
Στο παρόν θέμα θα ασχοληθούμε με τους ιδρυτικούς/καταγωγικούς μύθους των εθνών. Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Καθηγητή Ιστορικής Κοινωνιολογίας και Σύγχρονης Κοινωνικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Π.Λέκκα με τίτλο «Το παιχνίδι με τον Χρόνο».
Ο κ.Λέκκας με μια υπέροχη γραφή, με επιστημονικό τρόπο και έπειτα από εμβριθή μελέτη των ιδρυτικών μύθων των εθνών εγκύπτει στην συνδεσμολογία των μύθων αυτών, οι οποίοι βέβαια είναι ιστορικά προσδιοριστέοι όσον αφορά την γένεσή τους, και έχουν όλοι κοινά γνωρίσματα, συναποτελώντας έτσι το βασικό δομικό στοιχείο ενός παγκοσμίου φαινομένου, του έθνους, με την έννοια που έχει αυτό τους τελευταίους δύο αιώνες. [1]
Με δεδομένο τον παρελθοντικό προσανατολισμό του εθνικισμού, είναι επόμενο τα περισσότερα έθνη να φαντάζονται τους εαυτούς τους ως συλλογικότητες που κατάγονται από κοινούς προγόνους [2].
Καμία εθνικιστική ιδεολογία δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι ολόκληρο το εθνικό σώμα εξ ονόματος του οποίου ομιλεί, έλκει απευθείας την καταγωγή του από κάποια φυλετικώς ανόθευτη ιστορική κοινότητα του παρελθόντος. Η υπεράσπιση μιας τέτοιας θέσης θα συνεπαγόταν απαντήσεις σε ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με την υποτιθέμενη «μόνωση» του οικείου έθνους από εξωγενείς επιδράσεις και επιμιξίες-απαντήσεις, που αναπόφευκτα θα υπονόμευαν την αξιοπιστία και την απήχηση του εθνικιστικού μηνύματος. Περιττεύει ίσως εδώ η αναφορά στην ιδεολογική χρεωκοπία της ναζιστικής εκδοχής του γερμανικού εθνικισμού εξαιτίας της αγκίστρωσής της σε φυλετικά επιχειρήματα.
Έτσι, οι καταγωγικοί μύθοι όταν διατυπώνονται με φυλετικούς όρους (λ.χ. Φυλή, Γένος), έχουν κατά βάθος πολιτισμικό περιεχόμενο. Υπογραμμίζουν δηλαδή όχι τόσο την απαρχή κάποιας αμιγούς φυλετικής προέλευσης του έθνους όσο την σύλληψη της αναλλοίωτης πολιτισμικής του αυτοπροσωπίας ανά τους αιώνες [3].
Οι διάφοροι μύθοι που κρυσταλλώνονται περί την καταγωγή του έθνους είναι δηλωτικοί της βούλησής του να υπάρξει από εδώ και στο εξής.
Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο νόημα στις ανασκαλεύσεις του παρελθόντος από την νεωτερική ιδεολογία του εθνικισμού: ορίζοντας την γενέθλια ή ιδρυτική «στιγμή» του έθνους, οι μύθοι των προγόνων χαρακτηρίζονται από έντονη διδακτική φόρτιση, συμπυκνώνοντας παραδείγματα προς μίμηση και πρότυπα δράσης. [4]

Πόσο μακριά στον χρόνο τοποθετείται αυτή η «στιγμή»; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα εξαρτάται, κατά περίπτωση, από το πρόσφορο υλικό που μια εθνικιστική ιδεολογία έχει στην διάθεσή της ή καταφέρνει να ιδιοποιηθεί από την δεξαμενή του παραδοσιακού παρελθόντος το οποίο, ας μην λησμονούμε, θεωρείται ότι υπήρξε ανέκαθεν «εθνικό».
