διηγήματα, Αθήνα 1928, σ.100-115.
[15] Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη, Αθήνα 1943. Επειδή ο συγγραφέας αναθεωρεί το μυθιστόρημα μόνο γλωσσικά (προς την κατεύθυνση μιας πιο αμιγούς δημοτικής), παραπέμπω, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, στην 24η εκδ., Αθήνα 1986.
[16] Η παρατήρηση ανήκει στον Σ.Ν. Φιλιππίδη, Τόποι, Αθήνα 1998, σ.88-94.
[17] Στο Νούμερο 31328 προβάλλονται επίσης με έμφαση διαιρέσεις ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους που ανήκουν στο ίδιο έθνος: οι ισχυροί έλληνες "τσαούσηδες" του στρατοπέδου καταπιέζουν εξίσου τους έλληνες αιχμαλώτους και τους τούρκους φρουρούς τους. Εδώ ο Βενέζης δεν προχωρά σε αναθεωρήσεις, ίσως επειδή το Νούμερο ήταν ήδη ένα πολύ διάσημο έργο.
[18] Ο Μανώλης Λέκας, ό.π., σ.3-38. Ο γιος τελικά σκοτώνεται στον πετροπόλεμο που γίνεται ανάμεσα στις ενορίες της πολιτείας.
[19] Ηλίας Βενέζης, "Η προσφυγιά του 1922 στην ελληνική λογοτεχνία", Προσφυγικός κόσμος, (Ιαν. 1943), σ.1-2. Το άρθρο με την προτροπή προς το έπος το έχει επισημάνει ο Thomas Doulis, Disaster and Fiction. Modern Greek Fiction and the Asia Minor Disaster of 1922, University of California Press 1977, σ. 280-282.
[20] Τις αναθεωρήσεις του Πρεβελάκη τις έχω διερευνήσει στο Η φωνή του γενέθλιου τόπου, ό.π., σ.147-151.
[21] Νίκος Καζαντζάκης, Επιστολές προς τη Γαλάτεια, Αθήνα 1958, σ.138.
[22] Αναλυτικότερα για το θέμα αυτό, καθώς και για τις αναθεωρήσεις του Καζαντζάκη όσον αφορά την εικόνα του Τούρκου, έχω αναφερθεί στο "Η εμπειρία της νίκης και η μυθοποίηση της ήττας. Εικόνες του Τούρκου στο έργο του Καζαντζάκη", υπό έκδοση στα πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου "Η τελευταία φάση του κρητικού ζητήματος", Ηράκλειο, 21-23 Αυγούστου 1998.
[23] Πβ. Απ. Σαχίνης, Η πεζογραφία της Κατοχής, Αθήνα 1948, σ.14.
[24] Πβ. τις παρατηρήσεις του Thomas Doulis, ό.π., σ.180-183.
[25] Για τη σκηνή με τον διωγμένο από τη Λάρισα Τούρκο, καθώς και με τον Τουρκοκρητικό, βλ. Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Αθήνα 1963, σ.24-29.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Το Νούμερο 31328- η συνέχεια



Δεύτερος σταθμός.


Μία ελληνική και μία τουρκική οικογένεια ζούσανε δίπλα-δίπλα. Ύστερα έγιναν αυτά που έγιναν. Η συνάντηση μετά από αυτά, γίνεται σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. Μια συνάντηση που «πονάει», έπειτα από το γυαλί που όχι απλά έχει ραγίσει, αλλά έχει γίνει χίλια κομμάτια. Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.

