
«Για να μάθει κανείς την αλήθεια, πρέπει να τελειώσει και το Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο, να διαβάσει και να ερευνήσει μοναχός του. Τότε μόνον θα λυτρωθεί από τα κακόγουστα κείμενα της πατριδοκαπηλίας, όπου όλα εμφανίζονται ρόδινα, αέρινα, και φυσικά ψεύτικα.
Η επίσημη ιστορία, αυτή τουλάχιστον που διαβάζεται στα σχολεία, εφαρμόζει μια περίεργη –και οπωσδήποτε αντιιστορική- μέθοδο λήθης και κουκουλώματος για τις σκοτεινές όψεις της.
Αυτή η μέθοδος όμως δεν ωφελεί.
Ζημιώνει.
Και πρώτα απ’ όλα ζημιώνει τις καινούργιες γενιές, που διψασμένες για γνήσια και όχι ψεύτικα ιδανικά, χρειάζεται να αντλούν διδάγματα όχι μόνον από τις θετικές, αλλά και από τις αρνητικές πλευρές της εθνικής ιστορίας.
Αλίμονο, το δέντρο της ελευθερίας δεν είναι πάντα λουλουδιασμένο στην τρικυμισμένη πατρίδα μας».
Έτσι προλογίζει το (υπέροχο) βιβλίο του με τίτλο «Το 1821 χωρίς δάφνες και στέφανα» [1] ο Βλάσης Τσιμπιδάρος [2].
Σήμερα θα ασχοληθούμε με την Μικρασιατική Εκστρατεία.
Μόνο που δεν θα ασχοληθούμε με τα χιλιοειπωμένα (συχνά σε μορφή παλιάς μελό ελληνικής ταινίας, με τη μορφή Εθνικού Δράματος) περί των όσων υπέστησαν οι έλληνες της Ιωνίας από τον μαινόμενο τουρκικό στρατό, τακτικό και άτακτο. Αυτά τα γνωρίζουμε «εξ απαλών ονύχων», από το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία, τον στρατό, τα ΜΜΕ, με αυτά μεγαλώσαμε, με αυτά μάθαμε να μισούμε τους τούρκους.
Σήμερα, θα ξύσουμε πληγές.
Θα διαβάσουμε πράγματα που «πονάνε», πράγματα που ίσως ξενίζουν όσους τα πρωτοδιαβάζουν.
Ίσως κάποιους τους ενοχλήσουν, όχι διότι δεν είναι αληθινά, αλλά διότι απλώς γράφονται.
Σήμερα, θα διαβάσουμε για τα όσα υπέστησαν οι τούρκοι κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού αλλά και κατά την οπισθοχώρησή του.
Πηγή του σημερινού ποστ, το υπέροχο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου, με τίτλο «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση» [3].
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι όσοι θέλουν να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα των ετών 1912-1922.
Αυτό που μου άρεσε πολύ στο βιβλίο είναι οι πηγές του. Πιο ..πηγές δεν γίνονται:
«Για τις ακριβείς διαστάσεις αυτής της καθόδου στην κόλαση, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στους ισχυρισμούς της τουρκικής ιστοριογραφίας (ισχυρισμούς συχνά υπερβολικούς, τουλάχιστον όσον αφορά τους αριθμούς) ούτε να στηριχθούμε σε διπλωματικές εκθέσεις και περιγραφές του δυτικού παράγοντα. Την πιο εύγλωττη μαρτυρία για το τι ακριβώς έκανε ο ελληνικός στρατός στην Μικρασία αποτελούν τα γραπτά των ίδιων των ελλήνων φαντάρων-όσων τουλάχιστον επέζησαν από το τρίχρονο σφαγείο: απομνημονεύματα, επιστολές και (κυρίως) ημερολόγια, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευθεί, τα τελευταία ιδίως χρόνια» [4].
Ας διαβάσουμε μερικά «νέα από το μέτωπο», μέσα από τις πιο άμεσες πηγές:
1) Χριστούγεννα στο Κιοπρού Χισάρ (1920).
