Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Τσάμηδες


Προπαγανδιστικός χάρτης των
Αλβανών εθνικιστών

Αφορμή του σημερινού ποστ υπήρξε η κατακραυγή της κοινής γνώμης, των ΜΜΕ, (αλλά και πολλών συμμετεχόντων) προς τους καθηγητές της Παντείου σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 21/2/2008 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και όπου συνέβησαν ντροπιαστικά πράγματα προς τους καθηγητές Πανεπιστημίου από υπερπατριώτες.



Η επίσημη ελληνική εκδοχή των όσων συνέβησαν με τους Τσάμηδες είναι μεροληπτική, όπως επίσης είναι μεροληπτική και στην Αλβανία (υπέρ των Τσάμηδων φυσικά).
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους, η περιοχή της Τσαμουριάς περιήλθε στην Ελλάδα. Στους Τσάμηδες (ή Τσιάμηδες) αναγνωρίστηκαν δικαιώματα έλληνα πολίτη. Γι’αυτό και αντέδρασαν στην προσπάθεια Ιταλίας και Αυστρίας που ήθελαν την υπαγωγή τους στο αρτισύστατο κράτος της Αλβανίας. Μια φράση από το Υπόμνημα που υπέβαλαν οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου στις 6/11/1913 είναι ενδεικτική:
«Θα συμπολεμήσουμε με τα αδέρφια μας τους Χριστιανούς, μέχρις εσχάτων, για ν’αποκρούσομε το ζυγό του αλβανικού κράτους και να διατηρήσουμε την ελευθεριά μας στην αγκαλιά της μητέρας μας Ελλάδας…».
Η Ελλάς παύει σιγά-σιγά να θεωρείται «μητέρα» από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε τα τσιφλίκια των ισχυρών τσιάμηδων και τα διένειμε στους ακτήμονες. Από τη δυσαρέσκεια αυτή επωφελήθηκαν οι Ιταλοί που με επιδέξια προπαγάνδα κατόρθωσαν να «πείσουν» τους Τσιάμηδες ότι δεν είναι Τούρκοι, όπως πίστευαν, αλλά Αλβανοί! Δηλαδή η αλβανοποίηση των Τσιάμηδων συντελείται εντός 10 περίπου ετών (1913-1925) [1].

Για την εκδίωξη των Τσάμηδων από την Θεσπρωτία στην Αλβανία υπάρχουν δύο εκδοχές:

1) Για τους Τσάμηδες (αλλά και για την Αλβανία), η μειονότητα καταστράφηκε μέσα σε ένα πλαίσιο που το συνθέτουν οι μεθοδικοί διωγμοί εκ μέρους των τότε ελληνικών κυβερνήσεων και κρατικών αρχών καθώς και οι τρομερές αγριότητες από Έλληνες εθνικιστές, σε βάρος των μελών της, στο τέλος της Κατοχής [2].
2) Για τους έλληνες, η καταστροφή της μειονότητας ήταν περίπου επιβεβλημένη, καθώς τα μέλη της, εκτός από αμετανόητοι και φανατικοί ανθέλληνες, ήταν, σε εκπληκτικό ποσοστό, απλώς εγκληματικές φυσιογνωμίες [3].

Η σημερινή επίσημη ελληνική-εθνοκεντρική θέση συνοψίζεται ως εξής: «Στη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης και κατά τους χρόνους της ιταλικής κατοχής, ο ρόλος των Τσάμηδων ήταν εγκληματικός. Πολέμησαν στο πλευρό των Ιταλών, κατέλυσαν τις ελληνικές αρχές, οργάνωσαν μονάδες τρομοκρατικής δράσης εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ευθύνονται για την εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς και για την εκτέλεση του νομάρχη Βασιλάκου και γι’αυτό αντιμετώπισαν την μήνιν των αντιστασιακών οργανώσεων της περιοχής. Στη διάρκεια της γερμανικής φυγής, οι Τσάμηδες υπό το βάρος της ενοχής και υπό το κράτος της απειλής, εγκατέλειψαν, περίπου 18.000, την Ελλάδα και μέσω Κονισπόλεως έφθασαν στην Αλβανία, όπου έγιναν στηρίγματα του Χοτζικού και των μεταγενέστερων καθεστώτων [4].