"Ήταν μια καπναποθήκη εκεί που μας ρίξαν.
Τα κορμιά σπάραζαν πάνου στις πλάκες μισόγυμνα, πρησμένα, γεμάτα λάσπες-αυτόματα, σαν πράματα.
Ντόπιοι τούρκοι έρχουνταν και μας κοίταζαν, να σουσουμιάσουν.
Ερευνούσαν τα «πράγματα», εμάς, να τα ανασυνθέσουν, τρυπούσαν για ένα ίχνος που μπορούσε να είχε ξεχαστεί απάνω μας.
Αυτό το ίχνος σπαρτάρισε για μια στιγμή σα νεογέννητο μες στα σκονισμένα μάτια του ρολογά-σαν άστρο που πέφτει. Τον γνώρισαν.
Όλη η Πέργαμο βούιξε από το νέο- το άστρο.
Τα πλήθη έρχονταν και το κοίταζαν, άνοιγαν τα στόματα, δείχνανε τα κίτρινα δόντια να το συντρίψουν.
Μ’ επισημότητα μπήκε κ’ένας αρχηγός.
Ήταν απ’ τα παλικάρια που δεν έσκυψαν στην κατοχή κάτου απ’τον Έλληνα, πήραν τα βουνά και σπαταλούσαν την περηφάνια σαν άχρηστη:
- Μερ χαμπάρ! (τούρκικος χαιρετισμός) Νικόλα.
Του έδωσε το χέρι.
Ο δικός μας δίστασε μπρος σ’αυτό το χέρι που προσφερόταν σα φωτιά. Έπειτα, σκληρά, σαν άνθρωπος που πνίγεται, το χούφτιασε.

- Κ’ η φαμίλια εδώ; Ρωτά ο Τούρκος.
Ναι.
Κ’ η φαμίλια.
Η γυναίκα και το παιδί.
Τους είχαν σε ένα χωριστό μέρος στο απάνω πάτωμα.
Ο Τούρκος έβγαλε την καπνοσακούλα του, τράβηξε μια μεγάλη πρέζα καπνό και του την έδωσε. Και μια μεγάλη φυλλάδα τσιγαρόχαρτο.

Ύστερα βγήκε όξω.
Γύρισε σε κανένα τέταρτο.
Βαστούσε έναν κουβά με σταφύλια, ψωμί.
Με σεβασμό ο σκοπός του έδειξε την πόρτα προς το απάνω πάτωμα.
Ξανακατέβηκε από κει σε λίγα λεφτά.
Ήταν βαρύς, αυστηρός και αμίλητος-σαν άνθρωπος.
Κάθισε πάλι κοντά στον ρολογά και τύλιξε τσιγάρο.
Φούμερνε αδιάκοπα.
Μασούσε τα χείλια του που τρέμαν.

-Τις είδες; Ρωτά δειλά ο δικός μας.

Ο Τούρκος παρατά το τσιγάρο και τον κοιτάζει μες στα μάτια.

- Θυμάσαι Νικόλα, τη Νατζιέ; του λέει συγκινημένος.

Τη θυμήθηκαν.
Ήταν ένα ήμερο νεανικό πρόσωπο, ήταν καλή σαν παιδάκι – Θέ μου, πως το επέτρεψες σε μιαν αντίχριστη;
Οι δυο γυναίκες, του Τούρκου και του Χριστιανού, αγαπιούνταν σαν αδερφές.
Τα καλοκαίρια μέναν μαζί στον κάμπο οι δύο φαμίλιες.
Δε χώριζαν.
Μονάχα σαν έπεφτε η νύχτα, αποτραβιόταν ο καθένας να δεηθεί στο θεό του.
Ύστερα πάλι ξαναδερφώνουνταν.
- Πόσα χρόνια είναι; ρωτά ο δικός μας, σα να’ναι ένα παρελθόν πολύ μακρινό.
- Από τότε που σκοτώθηκε; τρία.

Τη Νατζιέ την είχε βρει μια σφαίρα τις μέρες του ελληνοτουρκικού πολέμου.

- Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα; λέει ο τούρκος.

Τότες ο δικός μας πέφτει στα πόδια του παρακαλώντας:

- Σώσε μας! Σώσε μας!
- Δεν πράξατε καλά Νικόλα! τον κόβει αυστηρά ο Τούρκος και τον βοηθά να σηκωθεί.
- Κι εγώ τι φταίω; Τι φταίω; μουρμούριζε ο Χριστιανός με δάκρυα.
- Ο Θεός κρίνει, μπιραντέρ (αδερφέ). Αυτός βλέπεις, δεν ξεχνά.