Το μεσημέρι μπήκαμε μέσα στο Κιοπρού Χισάρ. Οι τούρκοι φύγανε. […]
Η βροχή είχε τώρα σταματήσει. Θαρρείς πως περίμενε να σταματήσει το κακό, για να σταματήσει εκείνη.
Μέσα στη λασπωμένη τουρκόπολη, γύριζαν τα μπουλούκια από αρματωμένους φαντάρους. Σπάγανε τις πόρτες και μπαίνανε μέσα στα σπίτια, στα μαγαζιά.
Όλη την ώρα άκουγες ξεφωνητά, γυναικείες φωνές, κλάματα, θρήνο. Που και που έπεφτε και καμιά ντουφεκιά.
Είδα μια ανοιχτή πόρτα και μπήκα. Λίγο μέσα απ’το κατώφλι, φράζοντας το δρόμο, ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος Τούρκος. Απ’τα ρουθούνια του κι απ’τα στήθια του έτρεχε πηχτό αίμα.
Μέσα γινότανε μεγάλη φασαρία. Δρασκέλισα το σκοτωμένο Τούρκο και ζύγωσα. Καμιά δεκαριά φαντάροι, αναμαλλιασμένοι, βρώμικοι, γεμάτοι λάσπες, ματωμένοι, κυλιόντουσαν χάμω, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους, γελούσαν δυνατά, μπήγανε ξεφωνητά ηδονής και λύσσας. Και στη μέση κι από κάτω τους μια νεαρή Τουρκάλα, με σηκωμένα τα ρούχα, μισόγυμνη, ξεμαλλιασμένη, τσίριζε, έκλαιγε, παρακαλούσε, βογγούσε.
Μόλις μπήκα, κάποιος τους γύρισε και με κοίταξε και φώναξε:
- Έλα ρε Τάσο, έλα να πάρεις μεζέ!
Δεν ξέρω γιατί το είπε στα τούρκικα και ακόμα δεν ξέρω γιατί κι εγώ απάντησα στα τούρκικα:
- Ντροπή ρε παιδιά, ντροπή!
Η Τουρκάλα σαν άκουσε την κουβέντα κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια τους και ρίχτηκε πάνω μου, αγκαλιάζοντας τα πόδια μου, φωνάζοντας με ανατριχιαστική, κομμένη φωνή γεμάτη παρακάλιο:
- Κουλτάρ μπενί ντιλ καρντασί, κουλτάρ! (Σώσε με αδερφέ στη γλώσσα, σώσε με!).
Οι άλλοι χαχάνιζαν και την τραβούσανε.
Παρακάλεσα, θύμωσα, έβρισα, θέλησα να τους φέρω στο φιλότιμο:
- Ντροπή ρε παιδιά! Μια γυναίκα! Ντροπή! Πόλεμο έχουμε.
Μα τίποτα. Ένας μάλιστα τράβηξε την ξιφολόγχη του σα μεθυσμένος, με τα μάτια θαμποκόκκινα, γυαλένια:
- Α σιχτίρ, «κύριος»! Να μη σου γ…. καμιά Παναγία!
Έφυγα, ξαναδρασκελώντας και πάλι το σκοτωμένο Τούρκο, ενώ από πίσω μου ξαναφούντωσαν οι βλαστήμιες, οι βαριές σα μεθυσμένες αντρίκιες φωνές, τα ξεφωνητά της γυναίκας.
Όξω, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, οι δρόμοι και τα σπίτια φωτιζόντουσαν από τις κόκκινες, κολασμένες αναλαμπές των σπιτιών που λαμπαδιάζανε.
Και σαν γυρίζαμε πίσω στην αυγή, τα χίλια σπίτια του Κιοπρού Χισάρ ήταν ένας θαμπός κόκκινος καπνός, που από μέσα του ακουγόντουσαν ως πέρα μακρυά ένα γύρο τα ουρλιάσματα των σκυλιών και των γυναικών τα ξεφωνητά [5].