Έτσι, οι Φινλανδοί μπορούν ευχερώς να επικαλούνται το έπος της Καλεβάλα [5] και να το τοποθετούν τις ρίζες του έθνους τους στην Εποχή του Σιδήρου. Το γεγονός ότι η παράδοση στην οποία παραπέμπουν δημιουργήθηκε μόλις το 1835 δεν συνιστά φυσικά κώλυμα- απλώς αντιμετωπίζεται σαν άλλη μια στιγμή εθναφύπνισης.
Το παράδειγμα των Φινλανδών και της Καλεβάλα ακολουθούν και οι γείτονές τους Εσθονοί, με τον Γιό του Καλεβί (Kalevipoeg)[6], ένα ακόμη έπος που θεωρείται η βάση για την αναδρομή στους προϊστορικούς χρόνους ώστε να αποδειχθεί και η δική τους μακραίωνη εθνική καταγωγή. Αδιάφορα βέβαια από την «ασήμαντη» λεπτομέρεια ότι πρόκειται για συμπίλημα προφορικών παραδόσεων που συγκεντρώθηκαν και συμπληρώθηκαν εντέχνως μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ μέχρι τότε οι σημερινοί Εσθονοί δεν διέθεταν ούτε καν ξεχωριστό εθνώνυμο.
Έκτοτε όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, φρόντισαν να σφραγίσουν τα κενά στην μακραίωνη συνέχεια της εθνικής παρουσίας τους. Προέβησαν αναδρομικά στην εθνική τους διαφοροποίηση από τους μη ιθαγενείς που είχαν ζήσει κατά καιρούς στα εδάφη τους (Γερμανούς αστούς, Σουηδούς αριστοκράτες, Ρώσους γραφειοκράτες) και συνέλεξαν τα τεκμήρια της διαφορετικότητάς τους στο Εθνογραφικό Μουσείο του Τάρτου [7] όπου καθένα από τα εκατό χιλιάδες ευρήματα αντιστοιχεί σε δέκα περίπου μέλη του μικροσκοπικού αυτού έθνος του ενός εκατομμυρίου. [8]
Παρόμοια παραδείγματα σημαίνουν ότι ο εθνικισμός είναι έτοιμος να αξιοποιήσει κάθε νέο στοιχείο ή εύρημα που θα επιβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή του να υπερασπιστεί την αρχαιότητα του έθνους που εκπροσωπεί, την ακλόνητη βεβαιότητά του ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος μιας αναλλοίωτης οντότητας με βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Το παράδειγμα της Ζιμπάμπουε επιβεβαιώνει με ακραίο τρόπο αυτό ακριβώς το σημείο.
Ο αγώνας εναντίον των αποικιοκρατών λευκών στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, επενδύθηκε αναδρομικά με τις ανακαλύψεις του Ελλειπτικού Ναού και των τειχών της αρχαίας Μεγάλης Ζιμπάμπουε. Κι έτσι, οι παλιές φυλές ανακάλυψαν ότι ανέκαθεν αποτελούσαν έθνος.
Το Σώλσμπερυ (αρχικά μια κωμόπολη που είχε ιδρυθεί από τους Βρετανούς και είχε πάρει το όνομά της προς τιμήν του πρωθυπουργού της ακμής του βρετανικού ιμπεριαλισμού) μετατράπηκε σε Χαράρε. Και η Ροδεσία (αρχικά τοπωνύμιο μιας διοικητικής περιφέρειας της αποικίας του Ακρωτηρίου στην οποία ο Σέσιλ Ρόουντς είχε, με “μνημειώδη σεμνότητα” δώσει το όνομά του) έγινε Ζιμπάμπουε- ένα νέο εθνικό κράτος που περιέχει ένα ακόμη “αρχαίο” έθνος”. [9]
Τέτοια παραδείγματα σημαίνουν όμως και κάτι ακόμη. Ότι αυτή η ιδεολογική τάση να εξωθείται η καταγωγική αφετηρία του έθνους στο όλο και πιο μακρινό παρελθόν υποκρύπτει μια δυναμική, ευμετάβλητη και αναπόφευκτα αντιφατική διαδικασία ιστορικής αναζήτησης: ένα εσωτερικό στοίχημα πλειοδοσίας ανάμεσα στους λόγιους φορείς της ιδεολογίας, ιστορικούς, αρχαιολόγους, λαογράφους, δημοσιογράφους και πολιτικούς που απαρτίζουν την λεγόμενη «εθνική διανόηση». Γι’αυτό συχνά παρατηρούμε τόσες παλινωδίες στις εθνικιστικές έρευνες για όλο και πιο μακρινούς εστιακούς προγόνους.