Σηκώθηκε.
Ο άλλος παρακαλούσε ακόμα.
Μα ο Τούρκος τον έκοψε.
Τώρα πια ήταν στη μέση ο Θεός.
Αυτός διατάζει- τι μπορεί να κάμει ο άνθρωπος;

-Αλαά σιμαρλαντίκ (τούρκικος χαιρετισμός), Νικόλα".

***



Τρίτος σταθμός. Τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.

"Σουρουπώνει.
Τα σύννεφα χτυπιούνται αψηλά, τα φύλλα τρέμουν.
Και τα γόνατα.
Ο κάμπος είναι μαβής κ’έρημος, έρημος. Το τέλος σιμώνει.
Νύχτωσε.
Σ’ ένα χωριό.
Μας βάλαν στην αυλή του χανιού, σ’ένα υπόστεγο.
Σε λίγο έπιασε να βρέχει.
Κρύο.
Ήρθαν και μας σήκωσαν απ’ το υπόστεγο.
Εκεί! μας είπαν.
Ξέσκεπα.
Ναι, κάτου απ’ τον ουρανό.


- Είμαστε γυμνοί, ολόγυμνοι! φωνάζαν οι σκλάβοιμε απελπισία.

Τίποτα.
Μας βγάλαν στο ξέσκεπο.
Γύρω γύρω στο υπόστεγο μείναν μονάχα οι σκοποί, τυλιγμένοι στους μαντύες του, και παρακολουθούσαν.
Ένα μεγάλο φανάρι μας φώτιζε.
Στριμωχτήκαμε, κουβάρες, κουβάρες.
Κολλήσαμε ο ένας στου αλλουνού την πλάτη, μπας και μείνει ένα μέρος στα κορμιά άβρεχτο.
Δε βαριέσαι.
Το νερό κατρακυλούσε απ’ το κεφάλι, γλιστρούσε σιγά σιγά, ολοένα το αίμα σώπαινε.
Τα δόντια χτυπούσαν.
Σα να λιώνουν τα κόκαλα.
Τα κεφάλια χαμηλώνουν αργά, και τα κορμιά σταματούν να σαλεύουν.
Είναι ένας γλυκός, μακάριος ύπνος που έρχεται.

- Μη παιδιά! Βασταχτείτε! … μουρμουρίζει κάποιος τρέμοντας. Μπορεί να μην ξυπνήσουμε…

Καμιά απάντηση.
Σηκώνω για τελευταία φορά το μουσκεμένο πρόσωπό μου στη νύχτα.
Πλημμύρισε.
Είναι η βροχή, τίποτ’ άλλο.
Το αφήνω να γείρει οριστικά.
Μας έδειρε ως το πρωί.
Δεν ξέρω πια πότε ζαλίστηκα κ’ έμεινα ακίνητος.
Όταν ξυπνήσαμε – ο ουρανός είχε καθαρίσει.
Σε λίγο βγήκε ο ήλιος.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Το Νούμερο 31328


Ηλίας Βενέζης

O Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και πέθανε το 1973 στην Αθήνα. Κατά τη μικρασιατική καταστροφή ο Βενέζης συλλαμβάνεται από τους τούρκους και στέλνεται στα τάγματα εργασίας (Σεπτέμβριος 1922). Από τους 3.000 περίπου αιχμαλώτους του Αϊβαλιού επιστρέφουν μόνο 23. Το 1931 εκδίδεται στη Μυτιλήνη το «Νούμερο 31328» που καθιερώνει, στα 26 του, τον Βενέζη ως συγγραφέα.
Έγινε ο πρώτος έλληνας συγγραφέας του οποίου τα έργα μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κάνοντας γνωστή την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό.
Στο «Νούμερο 31328» ο Βενέζης αποτυπώνει την προσωπική του τραυματική εμπειρία. Η αμεσότητα και η βαρύτητα της μαρτυρίας δεν αφήνει περιθώρια για μυθοπλαστικές μεταμφιέσεις ή άλλες σκηνοθετικές υποδείξεις.