Με την εξόρμηση του ελληνικού στρατού για την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, του Αφιόν Καραχισάρ και της Άγκυρας, το Μάρτιο του 1921, εγκαινιάζεται η δεύτερη φάση του πολέμου. Στο εξής, οι επιχειρήσεις διεξάγονται σε περιοχές ολότελα εχθρικές, όπου οι ελληνικοί πληθυσμοί είτε απουσιάζουν παντελώς, είτε μπορούν να θεωρηθούν απλώς αμελητέοι. [6]
Η διάθεση είναι ούτως ή άλλως αρνητική (στις 18 Ιουλίου χιλιάδες στρατιώτες υποδέχονται στο Εσκί Σεχίρ το βασιλιά Κωνσταντίνο με την ιαχή «Απόλυσιν! Απόλυσιν!)» [7]).
Βαδίζοντας σ’ένα έδαφος ολοκληρωτικά ξένο και αφιλόξενο, «που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε, μα και (εξακολουθούσε να) είναι ελληνικό [8], αντιμέτωπος με τις πρώτες –και μάλιστα πολύνεκρες- κανονικές ήττες του στο πεδίο της μάχης, ο ελληνικός στρατός εγκαινιάζει στο εξής μια πολιτική καμένης γης, καταστρέφοντας ό,τι δεν μπορεί πια να κατακτήσει. Η «απελευθέρωση» παίρνει όλο και περισσότερο τη μορφή ισοπεδωτικού τυφώνα.
2) «Το ίδιο βράδυ», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο πυροβολητής Βασίλης Μουστάκης, «φτάσαμε σε ένα χωριό που καιγόταν, κλαίνε μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες. Καίγονται σαν λαμπάδες τα αρχοντικά των μπέηδων και των πασάδων τα παλάτια. Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός στρατός άρχισε να βάζει φωτιά στα χωριά» [9].
Εμπρησμοί χωριών αναφέρονται σχεδόν καθημερινά στα ημερολόγια των φαντάρων, τόσο καθ’οδόν προς το σφαγείο του Σαγγαρίου όσο και κατά την επιστροφή από αυτό [10] :
3) «Το παν καίγεται κατά την αναχώρησιν, χωριά, σπαρτά, χόρτα και δέντρα, εάν υπήρχε κανένα» σημειώνει ο Αναστάσιος Στεφάνου, φωτογράφος του ελληνικού στρατού στις 30 Αυγούστου [11] . «Διέλευσις παρά χωρίων πυρποληθέντων και λεηλατηθέντων. Εικόνες φρίκης», διαβάζουμε σε ένα άλλο ημερολόγιο και πιο κάτω «Όσα χωριά εσυναντούσαμε εκαίοντο» [12].
4) «Κατά τα χαράματα εφθάσαμεν εις τι χωρίον, ονομαζόμενον Μουλ, το οποίον εκαίετο, οι δε Τούρκοι κάτοικοι είχαν μαζευθή επάνω εις έναν λοφίσκον ψηλότερα από το χωριό και θρηνούσαν λυπητερά και φώναζαν. Εμείς δεν εγνωρίζαμεν τι λέγουν, όμως εκαίοντο τα σπίτια τους και όλα τα υπάρχοντά τους. Στο ερημωμένο χωριό ο κάθε φαντάρος επίταζε ό,τι έβρισκε, όλοι όμως νοιώθαμε συγκινημένοι ακούγοντας τις θλιβερές κραυγές τους [13].
5) «Εις όλα τα χωριά που διαβαίνομεν, βάζομεν φωτιά και τα καταστρέφομεν τελείως. Σιτάρια, εκτομμύρια οκάδες, εις τα αλώνια καίγονται μέχρι οκάς. Τα γυναικόπαιδα έξω των χωρίων οδύρονται προ του θλιβερού θεάματος. Τούτο εστίν ελευθερία!!! [14].

6) «Χρόνια και χρόνια παλεύανε να φτιάξουν ένα σπιτάκι, μια αχερώνα κι έτυχε να περάσουμε μεις να τους ξεκληρίσουμε. Μουγκρίζανε τα βόδια μέσα στις φλόγες. Κλαίγανε και ξεφωνίζανε οι γυναικούλες. Τα παιδάκια σπαρταρούσανε μπροστά μας. Μα εμείς άγριοι, φοβεροί, αιμοβόροι άνθρωποι μας οδηγούσαν. Ούτε συμπόνεση έχει, ούτε ανθρωπιά [15].