Ας θυμηθούμε εδώ τις εντυπωσιακές παλινδρομήσεις του τουρκικού εθνικισμού, όπου Οσμανλήδες και Σελτζούκοι συνωθούνται με Χετταίους και Σουμέριους, με Ασσύριους και Τρώες, με Φρύγες και Λυδούς.
Όλοι τους έχουν παίξει κατά καιρούς ρόλο στο παιχνίδι της συγκεκριμένης εθνικιστικής ιδεολογίας με τον χρόνο, συνωστιζόμενοι στο άρμα των εστιακών προγόνων του σύγχρονου τουρκικού έθνους.
Η εκάστοτε προτεραιότητα ενός παραδοσιακού πολιτισμού έναντι των άλλων εξαρτάται από πλειάδα συγκυριακών παραγόντων: από τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης, από την φαντασία των απολογητών της εθνικιστικής ιδεολογίας, από την κυμαινόμενη ευπιστία των μελών του εθνικού σώματος ανάλογα με τις περιστάσεις, από τις δυνατότητες του εθνικού κράτους να επιβάλλει τις απόψεις του για την επίσημη εκδοχή της τουρκικής ιστορίας στην εκπαίδευση, στα γράμματα και στην συλλογική συνείδηση και, τέλος, από τους ευρύτερους προσανατολισμούς και τις πολιτικές επιδιώξεις της εθνικιστικής ιδεολογίας –άλλοτε στραμμένης προς το Τουράν, άλλοτε προς την γη της Ανατολίας κι άλλοτε πάλι προς την Δύση. [10]
Ανάλογες, αν όχι τόσο εντυπωσιακές, ταλαντεύσεις παρατηρούμε και σε λιγότερο νεοπαγείς ή «εξωτικούς» εθνικισμούς. Ο 19ος αιώνας βρίθει παραδειγμάτων από τους ιδεολογικούς επαμφοτερισμούς ανάμεσα στους Φράγκους και τους Γαλάτες προγόνους του σύγχρονου γαλλικού έθνους, ενόσω από την πλευρά του ο γερμανικός εθνικισμός έφθανε την δική του αναζήτηση μέχρι την αντίσταση των γερμανικών φύλων ενάντια στην Ρώμη στον 1ο και 2ο αιώνα π.Χ. [11].
Για τουλάχιστον εξήντα αιώνες γραπτής ιστορίας, ο πόλεμος δεν ήταν γενικά μεταξύ εθνοτήτων σαν αυτές που εξαπέλυσαν πολέμους στους τελευταίους δύο αιώνες, αλλά μεταξύ πόλεων και επαρχιών ή μεταξύ διεθνικών αυτοκρατοριών ή θρησκειών.
Ο κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πολυαίμακτες διενέξεις ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι ιδιωτικές φεουδαλικές διαμάχες του Μεσαίωνα, η παρατεταμένη σταυροφορική διένεξη της Χριστιανοσύνης με το Ισλάμ είχαν λιγότερο τον χαρακτήρα του σύγχρονου εθνικισμού, όσον αυτόν του αρχαίου ή μεσαιωνικού κοσμοπολιτισμού ή τοπικισμού. [12]

Mahabarata scene, Batu Caves, near Kuala Lumpur Malaysia
Ο ινδικός εθνικισμός, όταν δεν αναζητεί τις ρίζες του σύγχρονου έθνους στα έπη της Ραμαγιάνα και της Μαχαμπαράτα, ικανοποιείται με την ινδουιστική αυτοκρατορία του Ασόκα στον 3ο π.Χ. αιώνα, λησμονώντας την καταλυτική για την ινδική εθνογένεση επίδραση της βρετανικής αποικιοκρατίας ή την νεωτερική εθνικοποίηση της θρησκευτικής διαφοράς των ινδουιστών (και μετέπειτα Ινδών) από τους Μουσουλμάνους (και μετέπειτα Πακιστανούς).