Η πορεία προς τον θάνατο

Θέμα του βιβλίου είναι ακριβώς η ζωή στα τάγματα εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») τα οποία συγκροτούσαν οι Τούρκοι από τους αλλοεθνείς στρατεύσιμους.
Ο Βενέζης «στρατολογήθηκε» στα τάγματα εργασίας και συγκαταλέγεται στους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν.
Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, που αποδεκατίζουν το εξαθλιωμένο πλήθος των σκλάβων-αιχμαλώτων, με το μαρτύριο της πείνας και της δίψας πάντοτε παρόν, με τις επιδημίες να θερίζουν, με ατελείωτες εξαντλητικές οδοιπορίες, με βιασμούς, λεηλασίες και κάθε τύπου αγριότητες, οι στρατολογημένοι σπάζουν πέτρες, ανοίγουν δρόμους, επισκευάζουν γέφυρες, αποκαθιστούν τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στο προσωρινά νικηφόρο πέρασμά του ο ελληνικός στρατός, με έκδηλη την διάθεση των τούρκων να εκδικηθούν.
Σε αυτή τη θλιβερή και ετοιμοθάνατη πομπή, που μετακινείται συνεχώς, ο άνθρωπος παύει να έχει προσωπικότητα, γίνεται ένας αριθμός χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία και χωρίς μέλλον.
Μετατρέπεται σε άθυρμα στα χέρια των αντιπάλων του, μία ύπαρξη χωρίς καμία, κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, τον παραλογισμό και την παραφροσύνη του πολέμου.
Το νούμερο 31328 δεν διακρίνει νικητές και ηττημένους, δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς και επιβεβαιώνει αυτό που έγραψε ο Καζαντζάκης: «τον Άνθρωπο ατίμασαν στην Μικρά Ασία Έλληνες και Τούρκοι».
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, στην καρδιά της Ευρώπης, ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία και η ανθρωπότητα θα γνωρίσει νέα, περισσότερο απάνθρωπα «αμελέ ταμπουρού».



Ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στην Σμύρνη.


Ο Βενέζης δεν μεροληπτεί.
Δεν προσπαθεί να κατηγορήσει τους αντιπάλους και εχθρούς.
Αισθάνεται οίκτο και συμπόνια για τους βασανιστές του, τρυφερότητα και συμπάθεια για τους παρασυρμένους στη δίνη του δράματος.
Από αυτή τη στάση και από αυτή τη θέση αναδύεται και η τραγωδία της επανάληψης κάθε πολεμικού παραλογισμού.

Ο Ηλίας Βενέζης, στον πρόλογο της Β’ έκδοσης, το καλοκαίρι του 1945 γράφει:

«Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα.
Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή.
Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής.

Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, κι όλα τα άλλα σωπαίνουν.
Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δεν μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο.
Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία.
Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος- και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα αφιέρωμα σε αυτόν τον πόνο.

Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση.
Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο.

Έτσι το βιβλίο τούτο –χρονικό μιας βασανισμένης στιγμής της Ελλάδας από τις τόσες- απαγορευμένο χρόνια τώρα από τις λογοκρισίες, έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου.
Και όπως τότε, πριν από εικοσιένα χρόνια, το «Νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου».

***

Από αυτό το υπέροχο βιβλίο, από αυτό το μνημείο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από αυτήν την διαμαρτυρία εναντίον του παραλογισμού του πολέμου, που δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς, από αυτή την αληθινή ιστορία, θα παραθέσω σε σταθμούς κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες και γεγονότα.