7) Ο Ανθυπολοχαγός Παντελής Πρινιωτάκις καταγράφει κι αυτός μια παρόμοια εικόνα: «Την τύχην των διαφόρων χωρίων ακολουθεί εμπρησμός των οικιών και των σιτηρών, τον οποίον οι δυστυχείς και άξιοι οίκτου κάτοικοι παρακολουθούν έντρομοι. Η κατάστασις είναι λυπηρά και αξιοθρήνητος» [16].
8) «Όλα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ το οποίον μεταλαμπαδεύει, επ’ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα… του πολιτισμού. Δεν πρόκειται για αυθόρμητο ξέσπασμα,αλλά για την εφαρμογή συγκεκριμένης διαταγής του Επιτελείου. Το τελευταίο απαιτεί κατά την παλινδρομικήν αυτή κίνησιν (όπως βαφτίζει την υποχώρηση) «το παν να καίεται εφ’όσον δεν είναι δυνατόν να μετακομισθή». [17]
9) «Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ό,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς για αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσια και γυναίκες». [18]
10) Την επομένη της μάχης του Εσκί Σεχίρ, η ημερήσια διαταγή της 5ης Μεραρχίας καυτηριάζει δημόσια το γεγονός ότι «αι περίλαμπραι νίκαι» του εκστρατευτικού σώματος «ημαυρώθησαν λόγω ορισμένων εκτρόπων διαπραττομένων εις τρόπον ώστε να παρουσιάζηται ο Ελληνικός Στρατός πλέον άγριος και αυτού του τουρκικού. Στον κατάλογο των βαρβαροτήτων που διέπραξαν τα ολίγα καθάρματα, άτινα ασφαλώς δεν έχουσι ελληνικόν αίμα, περιλαμβάνονται εμπρησμοί χωρίων, φόνοι αθώων χωρικών, ληστείαι και ατιμώσεις». [19]

11) «Παρασκευή 9 Ιουλίου 1921. Άφιξις περί την 10ην νυχτερινήν εις χωρίον Αριμπερέν, πλησίον ποταμού. Το χωρίον ελεηλατήθη κυριολεκτικώς και διηρπάγη. Εγένοντο πολλαί ατιμώσεις υπό τα όμματα γονέων. Περιουσίαι και έπιπλα διηρπάγησαν διά προσωπικήν χρήσιν. [20]
12) Ο Συνταγματάρχης Π.Παλαιολόγος ζητά από τους άντρες του να σεβαστούν μονάχα δύο χωριά, τα οποία θεωρούνται ειρηνόφιλα ή εν πάση περιπτώσει αμέτοχα της αντίστασης. Ακόμη και στα δύο αυτά χωριά, ωστόσο, οι στρατιώτες επιδίδονται σε βιασμούς γυναικών, βασανιστήρια και λεηλασίες. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Έλληνα στρατιώτη. Ευτυχώς που λίγοι είναι αυτοί που έχουν κακούργικα ένστικτα και σκοτώνουν γυναικόπαιδα. Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σε αυτό το διάστημα. Η εκστρατεία θα ολοκληρωθεί με το συστηματικό κάψιμο κάθε κατοικημένου τόπου. Η διαταγή λέει: «καταστρέψτε διά πυρός και τελείως όλα τα χωριά που θα συναντήσετε και τις κωμοπόλεις. Ποιμνιοστάσια, νερόμυλους και ανεμόμυλους. Κάθε εξοχικό κι απομονωμένο σπίτι». Σε ορισμένες περιπτώσεις τα σπίτια καίγονται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους τους. [21]
Το τέλος της Μικρασιατικής περιπέτειας ήρθε σχεδόν ένα χρόνο μετά την ήττα του Σαγγάριου. Το πρωί της 13/8/1922, ο στρατός του Κεμάλ εξαπέλυσε την προ πολλού αναμενόμενη τελική του επίθεση. Με τις αντοχές και το ηθικό τους από καιρό εξαντλημένα, οι έλληνες φαντάροι προχώρησαν σε απεργία αρνούμενοι να πολεμήσουν άλλο και ξεκινώντας ομαδικά για τα σπίτια τους [22]. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταβλήθηκε σε έναν αλλόφρονα συρφετό που εγκατέλειπε πανικόβλητος τα πάντα για να φτάσει σώος στη θάλασσα.