Ο εβραϊκός εθνικισμός τοποθετεί τους ιδρυτικούς του μύθους άλλοτε στην καταστροφή του δεύτερου Ναού του Σολομώντα από τους Ρωμαίους τον 2ο αιώνα μ.Χ. άλλοτε στην καταστροφή του πρώτου Ναού από τους Βαβυλώνιους και την εξορία των Ιουδαίων τον 6ο αιώνα π.Χ. κι άλλοτε ακόμη μακρύτερα, στην Έξοδο από την Αίγυπτο ή στους «πατριάρχες» του (σύγχρονου πάντα) εβραϊκού έθνους, στον Αβραάμ και τους γόνους του [13].
Για τους προτεστάντες του Όλστερ, οι πρόγονοί τους δεν ήταν πρεσβυτεριανοί έποικοι που ήρθαν στην Ιρλανδία από την Σκωτία στις αρχές του 17ου αιώνα, αλλά μέλη ενός προχριστιανικού βρετανικού φύλου. Οι Ιρλανδοί εθνικιστές του Νότου πάλι, οι καθολικοί, πίστευαν ότι η γλώσσα στον κήπο της Εδέμ ήταν κελτική.

Ο Καρλομάγνος επισκέπτεται τον πάπα Ανδριανό Α'
Στο εσωτερικό του αγγλικού εθνικισμού τον 19ο αιώνα, διατυπώνονταν αντικρουόμενες απόψεις για το κατά πόσον οι Άγγλοι προέρχονται από τα γερμανικά φύλα ή από τους απογόνους του Αινεία της Τροίας.
Στον κορεατικό εθνικισμό, ο μυθικός πρόγονος είναι ο Τανγκούν, γιος αρκούδας, που φέρεται να ίδρυσε την πρώτη κορεατική δυναστεία την τρίτη χιλιετία π.Χ.
Άραβες εθνικιστές τον καιρό του μεσοπολέμου αναζητούσαν τις ρίζες του πανάρχαιου έθνους τους στον Χαμουραμπί.
Για τον Βουκ Κάρατζιτς, ο σερβικός πολιτισμός είχε ηλικία πέντε χιλιετηρίδων και υπήρξε ο λαμπρότερος όλων, ενώ ο Ιησούς και οι Απόστολοι μιλούσαν σερβικά.
Για τους ιδρυτικούς μύθους του ελληνικού έθνους βλ. προηγούμενο θέμα που είχα αναρτήσει: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2008/05/blog-post_16.html
Ως επίλογο, παραθέτω τον υπέροχο επίλογο του βιβλίου του κ.Λέκκα:
«Ο ίδιος τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο μας και για τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, έχει αφομοιώσει το παράξενο και αντιφατικό παιχνίδι του εθνικισμού με τον χρόνο. Ένα παιχνίδι που άλλοτε αποδεικνύεται παράγοντας κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας κι άλλοτε παράγοντας κινδύνου και αναταραχής.
Ένα παιχνίδι που αναδεικνύει την εγωιστική ανασφάλεια του ανέστιου ανθρώπου της νεωτερικότητας, ενόσω του εμπνέει ένα ασύγκριτο πνεύμα ηρωισμού και αυταπάρνησης.
Ένα παιχνίδι που προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο μη μεταφυσικές εξηγήσεις για τον κόσμο και προτροπές για το τι μπορεί και πρέπει να επιτύχει ο ίδιος με τις πράξεις του, ενώ αυτό που κάνει δεν είναι παρά να αφηγείται ένα υποκατάστατο θείου δράματος.