Πρώτος σταθμός, η πορεία προς το πουθενά, των σκλάβων-αιχμαλώτων. Μαζί τους μια οικογένεια με ένα μικρό παιδάκι:

«Τον καιρό της ελληνικής κατοχής βρέθηκαν όξω απ’ την Πέργαμο τα πτώματα – καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι από τους τούρκους και πεταλωμένοι. Ύστερα πήγε εκεί το τέταρτο σύνταγμα. Γινήκανε τότες, αντίποινα πολλά.
Ξεκινήσαμε.
Περπατήσαμε ίσαμε δύο ώρες μες στα χωράφια. Τότε ήρθε η νέα συμφορά. Το παιδάκι δεν μπορούσε πια να βαδίσει. Κάθισε κάτου κ’ έκλαιγε. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να το σηκώσει στον ώμο. Το τρυφερό βάρος λύγισε την εξαντλημένη αντοχή του σ’ απελπιστικό βαθμό. Ήταν πολύ χοντρός. Βουτηγμένος στον ίδρο και στην σκόνη έτρεχε να προφτάξει το καραβάνι. Ολοένα έμενε πίσω. Με τα χέρια του, που βαστούσαν τώρα το μωρό, δεν μπορούσε να καθαρίζει τα γυμνά ποδάρια του από τα αγκάθια. Έτσι, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος, ή σαν χτυπούσε σε καμιά πέτρα, έμπηγε τις φωνές. Πηδούσε, έτρεχε μια στιγμή πατώντας στο ένα ποδάρι, ύστερα έχανε την ισορροπία του, τσούπ! Ήταν ωραίο- να σκας στα γέλια. Τα δάκρυά του τρέχαν. Μαύριζαν την ίδια στιγμή απ΄ την σκόνη που βιαζόταν να κολλήσει πάνω τους.

- Για δεν κοίταζες, τότε που καθίσαμε, να τυλίξεις κι εσύ τα ποδάρια σου σε κανά παλιόπανο! του φώναξε κάποιος δικός μας.

Κι αυτός παρακαλούσε να τον λυπηθούμε.

- Μη μ’αφήνετε! ικέτευε σπαρακτικά.

Σε λίγο γονάτισε.
Έμεινε.
Από τα πόδια του έτρεχε μαύρο σκοτωμένο αίμα, εκεί προς τα χτυπημένα δάκτυλα.
Το κοπάδι στάθηκε. Οι στρατιώτες πολέμησαν να τον κάμουν να πέσει πάλι στον δρόμο. Τον σπρώχνανε. Τίποτα. Τον χτυπούσαν με τα κλαδιά. Ύστερα με τα κοντάκια. Το παιδάκι έμπηξε τις φωνές.

- Θα τον σκοτώσετε! δεν το βλέπετε; χιμά έξαλλη η γυναίκα του, μπαίνοντας ανάμεσα στους στρατιώτες. Θα το σηκώσω εγώ το παιδί.

Έτρεμε τ’ αχείλι της.
Η ματιά ήταν κρύα και σκληρή.
Τέντωσε τα αδύνατα χέρια κι έβαλε το παιδί που έκλαιγε στον ώμο της.
Δεν το χάιδεψε.
Κανένας μας δεν κουνήθηκε να προσφερθή.

- Δεν θα βαστάξει, γυναίκα είναι, λέει ένας δικός μας.

- Ναι, δεν θα βαστάξει.

Γύρισα και κοίταξα τον πλαϊνό μου.
Κι αυτός κοίταζε παρακάτω.
Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Θα ήταν ένα τελευταίο ίχνος ντροπή από την παλιά ζεστή καρδιά- που να την αγγίξεις..
Μα κανείς δεν κουνήθηκε.
Ο ρολογάς σηκώθηκε και ξεκινήσαμε.
Σε λίγο η γυναίκα, η σκληρή ματιά, χαμήλωσε. Έπιασε να μερεύει. Κ’ έπειτα,σιωπηλά, βούρκωσε.
Έπεσε λίγο πιο πέρα. Άρπαξε φρενιασμένη το παιδάκι στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε δάκρυα.

- Αφήστε μας! … αφήστε μας να τελειώνουμε! … φώναζε μες στ’ αναφιλητά.