13) Ο Στρατηγός Π.Δεμέστιχας γράφει: «τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχήμιες, δεν είμαι ικανός να τις περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στην λήθη»[23].
14) «18 Αυγούστου: Περνούμε τροχάδην από το μέσον του χωρίου Μπουνάζ, το οποίο παρεδόθη εις τας φλόγας υπό τας κατάρας και τα αναθέματα των χανουμισσών που γυμνές τρέχουν εις τους κήπους δια να σωθούν από τη φωτιά. Πολλοί φονεύονται καθ’οδόν. Μπροστά μου,ένας δικός μας μεταγωγικός εστήριξε την κάνην του όπλου του εις τον λαιμόν του Τούρκου και πυροβολήσας επέταξε το κεφάλι του με την δύναμιν των αερίων της μπαρούτης εις απόστασιν 15 μέτρων.
Οποία αποθηρίωσις!
Οποία αποχαλίνωσις των κτηνωδών ενστίκτων!!
Αλληλοεξόντωσις ζούγκλας!. […]
Το Ουσάκ καίγεται.
Όλα τα γύρω χωριά παραδίδονται εις τας φλόγας.
Φωτιά, παντού φωτιά.
Μετά πορεία δώδεκα συνεχών ωρών φθάνομεν εις το χωρίον Εϋνέκ, κείμενον εντός χαράδρας, φωτιζομένης με αγρίαν μεγαλοπρέπειαν από τας φλόγας του καιομένου χωρίου. Μέσα εις την χαράδραν επικρατεί αφάνταστος αλαλαγμός από τας φωνάς, αναμίκτους με τους κρότους τους ξηρούς που προέρχονται από τα καιόμενα ως τεράστια πυροτεχνήματα σπίτια του χωριού.
Νερώνειον αληθώς θέαμα.
ουρανομήκεις φλόγες φωτίζουν τους ακινήτους φαντάρους οι οποίοι ψήνουν διαρκώς όρνιθας, χήνας και κριάρια προερχόμενα από την διαρπαγήν και την λεηλασίαν που μας απέμεινε ως μόνη Επιμελητεία [24].
15) «Εμπρησμοί, ατιμώσεις, βιασμοί και σφαγαί συμπληρούσι την απιασίαν εικόναν της ακατασχέτου υποχωρήσεως» διαβάζουμε σε έγγραφο του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη στις 19/8/1922 [25].
16) Από αφηγήσεις μικρασιατών γνωριζουμε ότι έλληνες στρατιώτες σκότωναν καθ’οδόν χωρικούς και «μέσα στην Πάνορμο έκαψαν ζωντανούς μέσα στο τζαμί πολλούς Τουρκους» [26].
Κοντά στο Ουσάκ «γέροι, γυναίκες και παιδιά είχαν κλειστεί στο τζαμί. Τους πήραν χαμπάρι κάποιοι φαντάροι δικοί μας αλλά, θρασύδειλοι όπως είναι όλοι οι παλιάνθρωποι, δεν τόλμησαν να παραβιάσουν την πόρτα του τζαμιού για να μπουν να βιάσουν τις γυναίκες. Μάζεψαν ξηρά άχυρα, τάριξαν από τα παράθυρα μέσα βάζοντάς τους φωτιά. Καθώς τους έπνιγε ο καπνός, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει έξω από την πόρτα. Τότε οι τιποτένιοι αυτοί βάλαν τα αθώα γυναικόπαιδα την σκοποβολή και σκότωσαν κάμποσα»[27].