Ένα παιχνίδι συναρπαστικό στην κριτική του ανάλυση, η οποία είναι υποχρεωμένη να αναδεύσει τον θολό πυθμένα της ίδιας μας της σκέψης» [14].
doctor
______________________________________________
[1] Π.Λέκκας, «Το παιχνίδι με τον χρόνο» σ. 167-75. Σχετικά με το προαναφερθέν βιβλίο αλλά και με τον συγγραφέα του είχα ανεβάσει σχετικό θέμα: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/12/blog-post_3319.html
[2] M.Weber, Economy and Society, τόμος 1, σ,389.
[3] Τον κατ’ουσίαν πολιτισμικό χαρακτήρα των φυλετικών επιχειρημάτων του εθνικισμού είχε πρώτος επισημάνει ο Otto Bauer στην ρηξικέλευθη για τον μαρξισμό πραγματεία του για το έθνος, The concept of the Nation, σ.103. Για το ίδιο σημείο, βλ.επίσης F.Hertz, Nationality in History and Politics, σ.56-61, L.W.Doob, Patriotism and Nationalism, σ.237, Β.Anderson, Imagined Communities, σ.135-6, Ε.Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780, σ.63-5 και G.L. Mosse, Racism and Nationalism, σ.163-73.
[4] Α.D. Smith, National identity and myths of ethnic decent, σ.118.
[5] Η Καλεβάλα αποτελεί έργο του λαογράφου και φιλόλογου Ελίας Λένροτ, ο οποίος συνέλεξε σύντομες μπαλάντες από την προφορική παράδοση και τις συνέραψε το 1835 σε ενιαίο αφήγημα με δικές του λυρικές συμπληρώσεις. Το ενιαίο αυτό «εθνικό» έπος επεξέτεινε περαιτέρω το 1849.
[6] Το έπος του Kalevipoeg αποτελεί έργο του ιατρού και λαογράφου Φρίντριχ Ράινχολντ Κρόιτσβαλντ, ο οποίος δημιούργησε τα δημώδη τραγούδια που είχε συλλέξει, συμπληρωμένα με την δική του συνεκτική ποίηση, από το 1857 έως το 1861. T.U. Raun, Estonia and the Estonians, σ.56.
[7] Founded in Tartu in 1909, the Estonian National Museum was dedicated to the memory of Jakob Hurt, one of the greatest Estonian collectors of folklore. The museum was to be so authoritative and comprehensive an institution that it could simply have been called the Estonian Museum (much like the British Museum, the Russian Museum). http://www.erm.ee/?lang=ENG
[8] Ε.Gellner, “Reply: Do nations have navels?”, σ.367-8.
[9] T.Pakenham, The scamble for Africa, σ.375-85.
[10] Για την αναδρομή του τουρκικού εθνικισμού στους Χετταίους και τους Σουμέριους, βλ.μεταξύ άλλων H.Seton-Watson, Nations and States, σ.259. Για την διαμόρφωση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, βλ. προηγούμενο σχετικό θέμα: http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/2007/11/blog-post_4979.html
[11] J.A. Fishman, Language and Nationalism, σ. 99.
[12] C.H.Hayes, Nationalism, Historical Development, σ.240.
[13] Η συντηρητική πτέρυγα των «ορθόδοξων» Ισραηλιτών που υπογραμμίζει την κληρονομιά του Μωυσή, αντιμάχεται την κοσμική και σοσιαλίζουσα πτέρυγα των «πατέρων του έθνους» (όπως ο Μπεν Γκουριόν) που αποδίδει έμφαση στο ανεξάρτητο βασίλειο του Δαυίδ και του Σολομώντα. Οι εντάσεις συνεχίζουν να διχάζουν και την σημερινή ισραηλινή κοινωνία αντανακλώντας διαφορετικές απόψεις για την αυτοπροσωπία και το μέλλον της. Βλ.σχετικά, V.R. Dominguez, “The politics of heritage in contemporary Israel”, σ.136-43, και R.Paine, “Israel: Jewish identity and competitionn over tradition”, σ.128-32.
[14] Π.Λέκκας, «Το παιχνίδι με τον χρόνο», σ.257.