Μια προσεκτική όμως μελέτη των πολλών ντοκουμέντων της εποχής, αποδεικνύει ότι η παραπάνω θέση του Καργάκου είναι απλώς μια εθνοκεντρική θεώρηση των γεγονότων, πλήρως εναρμονισμένη με την «επίσημη» ελληνική θέση.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Για πολλούς αιώνες η συγκατοίκηση των Τσάμηδων με τους γύρω χριστιανικούς πληθυσμούς δεν αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα στο πλαίσιο της πολυθρησκευτικής και πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι προστριβές ανάμεσα σε χωριά και σε κοινότητες δεν έλειπαν, χωρίς όμως να πάρουν τον χαρακτήρα μείζονος και αδιεξόδου προβλήματος. Στη διάρκεια των πολέμων του 1912-1913 το γυαλί άρχισε να ραγίζει [5].
Στα 1923 και 1926, η παρουσία των Τσάμηδων και το ζήτημα της περαιτέρω τύχης τους, προκάλεσαν ατέρμονες συζητήσεις. Ως μουσουλμάνοι μπορούσαν να θεωρηθούν Τούρκοι, άρα ανταλλάξιμοι [6], και να μεταφερθούν στην Μικρά Ασία. Οι ίδιοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα τότε και κατέφυγαν σε επιτροπές της Κοινωνίας των Εθνών και στη διεθνή διπλωματία για να αποφύγουν τον ξεριζωμό, ζητώντας ουσιαστικά να θεωρηθούν αλλόθρησκοι έλληνες[7].
Τελικά κέρδισαν την υπόθεση, μάλλον επειδή η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να τους δεχτεί [8].
Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η Ιταλία του Μουσολίνι, της οποίας θαυμαστής ήταν τότε ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος που επί των ημερών του αποφασίστηκε η εξαίρεση της ανταλλαγής των Τσάμηδων [9].
Την ίδια περίοδο, στα 1923 και 1924, έφθασαν στην περιοχή μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, «ανταλλάξιμοι» χριστιανοί της Μικράς Ασίας δηλαδή, σταλμένοι εκεί από τις ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες, με σκοπό να εντείνουν την πίεση προς τους Τσάμηδες και να τους υποχρεώσουν να αναχωρήσουν. Οι πρόσφυγες, με στήριγμα τη νομοθεσία περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων, εγκαταστάθηκαν στα χωράφια των Τσάμηδων, ειδικά στις πλούσιες ζώνες της Ηγουμενίτσας, και, προπαντός του Φαναριού. Το πλάνο, εκτός από τη μοιρασιά των καλλιεργημένων χωραφιών, περιελάμβανε και τη μοιρασιά των κατοικιών. Αυτή η στενή, καταναγκαστική συγκατοίκηση με τους πρόσφυγες υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη για τους Τσάμηδες.
Στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκούσε η ελληνική διοίκηση στους ντόπιους κατοίκους-προσπαθώντας να εκμαιεύσει αποτέλεσμα, φέρνοντας προ τετελεσμένων τους αρμόδιους διπλωματικούς κύκλους- εκδόθηκαν εντολές για άμεση μετακίνηση των Τσάμηδων από την περιοχή, και μάλιστα με σημείο συγκέντρωσης την παραλία. Εκεί οι συγκεντρωμένοι Τσάμηδες αναγκάζονταν να περιμένουν, ενίοτε για πολλές εβδομάδες, τα υποτιθέμενα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Τουρκία. Εξυπακούεται ότι οι περιουσίες αυτών των ανθρώπων, αφήνονταν, εκείνο το διάστημα, έρμαιο στις διαθέσεις των προσφύγων ή των χριστιανών γειτόνων [10].




Πεπεισμένοι για την επικείμενη αναχώρησή τους, αρκετοί Τσάμηδες έσπευδαν να πωλήσουν στους χριστιανούς γείτονές τους γη, σπίτια και περιουσιακά στοιχεία που έτσι κι αλλιώς κινδύνευαν να τα χάσουν από τις απαλλοτριώσεις και τους υποχρεωτικούς, περί της αποκαταστάσεως των προσφύγων, νόμους. Είχαν έτσι την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζαν ένα μικρό κομπόδεμα, το οποίο θα τους βοηθούσε στα νέα μέρη όπου περίμεναν να μεταφερθούν. Όλοι αυτοί, στη συνέχεια, όταν διευθετήθηκε το ζήτημα της παραμονής τους, βρέθηκαν χωρίς περιουσία και αναγκάστηκαν, για λόγους βιοπορισμού να εκπατριστούν, όχι προς την Τουρκία πλέον αλλά προς την γειτονική Αλβανία. Εκεί συναντούσαν «φυγόδικους», όσους δηλαδή είχαν αντιταχθεί στα μέτρα και για τον λόγο αυτό κατέληξαν «καταζητούμενοι» των αρχών, είτε όσους, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και δώθε, είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική δράση. Έτσι λοιπόν, από πολύ νωρίς, δημιουργήθηκε στη γειτονική Αλβανία μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων που έφερε βαριά την αίσθηση της ταπείνωσης και της αδικίας [11].
Ο ταραγμένος διεθνής ορίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930-1940 και η επιβολή της δικτατορίας των Γεωργίου και Μεταξά δεν βοήθησαν προς την άμβλυνση των αντιθέσεων στην Θεσπρωτία. Εκτός από την Αλβανία, η Ιταλία του Μουσολίνι ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους χώρους των Τσάμηδων του εξωτερικού, εκείνων δηλαδή που είχαν καταφύγει στην Αλβανία ή την Ιταλία. Ταυτόχρονα, οι πιέσεις που ασκούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στις μειονότητες της χώρας, ειδικά σε αυτούς που θεωρούνταν «στρατηγική απειλή», έδιναν επιχειρήματα στον αλυτρωτισμό και όξυναν τις τοπικές εντάσεις. Ο νόμος του 1937 [12] που προέβλεπε υποχρεωτική απαλλοτρίωση για τις υπολειπόμενες αλβανικές περιουσίες στο όνομα του αναδασμού της γης, θεωρήθηκε έτσι ευθέως εχθρική κίνηση, εκ μέρους του ελληνικού κράτους, από τους εντός και εκτός συνόρων Τσάμηδες.
Η αίσθηση αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη καθώς συνοδεύτηκε από προκλητικές καθυστερήσεις στην καταβολή των προβλεπομένων από τον ίδιο νόμο αποζημιώσεων, καθυστερήσεις που προστέθηκαν στα οφειλόμενα από προγενέστερες απαλλοτριώσεις [13].
Η στηριγμένη σε απερίγραπτες γραφειοκρατικές κωλυσιεργίες καθυστέρηση του ελληνικού κράτους στην καταβολή αποζημιώσεων για τις απαλλοτριωμένες περιουσίες τους πριν ή μετά το 1937, θεωρήθηκε, ακόμα και από έλληνες διοικητικούς παράγοντες, άδικη μεταχείριση και εύλογη πηγή δυσαρέσκειας και ταραχών [14].