17) Διαβάζουμε επίσης για νεαρές τουρκάλες δεμένες στα δέντρα που βιάζονταν ομαδικά από έλληνες στρατιώτες μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους αλλά και για ένα «καταχθόνιο κόλπο» που σύμφωνα με αφηγήσεις, χρησιμοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό: «κάρφωναν μεγάλα καρφιά στο πάτωμα, έδεναν σε αυτά τις κοτσίδες των γυναικών για να τις ακινητοποιήσουν και τις βίαζαν ομαδικά» [28].
18) Ο Ταγματάρχης Παν.Παναγάκος τηλεγραφεί στις 18/8/1922 στην ηγεσία της στρατιάς: «Φυγάδες-λησταί προβαίνουν εις εμπρησμούς και διαπράττουν ανηκούστους ληστείας και φόνους, ουδέν συντεταγμένον τμήμα υπάρχει ενταύθα ίνα εμποδίση τούτους από τα κακουργήματά των [29].
Την επαύριο του πολέμου, η Μικρασία ήταν ουσιαστικά μια ισοπεδωμένη χώρα. Με το άρθρο 59 της Συνθήκης της Λωζάνης η Ελλάδα ανέλαβε συμβολικά «την υποχρέωσιν όπως επανορθώση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ των πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως, των αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου» [30] .
Επτά χρόνια αργότερα, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκφράσει στην Πηνελόπη Δέλτα την έκπληξή του για την υποδοχή που του επιφύλαξαν κατά την επίσημη επίσκεψή του εκεί, οι Τούρκοι της Μικρασίας:
«Είχα πάγει, ξέρετε, με κάποια ανησυχία, γιατί είχα περάσει απ’ όλα αυτά τα μέρη όπου οι δικοί μας δεν είχαν αφήσει πέτρα επί πέτρας, στην υποχώρηση…θυμάστε…τη φοβερή εκείνη υποχώρηση, όπου φεύγοντας κατέστρεψαν τα πάντα… Αφήστε τα» έκανε ταραγμένος με την ενθύμιση πάλι [31].
Αντί επιλόγου, τι άλλο:
«Ας διατηρήσουμε την Ελλάδα καθαρή, εμείς τουλάχιστο, στην καρδιά μας. (...).
Οι ατιμίες των Ρωμιών στη Μ. Ασία είναι αντάξιες των Τούρκων.
Εμάς πια ο Άνθρωπος μας ενδιαφέρει, χωρίς ετικέτες.
Τον Άνθρωπο ατίμασαν στη Μ. Ασία Έλληνες και Τούρκοι». (Νίκος Καζαντζάκης)[32]
doctor
___________________________________________________________
[1] Από το εν λόγω βιβλίο είχα εμπνευστεί το θέμα που είχα ανοιξει με τίτλο: «Συγχαρητήριος Επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας δια την κατάργησιν του αντεθνικού σχολικού εγχειριδίου της ΣΤ’ Δημοτικού». Το απόσπασμα που παρέθεσα είναι από τον πρόλογο του βιβλίου (σελ.13)
[2] Ο Βάσος Τσιμπιδάρος γεννήθηκε το 1919 στο χωριό Καρέα της Μάνης. Υπήρξε δημοσιογράφος επί μισό αιώνα και έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής. Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική Κατοχή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλέας Δαμασκηνός του ανέθεσε τη διεύθυνση του Γραφείου Τύπου και από αυτή τη θέση έζησε από κοντά όλα τα διπλωματικά και πολιτικά παρασκήνια για την ανασυγκρότηση του κράτους. Από το 1946 ως το 1959 πραγματοποίησε 74 δημοσιογραφικές αποστολές σε 35 διαφορετικές χώρες: στην έρημο της Σαχάρας με τζιπ από τη Λιβύη ως τον Ισημερινό, στην Κένυα την περίοδο του αγώνα ανεξαρτησίας των Μάο-Μάο εναντίον των Άγγλων, στην Κωνσταντινούπολη όταν η ελληνική μειονότητα υφίστατο διώξεις, στη Μαδαγασκάρη όταν επέστρεφε ο Μακάριος από την εξορία, και στην Ταγκανίκα. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Αγγλία από όπου απολύθηκε από τη δικτατορία και εξέδωσε στην ίδια πόλη δική του εφημερίδα, το Εμπρός. Εργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή.Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: Οδηγός του δημοσιογράφου (1953), Δυτικά του Κιλιμαντζάρο (1960), Οδηγός του Λονδίνου (1967), Οι Έλληνες στην Αγγλία (1974), Το χωριό μου η Καρέα (1978), Μανιάτικες αναμνήσεις (1990), Με την άκρη της πένας.