- Ε! λέει φουρκισμένος ο αρχηγός της συνοδείας. Πάρτε ένας άλλος το παιδί!

Κάμαμε όλοι μια ασυναίσθητη κίνηση, να ξεφύγουμε έναν κίνδυνο. Οι στρατιώτες άρπαξαν έναν απ’ τους τελευταίους της γραμμής και του καθίσαν το παιδί στον ώμο.
Πιο πέρα αυτός φώναξε να το δώσουν και σ’άλλον.
Ήρθε κ’η σειρά μου.
Ήταν αληθινό μαρτύριο- γιατί τρέχαμε, πεινούσαμε, ήμαστε γυμνοί, ήμαστε για να πέσουμε από στιγμή σε στιγμή, εμείς οι ίδιοι.
Βάδιζα τρικλίζοντας, ύστερα φώναξα να το πάρει κι άλλος. Όλοι τρέχανε να βρεθούν στις πρώτες γραμμές, να ξεφύγουν.
Σαν το ξεφορτώθηκα έπιασα κ’εγώ να τρέχω, μη μου το ξαναδώσουν.
Είχε γίνει φόβητρο- ένα παιδάκι.
Η οργή σκλήραινε ολοένα τις τυραγνισμένες μας καρδιές.

- Τι θέλει και δεν ψοφά! ξέσπασε, άξαφνα, ένας άγρια.

- Μπας κ’είναι να βαστάξει; λέει ένας άλλος, που νοιαζόταν να βρει και μια δικαιολογία. Ας το σκοτώσουν να ησυχάσει.

Κανείς δεν είπε πως είναι κρίμα.
Ήταν μίσος για ένα παιδάκι;
Ναι.
Ήταν.

(σελ.95-98, από την 50η έκδοση. Τα προλεγόμενα και οι πληροφορίες για το βιβλίο έχουν ως πηγή την εισαγωγή στην 43η έκδοση που έγραψε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος).

Συνεχίζεται...

doctor

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

Βασίλης Ραφαηλίδης



Ένα μικρό αφιέρωμα στον πιο "αιρετικό" έλληνα δημοσιογράφο και συγγραφέα: τον Βασίλη Ραφαηλίδη.

Ένα απάνθισμα από το βιβλίο του "Οι λαοί της Μέσης Ανατολής" .

Ένα μικρό δείγμα από τον χειμαρρώδη λόγο του, από το πηγαίο χιούμορ του, από την οξυδερκή του σκέψη που τόσο λείπει σήμερα. Ως μουσική υπόκρουση επέλεξα το "Stray" των Calexico σε μία υπέροχη εκτέλεση.


1) Για τον ρατσισμό:

Κακό πράγμα αν μην έχεις ψευδαισθήσεις, να μην πιστεύεις στα παραμύθια, σαν τον Λώρενς της Αραβίας, που έζησε με πάθος χίλια δύο παραμύθια από τις Χίλιες και Μία Νύχτες αλλά και από άλλες νύχτες, ευρωπαϊκές.
Όμως ποτέ δεν έζησε το πιο χυδαίο, το πιο τυπικά ευρωπαϊκό παραμύθι, αυτό που λεν οι μωροί ρατσιστές στους γεννημένους ηλίθιους, προκειμένου να δημιουργούν άλλοθι, τόσο για την ανικανότητά τους όσο και για τη βουλιμία τους, χωρίς να έχουν καν τα «φυσικά», τα ζωώδη άλλοθι των πρωτόγονων φυλών, που, όπως τα ζώα στη ζούγκλα, αγωνίζονται για την επιβίωσή τους χωρίς επιστημονικοφανή προσχήματα και βλακώδη ιδεολογήματα.
Θα αναγνώριζα σαν φίλο μου τον οποιοδήποτε ρατσιστή, αρκεί να δηλώσει καθαρά και ξάστερα πως είναι ζώον. Θα τον αγαπούσα με την ίδια έννοια που αγαπώ τα ζώα (σελ.284).