Οι επαφές πολλών από τους Τσάμηδες με τη φασιστική Ιταλία χρονολογούνταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Μερικές από τις σημαντικές οικογένειες της περιοχής, απογοητευμένες από τη μικρή και ανίσχυρη Αλβανία και την αδυναμία της να τους προσφέρει ουσιαστική προστασία, είχαν στραφεί στην Ιταλία. Η δραστηριότητα των διάσημων αργότερα, στην περίοδο της Κατοχής, αδερφών Μαζάρ και Νουρή Ντίνο, χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1930, οπότε και μετέφεραν στα χωριά της μειονότητας απόψεις εθνικιστικές και ταυτόχρονα φασιστικές [15].

Η ιταλική απειλή, η οποία εκφράστηκε με άμεσο και συγκεκριμένο τρόπο από τον Απρίλιο του 1939 και την κατάληψη της Αλβανίας από ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οδήγησε την κυβέρνηση στην λήψη μέτρων ασφαλείας στην περιοχή. Εκτός από την πύκνωση των δυνάμεων του Στρατού και της Χωροφυλακής στις παραμεθόριες ζώνες, οι επιλεκτικές επιστρατεύσεις εφέδρων από τις ίδιες ζώνες, έθιξαν άμεσα τους Τσάμηδες.
Στην αύξηση των πιέσεων εναντίον τους, προστέθηκε η απομάκρυνση των ανδρών από την περιοχή, μέσω της διαδικασίας της επιστράτευσης.
Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την «καχύποπτη» συμπεριφορά των στρατιωτικών αρχών απέναντι στους στρατευθέντες Τσάμηδες, προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις στους δεύτερους, αντιδράσεις που εκφράστηκαν με κύμα λιποταξιών και με έντονη τάση προς την ανυποταξία, τη μη παρουσίαση δηλαδή στα στρατολογικά γραφεία και τις μονάδες επιστράτευσης.
Οι κινήσεις αυτές έθεταν τους Τσάμηδες στρατιώτες ή στρατεύσιμους εκτός νόμου, ενώ συγχρόνως ενίσχυαν το κλίμα εχθρότητας και καχυποψίας που επικρατούσε εναντίον τους. Οι φυγόδικοι, οι λιποτάκτες και οι ανυπότακτοι Τσάμηδες, καταδιωκόμενοι από τις ελληνικές υπηρεσίες, κρύβονταν ή περνούσαν τα σύνορα.
Στην άλλη πλευρά των συνόρων συναντούσαν τις στρατολογικές πρωτοβουλίες της ιταλικής φασιστικής διοίκησης, η οποία, με υποσχέσεις «αλυτρωτισμού», συγκροτούσε τάγματα εθελοντών, πλαισιωμένων σε μεγάλο βαθμό από ξεριζωμένους, πρόσφατα ή παλαιότερα, Τσάμηδες.
Με τη σειρά τους, οι κινήσεις αυτές ενέτειναν την επαγρύπνηση των ελληνικών αρχών και σκλήρυναν τα μέτρα που έπαιρναν.
Οι εκτοπίσεις Τσάμηδων προς τα νησιά πολλαπλασιάστηκαν, με κύριο προορισμό την μακρινή Κρήτη, ενώ άρχισαν οι διώξεις και οι έρευνες στα σπίτια, σε αναζήτηση όπλων ή πρακτόρων του εχθρού. Ο τελευταίος κύκλος της βίας είχε αρχίσει.