[3] Πληροφορίες για το βιβλίο: http://www.enet.gr/online/online_text/c=113,dt=08.11.2007,id=7356600[4] Τάσος Κωστόπουλος, «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση», σ.97-98.
[5] Α.Δημητρίου, Έφεδρος Υπαξιωματικός, «Απ’τη φρίκη του πολέμου. Φωτιά και αίμα», Ριζοσπάστης, 31.8.1934 σ.3. Η διήγηση αφορά την ημέρα των Χριστουγέννων του 1920. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, η κατάληψη του Κιοπρού Χισάρ από τον ελληνικό στρατό έγινε στις 25/12/1920 [ΓΕΣ-Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού. Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τ.3, Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920-Μαρτίου 1921, Αθήναι 1963, σ.62.
[6] «Σημειωτέον ότι από Φιλαδέλφεια και επάνω, πουθενά δεν συναντήσαμε Έλληνα, διότι ελάχιστοι μόνο κατοικούσαν στο Εσκί – Σεχήρ και Αφιόν [Ανδρούτσος Σπύρος, Προσωπικό ημερολόγιο από την εκστρατεία της Μικράς Ασίας, σελ.59-60, Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη,1997.
Ακόμη κι από έναν ένθερμο υποστηρικτή της εκστρατείας, η συνάντηση με Ελληνίδα, στο Σεϊντί Γαζή («μέσα στην Τουρκιά») θεωρείται αναπάντεχη, «σαν σε όνειρο» (Βλάχος Σπύρος, Απομνημονεύματα, τ.Α., σελ.133, Αθήνα, 1958.
[7] Τριανταφυλλίδης 1984, τ.Α. σ.283, Κορδάτος 1958 σ.558, ΓΕΣ-ΔΙΣ, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τ.6, Τα προ της τουρκικής επιθέσεως γεγονότα (Σεπτέμβριος 1921-Αύγουστος 1922), Αθήναι 1960, σ.157, Τάσος Μουμτζής, Η Μικρασιατική καταστροφή κι ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, Αθήνα 1984,σ.27.
[8] Μάξιμος Σεραφείμ, Κοινοβούλιο ή δικτατορία; σελ. 19, Στοχαστής, Αθήνα 1975, (α’εκδοση, Θεσσαλονίκη, 1930).
[9] Βασίλειος Μουστάκης, Λόγια του κανονιέρη, 1079 συνοδοιπόροι με το θάνατο, σελ.34, Ν.Υόρκη, 2000.
[10] Πρινιωτάκις 1998, σ.120-1, 144,146 και 147. Ανδρούτσος, σ.37,41,55,56 και 57. Βασιλικός, σ.72,108,109,110 και 113. Κραββαρίτης, σ.60-1 και 71. Πληζιώτης σ.252. Γονατάς,σ.178-180. Βαμβακάς, σ.21-2,25,58-9 και 74. Βλάχος, σ.135-6, 143-4 και 176-7. Αργυρόπουλος, σ.57 και 71-2. Χριστοδουλίδης, σ.60-1.
[11] Αναστάσιος Στεφάνου, «Ημερολόγιο από το μικρασιατικό μέτωπο», Καθημερινή-7ημέρες, 8.9.02, σ.31.
[12] Πέτρος Βαμβακάς, Σημειώσεις του στρατιωτικού μου βίου, σ.58-9, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη, 1990.
[13] Ανδρούτσος, ο.π., σ.56.