2) Για την Λογική:


Η λογική δεν έχει σχέση με την αισιοδοξία, ούτε με την απαισιοδοξία. Η λογική είναι από τη φύση της σκληρή και κυνική. Και παντελώς άσχετη με την Ηθική. Ποιος σας είπε πως ένας κλέφτης που ξέρει τη δουλειά του κάνει πράξεις παράλογες; Υπάρχει κάτι πιο λογικό από το να μη δουλεύεις κι ωστόσο να μπορείς να τρως; (σελ.299).

3) Για τον εθνικισμό:

Ο εθνικισμός είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής. Σε βοηθά να νιώθεις καλύτερα βρίσκοντας μια ίδια με αυτή των άλλων ταυτότητα. Που ωστόσο όλοι τη δανείζονται από την προγονική ιστορία. Η εθνική σου ταυτότητα δεν είναι η προσωπική σου ταυτότητα αλλά ένα δάνειο από τους προγόνους σου. Δεν κόπιασες να την φτιάξεις, την πήρες έτοιμη από τις σελίδες της ιστορίας. Συνήθως μια τέτοια ταυτότητα τη χρησιμοποιούν είτε άνθρωποι με ελλειμματική προσωπικότητα, είτε οι δημαγωγοί για να κάνουν τη δουλειά τους εξαπατώντας τους ανθρώπους με ελλειμματική προσωπικότητα (σελ.328).

4) Για την πίστη:

Η πίστη κάπου, οπουδήποτε είναι ψυχολογική ανάγκη. Ακόμα κι εγώ πιστεύω κάπου: στο τυχαίο και άσκοπο της ύπαρξής μου σε έναν κόσμο που δεν τον διάλεξα για να ζήσω μέσα του. Τον διάλεξαν για μένα πριν από μένα οι γονείς μου, όχι γιατί είχαν καμιά πρόθεση να υπακούσουν στην εντολή αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, αλλά διότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι για να μείνουν μόνοι τους σε αυτόν τον κόσμο (σελ.89).

5) Για τον πολιτισμό:

Δεν λέγεται πόσα χρωστάει η ιστορία στους βλάκες. Σχεδόν τα πάντα – εκτός από τον πολιτισμό. Ποτέ κανείς βλαξ δεν τα κατάφερε να παράγει πολιτισμό. Φαντάζεστε βλάκα τον Αισχύλο; Θάνατο στο πεδίο της μάχης μπορεί να παραγάγει και ο έσχατος των κρετίνων. Δώσε όπλο στον ηλίθιο και τον έκανες Θεό της Φωτιάς (σελ.106).

6) Για τον … Παράδεισο:

Σκέτο super market είναι ο μουσουλμανικός παράδεισος, όχι σαν τον δικό μας, που έχει μόνο ψυχές καλής ποιότητας, που ούτε τρών, ούτε πίνουν, ούτε καπνίζουν, ούτε πηδούν. Προσωπικά, να μου λείπει ένας τόσο αποστειρωμένος παράδεισος. Εγώ θέλω τον μουσουλμανικό παράδεισο, αλλά χωρίς να γίνω μουσουλμάνος. Και μη μου πείτε πως ο μουσουλμανικός παράδεισος είναι ψεύτικος, εννοώντας πως ο δικός σας είναι αληθινός, γιατί στα προβλήματα της πίστης δεν υπάρχουν ούτε ψέματα, ούτε αλήθειες. Υπάρχουν μόνο οι ευσεβείς πόθοι των ευσεβών και παντοιοτρόπως πεινασμένων, που παντοειδή καρβέλια ονειρεύονται (237).

7) Για την Παλαιά Διαθήκη:

Ο Ιησούς του Ναυή, μας πληροφορεί η Βίβλος με τον πιο επίσημο τρόπο, καθάρισε τη Γη Χαναάν από τα νήπια και τις έγκυες. Μπράβο λεβέντη μου! Να σας πω κάτι; Δεν υπάρχει πιο ματοβαμμένο βιβλίο από την Παλαιά Διαθήκη (σελ.260).