Χάρτης του νομού Θεσπρωτίας

Η άφιξη στην Τσαμουριά, λίγο μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, των ιταλικών στρατευμάτων, συνοδευόμενων από μονάδες Αλβανών εθελοντών στις οποίες πλειοψηφούσαν οι Τσάμηδες, προκάλεσε νέες ανατροπές.
Πολλοί πρόσφυγες ή φυγάδες από την περιοχή επέστρεψαν στον τόπο τους, διψώντας σε πολλές περιπτώσεις για αντεκδίκηση, ή έστω διεκδικώντας τα όσα είχαν χάσει. Ο θρίαμβός τους υπήρξε βραχύβιος.
Στα μέσα Νοεμβρίου του 1940 οι Ιταλοί υποχώρησαν και μαζί τους οι Τσάμηδες εθελοντές και όσοι είχαν εκτεθεί ιδιαίτερα στην υποδοχή των τελευταίων. Η δε επιστροφή των ελληνικών αρχών στην περιοχή κάθε άλλο παρά ήπια ήταν. Στρατιώτες και χωροφύλακες θεώρησαν ότι βρίσκονται σε εχθρικό έδαφος, απέναντι σε ανθρώπους που τους μαχαίρωσαν πισώπλατα στην αρχή του πολέμου [16].
Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές προέβησαν σε «επίσημες» δίκες και εκτελέσεις ενός αριθμού κατοίκων, μεταξύ των οποίων και ο μουφτής της Παραμυθιάς, ο οποίος είχε ευλογήσει τα εθελοντικά στρατεύματα. Επιπλέον, μερικές εκατοντάδες άνδρες εκτοπίστηκαν στην Χίο, τη Μυτιλήνη και την Κρήτη[17].




Στην αρχή της Κατοχής, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας ήταν γύρω στις είκοσι χιλιάδες [18]. Ο αριθμός των ενόπλων Τσάμηδων που έδρασαν στην Κατοχή (στις πολιτοφυλακές τους, σε γερμανική υπηρεσία ή στον ΕΛΑΣ) μπορεί να υπολογιστεί ανάμεσα στις 2.500-3.000.
Οι πρώτοι μήνες της Κατοχής υπήρξαν σχετικοί ήρεμοι στην περιοχή, συγκριτικά με τα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια.
Φυσικά, σε αυτό το διάστημα δραστηριοποιήθηκαν οι αλυτρωτικοί και φασιστικοί μηχανισμοί τόσο στα Τίρανα όσο και στην περιοχή, οι κινήσεις τους όμως παρέμεναν στο στάδιο των σχεδίων και των προθέσεων. Οι εκτοπισθέντες Τσάμηδες επέστρεψαν, όπως και οι λιποτάκτες, ανυπότακτοι και φυγόδικοι από την Αλβανία.
Οι αρχές όμως παρέμειναν ελληνικές (η έδρα της Νομαρχίας διατηρήθηκε στην Ηγουμενίτσα ως το 1943 οπότε και μεταφέρθηκε στην Παραμυθιά) και η Χωροφυλακή μπόρεσε να ενισχυθεί και με ντόπιους χριστιανούς εθελοντές, «χωροφύλακες άνευ θητείας».

Στη διάρκεια του 1941 οι αντεκδικήσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες παρέμειναν σχετικά περιορισμένες και φορούσαν κυρίως κτηματικές διαφορές ή κακοποιήσεις γυναικών στις δύσκολες ημέρες του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Προοδευτικά αυξήθηκαν τα κρούσματα ληστειών, συχνά με θρησκευτικό περίβλημα. Επίσης, μερικές παλιές βεντέτες ξαναήλθαν στο φως [19].

Από την αρχή του 1942 αυτή η φαινομενική «ηρεμία» [20] άρχισε προοδευτικά να δοκιμάζεται.
Το πρώτο συμβάν που μετέβαλε ριζικά το κλίμα και μετέτρεψε τις «βεντέτες» και τις «διαφορές» σε μετωπική σύγκρουση των δύο κοινοτήτων προήλθε παραδόξως από στελέχη της ελληνικής διοίκησης, της Χωροφυλακής. Στις 12/1/1942, στο κέντρο της Παραμυθιάς, ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Ηλίας Νίκου, Διοικητής του τοπικού σταθμού, μαζί με έναν σύντροφό του, δολοφόνησε δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες των Τσάμηδων στην περιοχή, τον κτηματία Τεφήκ Κεμάλ και τον γιατρό Αχμέτ Κασήμ.
Οι Τσάμηδες βέβαια απέδωσαν την ευθύνη για τη δολοφονία σε σχέδιο των ελληνικών αρχών της Θεσπρωτίας και έναν μήνα αργότερα δολοφόνησαν, εις ένδειξη αντιποίνων, τον Νομάρχη Θεσπρωτίας Γεώργιο Βασιλάκο [21].