[14] Αθανάσιος Αργυρόπουλος, Μνήμες πολέμων 1917-1922, σ.71, Αθήνα, 1985.
[15] Ιωάννης Καβαλλιώτης, «Δεν πρέπει να ξαναγίνει. Ποτάμι το αίμα στο Μποζ Γιουκ», Ριζοσπάστης, 12.8.34 σ.5.
[16] Ανθυπολοχαγός Παντελής Πρινιωτάκης, Ατομικόν Ημερολόγιον, Μικρά Ασία, 1919-1922, Εστία. σ. 144,147.
[17] Νίκος Βασιλικός, Ημερολόγιο Μικρασιατικής Εκστρατείας, σ.108-9, Γνώση, Αθήνα, 1992.
[18] Χρήστος Καραγιάννης, Το ημερολόγιον, σ.258, Αθήνα, 1976.
[19] Ημερήσια Διαταγή Μεραρχίας (Συνταγματάρχης Ι.Τριλίβας), 9.7.1921, Βαμβακάς σ.28-9.
[20] Βαμβακάς, ο.π. σ.27.
[21] Καραγιάννης, ο.π., σ.290-7.
[22] Για την απεργία του ελληνικού στρατού: Βλάχος σ.207, και 278, Κώστας Ντούλας, ένας φαντάρος θυμάται,σ.50, Δημήτριος Αρβανίτης, Εκστρατεία Μικράς Ασίας, Λεύκωμα προσφιλών αναμνήσεων, σ.54, Ελευθέριος Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, σ.81 και 88.
[23] Παναγιώτης Δεμέστιχας, Απομνημονεύματα, Αθήνα 2002, σ.104.
[24] Βασιλικός, ο.π., σ.181-2.
[25] Παναγιώτης Παναγάκος, Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, σ.707-8.
[26] Έξοδος, σ.75 και 262.
[27] Αποστολίδης Πέτρος, Όσα θυμάμαι 1900-1969, Α, Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922-1923, Κέδρος, σ.20.
[28] Αποστολίδης, ο.π. σ.19-21. Για ομαδικούς βιασμούς που υπέστησαν Τουρκάλες από έλληνες στρατιώτες κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία βλ. επίσης Βλάχος σ.139-140, Μουστάκης σ.23, Καραγιάννης, σ.258,290-1 και 296, Κ.Τσαλάρας, Γράμμα παλιού πολεμιστή, Ριζοσπάστης 2.8.34, Α.Δημητρίου «Απ’τη φρίκη του πολέμου», Ριζοσπάστης, 31.8.34 σ.3 Για συστηματικότερες επιδόσεις ελλήνων αξιωματικών σε αυτό το σπορ, κατά την παραμονή τους σε τουρκικά χωριά της Νικομήδειας: Toynbee Arnold, The Western Question in Greece and Turkey, Constable & Co., Λονδίνο 1922, και β΄έκδοση με νέο πρόλογο, Λονδίνο 1923, σ.295-6.
[29] Π.Παναγάκος, ο.π., σ.697-698.
[30] Υπουργείο Εξωτερικών-Ειδική Νομική Υπηρεσία, Πράξεις που υπογράφηκαν στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου και 24 Ιουλίου 1923, Αθήνα, 1992, σ.30. Η αναγνώριση της ευθύνης είχε μόνο ηθική σημασία, καθώς με την αμέσως επόμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου η Τουρκία «παραιτείται οριστικώς» από κάθε σχετική απαίτηση, «λαμβάνουσα υπ’ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος».
[31] Καταγραφή της Πηνελόπης Δέλτα (13.11.1930), σε Ζάννας Παύλος (επιμ.) Αρχείο Π.Σ. Δέλτα. Ελευθέριος Βενιζέλος, Ερμής, Αθήνα, 1988,σ.173.
[32] Nίκου Καζαντζάκη, Επιστολές προς Γαλάτεια, Γ'έκδοση, Δίφρος, 1993 (Εισαγωγή-Σχόλια: Έλλης Αλεξίου, Πρόλογοι: Γιάννη Γουδέλη),σ.97.