Η ρήξη στην κορυφή πολλαπλασίασε τις συγκρούσεις στη βάση. Καθώς το κύρος του ελληνικού κρατικού μηχανισμού ως παράγοντα ευταξίας και ισονομίας κατέρρευσε, τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Οι διεκδικούμενες περιουσίες έγιναν πλέον αντικείμενο αιματηρών αντιπαραθέσεων.
Η προοδευτική δημιουργία μεγάλου αριθμού φυγοδίκων, εξαιτίας των αμοιβαίων βιαιοτήτων, δημιούργησε ισχυρές συμμορίες στην ύπαιθρο, οι οποίες, με τη σειρά τους, μεθόδευσαν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες [22].

Τον Δεκέμβριο του 1942, ο Έλληνας Νομάρχης Θεσπρωτίας, Κ.Κοντογιάννης, σε έκθεσή του προς τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου περιέγραφε τις προσπάθειές του για την ειρήνευση της περιοχής, καθώς οι διαρκείς συγκρούσεις και διαμάχες μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων την είχαν μεταβάλει σε κόλαση, ειδικά μετά την δολοφονία από τους χριστιανούς ενός επιφανούς μουσουλμάνου, του Γιασίν Σαντίκ.
Η έκθεση του Νομάρχη αντικατοπτρίζει το κλίμα της εποχής και αν την διαβάσει κανείς ( παραθέτω χαρακτηριστικά της αποσπάσματα στην υποσημείωση 23) θα δει ότι ο Νομάρχης θεωρεί αυτούς που σκότωσαν τον Σαντίκ ως δολοφόνους και δυναμιτιστές ενός καλού κλίματος που είχε αρχίσει να διαφαίνεται [23].
Από το καλοκαίρι του 1942, οι ιταλικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν Τσάμηδες ένστολους ως βοηθητική Χωροφυλακή στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν χριστιανούς φυγόδικους ή να καταδιώξουν χριστιανικές συμμορίες.
Η κίνηση αυτή έδωσε για πρώτη φορά στοιχεία «κρατικής οργάνωσης» στους μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας, δικαιώματα δηλαδή στους ένοπλους μηχανισμούς καταστολής, έξω από τους οποίους τους κρατούσε, με πεισματική ευλάβεια, το ελληνικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, στους χριστιανούς, τη θέση του ολοένα και πιο αδύναμου ελληνικού κράτους πήρε σταδιακά η οργάνωση του ΕΔΕΣ, τροφοδοτούμενη από τους φυγόδικους και τα μέλη των συμμοριών που είχαν δημιουργηθεί την προηγούμενη έκρυθμη περίοδο. Εξυπακούεται ότι οι προθέσεις του ΕΔΕΣ στερούνταν οποιασδήποτε διάθεσης εξισορρόπησης και κατευνασμού καταστάσεων καθώς μάλιστα τις τροφοδοτούσε ακριβώς η ένταση, τα πάθη, ο φόβος και η διάθεση για εκδίκηση
Απέναντι στην νέα απειλή δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια ελιγμών για τους Τσάμηδες, μετριοποθείς ή μη. Η ενίσχυση των ενόπλων σωμάτων τους μετά το καλοκαίρι του 1943 και η ένταξή τους στο γερμανικό πλέον πλέγμα ασφαλείας ήταν, στην τότε συγκυρία, περίπου μονόδρομος [24].
Παρόμοια φαινόμενα είχαμε πολλά στην Eυρώπη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδόν παντού. Στην Eλλάδα είχαμε επίσης το αυτονομιστικό κίνημα των βλαχοφώνων υπό τον Διαμάντη και Mατούση, όπου όμως οι «κεφαλές» των Bλάχων, με πρώτο τον Eυ. Aβέρωφ, αντιστάθηκαν σθεναρά και αποφασιστικά.
Στο Kόσοβο, οι αλβανόφωνοι με κοινωνική οργάνωση παρόμοια με των Tσάμηδων, υποδέχθηκαν επίσης τους Γερμανούς κατακτητές ως «απελευθερωτές» από τη σερβική καταδυνάστευση και συνεργάστηκαν ευρύτατα και στενότατα μαζί τους.
Tα ίδια πάνω κάτω φαινόμενα παρατηρήθηκαν στην Oυκρανία, στη Λευκορωσία, στους Kοζάκους του Nτον και σε πολλά άλλα μέρη, όπου η εθνική καταπίεση ήταν τόσο γενικευμένη ώστε οι καταπιεζόμενες εθνότητες να διεκδικούν το δικαίωμα να επιλέγουν τον καταπιεστή τους [25].
Το 1943 ήταν μια χρονιά γενικευμένης σύγκρουσης. Δύο γεγονότα σφράγισαν την περίοδο αυτή και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς, και άλλοθι, για τα όσα επακολούθησαν το 1944: η καταστροφή του Φαναριού και η εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.
Στις 27/7/1943, 800 Τσάμηδες υπό την αρχηγία τω αδερφών Ντίνο, σε συνεργασία με δυνάμεις Κατοχής, έκαναν επιδρομή στα χωριά του Φαναρίου.
Λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν 519 κατοικίες, σκοτώθηκαν 800 κάτοικοι (από αυτούς οι 231 ήταν γυναίκες που προηγουμένως βιάσθηκαν) και συνελήφθησαν 500 άτομα που στάλθηκαν όμηροι στα Ιωάννινα. Ολοσχερής ήταν και η απώλεια του κτηνοτροφικού πλούτου. Περίπου 24 χωριά ερημώθηκαν
Η εκτέλεση των 49 επιφανέστερων κατοίκων της Παραμυθιάς στις 29/9/43, έγινε ως αντίποινα των 5 Γερμανών που σκοτώθηκαν στη Σκάλα της Παραμυθιάς [26].
Ο Γερμανός φρούραρχος δημοσιοποιεί την εκτέλεση με το ακόλουθο ανακοινωθέν:

«Εξετελέσθησαν σήμερον την 7ην πρωινήν οι κάτωθι 49 Έλληνες πολίται, διότι δεν ετήρησαν τους όρους της προκηρύξεως του Γερμανού Στρατηγού και ενήργησαν σαμποτάζ, ένθα επήλθεν ο θάνατος 5 γενναίων Γερμανών στρατιωτών»,
Παραμυθιά,
29/9/1943
Εκ του Γερμανικού Φρουραρχείου [27].

Ακολούθησε μια περίοδος τακτικού σχεδόν πολέμου, διανθισμένου με διαδοχικά κύματα «οικογενειακών» αντεκδικήσεων.
Η πρόσκαιρη ειρήνευση της άνοιξης του 1944, που οφειλόταν μάλλον στην ανακωχή του ΕΔΕΣ με τους Γερμανούς, έληξε με δραματικό τρόπο τον Ιούνιο του 1944 όταν ο ΕΔΕΣ, ενισχυμένος, πέρασε σε γενική αντεπίθεση στην περιοχή.
Στις 26/6/1944 τμήματα της Χ Μεραρχίας του ΕΔΕΣ, εκμεταλλευόμενα την σύμπτυξη των γερμανικών στρατιωτικών μονάδων από την περιοχή, επιτέθηκαν στην Παραμυθιά και την κατέλαβαν έπειτα από σύντομη αντίσταση της τσάμικης πολιτοφυλακής.
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, μέσα σε λίγες ώρες, στις 27 Ιουνίου 1944, πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης, η πόλη μεταβλήθηκε σε σφαγείο.
Όλες οι μαρτυρίες, από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται, συμφωνούν στην έκταση και στη βιαιότητα των θανατώσεων και κακοποιήσεων σε βάρος των μουσουλμάνων κατοίκων. Πολλές εκατοντάδες θανατώθηκαν με τους πιο μαρτυρικούς τρόπους μέσα και γύρω από την πόλη.
Η γενική κακοποίηση των γυναικών και η αρπαγή περιουσιών συμπλήρωσαν την εικόνα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο ταγματάρχης Κρανιάς, Διοικητής του 16ου Συντάγματος του ΕΔΕΣ, αποφάσισε την εκτέλεση 34 Τσάμηδων που είχαν επιβιώσει της σφαγής. Η απόφαση εφαρμόστηκε αμέσως [28].
Δεν ήταν η τελευταία φάση του «ζητήματος της Τσαμουριάς».
Η φρίκη της Παραμυθιάς επαναλήφθηκε αυτή τη φορά στο Φιλιάτι και στα γύρω μουσουλμανικά χωριά.
Ορίστε πως περιγράφει η Ελ.Μαντά την κατάσταση:

«Ο αλβανικός πληθυσμός που είχε παραμείνει στην πόλη και δεν είχε περάσει μαζί με τους υπόλοιπους τα σύνορα, καταδιώχθηκε απηνώς, τα θύματα υπήρξαν δεκάδες, τα αλβανικά σπίτια λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες, και τζαμιά καταστράφηκαν. Για πέντε περίπου ημέρες στην πόλη επικράτησε το χάος και η καταστροφή. Δεκάδες γυναίκες και παιδιά κλείστηκαν στο κτίριο του σχολείου και μόνο χάρη στην παρέμβαση αξιωματικών της Συμμαχικής Αποστολής και των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, που δεν συμφωνούσαν με την τακτική των μονάδων του ΕΔΕΣ, διασώθηκαν και αφέθηκαν μετά από ημέρες ελεύθεροι να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος και να περάσουν στην Αλβανία» [29].

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αντιτάχθηκαν σε αυτή την επιχείρηση και έγιναν αψιμαχίες. Τόσο οι στρατιωτικές όσο και οι πολιτικές αρχές του ΕΛΑΣ ενημέρωσαν άμεσα τις προϊστάμενές τους αρχές, διαμαρτυρόμενες έντονα για την παρασπονδία του ΕΔΕΣ , καθώς και για την ανθρωποκτόνο –σε βάρος αμάχων- στρατιωτική δράση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ. Παραδόξως όμως, η αντίδραση των προϊσταμένων αρχών του ΕΛΑΣ ήταν εξαιρετικά αρνητική, καθώς μάλιστα ζητούσε ευθύνες από τους τοπικούς Διοικητές του ΕΛΑΣ για τη μαχητική στάση τους [30].
Το ΚΚΕ (Γραφείο Περιοχής Ηπείρου) στηλιτεύει την στρατολόγηση -εκ μέρους του ΕΔΕΣ – Τσάμηδων δολοφόνων που ως δρούν ως μισθοφόροι:

«[…] ο «Αγωνιστής», όργανο του ΕΑΜ Γιαννίνων τους βγάζει τη μάσκα (σ.σ.εννοεί τον ΕΔΕΣ) και τους καλεί να εξηγήσουν πως αυτοί οι προστάτες των Χριστιανών της Τσαμουργιάς έχουν στους κόλπους τους τους αρχηγούς των Μπαλιστών, Χακή Ρουσέτ και τον εγκληματία Χακή Σιέχο και πως αυτοί αυτόκλητοι προστάτες των χριστιανών της Βορείου Ηπείρου φιλοξενούν στα Γιάννενα τον δήμιο της Ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, τον εμπρηστή του Καλογοραντζά και δολοφόνου πολλών Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, τον αλή Νεβίτσα» [31].
Παρά τις προσπάθειες των τοπικών οργανώσεων του ΕΑΜ (το 4ο Τάγμα του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αποτελείτο από χριστιανούς και μουσουλμάνους μαχητές) [32], η φυγή των Τσάμηδων προς την Αλβανία συνεχίστηκε ως τον Δεκέμβριο του 1944. Σε 22-25.000 εκτιμά η Ελ.Μαντά τα άτομα που πέρασαν κακήν κακώς τα σύνορα αυτή την εποχή [33].
Στις 20/1/1947, ο επικεφαλής του Σταθμού της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στην Πάργα, σε αναφορά του προς τον Νομάρχη Πρεβέζης, προσδιόριζε:

«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι εν τη περιφερεία μου παρέμειναν και ευρίσκονται ήδη 113 Τσάμηδες, εξ’ ων: Επτά είναι άρρενες νομίμου ηλικίας (21ον έτος), εβδομήκοντα εννέα (79) είναι θήλεις πάσης ηλικίας και καταστάσεως και τριάντα τέσσερα παιδιά ηλικίας 20 και κάτω ετών […]»! [34].

Τελικά, και οι λίγοι που είχαν απομείνει έφυγαν, με το καλό ή το άγριο. Άφησαν πίσω τους έναν απροσδιόριστο αριθμό θυμάτων πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η Αλβανική Βουλή για να ανακηρύξει, στις 30/6/1994, πενήντα χρόνια μετά τις σφαγές της Παραμυθιάς, την ημέρα επετείου, την 27η Ιουνίου, ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Τσάμηδων [35].

***

Μετά από κάθε ιστορική μου αναζήτηση, μέσα σε βιβλία, στο διαδίκτυο, ή όπου αλλού βρεθώ, νιώθω ότι όσοι μένουν μόνο σε αυτά που έμαθαν στο σχολείο, είτε αυτό είναι στην Ελλάδα και διδάσκει μόνο τα κακά που έκαναν (όντως) οι Τσάμηδες, είτε αυτό είναι στην Αλβανία και διδάσκει μόνο τα κακά που έκαναν (όντως) οι Έλληνες, τότε μέσα από τις μη αμφισβητούμενες βεβαιότητες που διδάχθηκαν, και σε συνδυασμό με την εθνική γραμμή των ΜΜΕ (την οποία δεν παραβαίνουν διότι τότε θα χάσουν από την πίτα της τηλεθέασης, ακροαματικότητας, αναγνωσιμότητας κ.λπ.), προβαίνουν σε εσφαλμένες κρίσεις, και νιώθουν ότι ανήκουν σε ένα έθνος «αγνό» και «αμόλυντο», και έχουν απέναντι πάντα κακούς.
Τι διδάσκεται σήμερα στα σχολεία; Στο βιβλίο της Β’ τάξης του Ενιαίου Λυκείου με τίτλο «Θέματα Ιστορίας», στο κεφάλαιο «Ελληνοαλβανικές σχέσεις», εντόπισα δύο μόνο αναφορές στους Τσάμηδες, πλήρως αρνητικές και αποστειρωμένες:

Α) «[…] οι Τσάμηδες, που ήταν αλβανοί μουσουλμάνοι και κατοικούσαν στη Θεσπρωτία, συναγωνίζονταν τον ιταλικό ή το γερμανικό στρατό σε εχθρικές ενέργειες εναντίον των Ελλήνων. Για το λόγο αυτό, όταν αποσύρονταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, έκριναν σκόπιμο να εγκαταλείψουν και αυτοί τα χωριά τους- για να αποφύγουν τις νόμιμες συνέπειες- και να εγκατασταθούν στην Αλβανία» [36].

Όλες οι σφαγές εις βάρος των αμάχων Τσάμηδων, αναφέρονται από το σχολικό βιβλίο ως …συνέπειες κα μάλιστα «νόμιμες» !!! Τα «συγχαρητήριά» μου στους συγγραφείς του βιβλίου…

Πάμε και στο δεύτερο απόσπασμα:

Β) «[…] έκτοτε άρχισαν (σ.σ. οι Τσάμηδες) να επιδίδονται σε αλυτρωτική δραστηριότητα, ενθαρρυνόμενοι από τα υπό ιταλική κηδεμονία Τίρανα, και τη Ρώμη. […]
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι τσάμικοι πληθυσμοί της Θεσπρωτίας δημιούργησαν μονάδες που συνεργάστηκαν με τις ιταλικές ή και τις γερμανικές αρχές κατοχής. Έλληνες υπήκοοι αυτοί, στράφηκαν εμπράκτως εναντίον άλλων ελλήνων και διέπραξαν σωρεία εγκλημάτων και βιαιοπραγιών. Φοβούμενοι τις συνέπειες των πράξεών τους, το σύνολο σχεδόν των Τσάμηδων ακολούθησε τις δυνάμεις Κατοχής, κατά την υποχώρησή τους από την Ελλάδα στην Αλβανία […] [37].

Ενώ εμείς τους φερθήκαμε μια χαρά, ξαφνικά, αναίτια και ανεξήγητα, αυτοί πήγαν με τους Γερμανούς!
Και μετά βγάζουμε αφρούς όταν λένε οι τούρκοι ότι οι έλληνες περνάγαμε μια χαρά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι μας είχαν στα όπα όπα και ξαφνικά εμείς επαναστατήσαμε δείχνοντας αγνωμοσύνη και εκμεταλλευόμενοι την καλοσύνη των τούρκων!
Μισές αλήθειες εμείς, μισές αλήθειες και οι Τσάμηδες. Και οι δύο γράφουμε μόνο αυτά που πάθαμε και τίποτα από όσα κάναμε. Το δε επιχείρημα ότι τους τιμωρήσαμε επειδή συνεργαστήκανε με τους Γερμανούς είναι γελοίο, διότι οι περισσότεροι έλληνες συνεργάτες των Γερμανών συνέθεσαν μετά την Κατοχή το μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος…
Ένα προπαγανδιστικό βίντεο με τις –εξίσου ανιστόρητες- θέσεις των Τσάμηδων μπορείτε να δείτε εδώ:





Η σύγκρουση των δύο κοινοτήτων προήλθε από το αμοιβαίο μίσος και την μισαλλοδοξία, ειδικά την θρησκευτική, που ενισχύθηκε με τον άκρατο φανατισμό του μεσοπολέμου και ειδικά των ετών λίγο πριν τον πόλεμο, φαινόμενο πανευρωπαϊκό που δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη αυτή τη γωνιά.
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, με την υποκίνηση της επίσημης Αλβανίας που ήθελε –με όχημα την τσάμικη μειονότητα- να προσαρτήσει την Τσαμουριά , και της επίσημης Ελλάδας που θέλοντας να διορθώσει το «λάθος» του Θ.Πάγκαλου –που εξαίρεσε τους Τσάμηδες από την ανταλλαγή των πληθυσμών- υποκίνησε την «τελική λύση» ώστε να απαλλαγεί από μια «επικίνδυνη» μειονότητα.
Ο ρόλος της φασιστικής Ιταλίας επίσης διαλυτικός και υπέρ της μετωπικής σύγκρουσης.
Και όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και εδώ ίσχυσε το «ουαί τοις ηττημένοις».
Οι νικητές πήραν τα εδάφη των ηττημένων και οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν στην μητέρα-πατρίδα.
Το να προσπαθούν σήμερα οι νικητές Έλληνες να ρίχνουν όλο το βάρος στους Τσάμηδες (λες και δεν ήθελαν να «απαλλαγούν» από αυτούς) ή να απαιτούν σήμερα τα εγγόνια των Τσάμηδων τις περιουσίες τους (τι να πούνε οι έλληνες της Πόλης, της Ίμβρου ή της Τενέδου, τι να πούνε οι έλληνες του Πόντου, τι να πούνε όμως και οι οθωμανοί κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας που ξεριζώθηκαν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, τι να πούνε οι γερμανικές μειονότητες της Ε.Σ.Σ.Δ. για τα όσα υπέστησαν μετά την λήξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου κ.λπ.), αποτελεί κατ’εμέ μια πλήρως λάθος στάση και μία ακόμη απόδειξη ότι όταν κάποιος μαθαίνει μισές αλήθειες ή λάθος ιστορία, τότε όλη η σκέψη του είναι λάθος.
Η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ είναι μία τρανταχτή απόδειξη.
Στην Τσαμουριά, έγινε μια μάχη με νύχια και με δόντια, με τσεκούρι και φωτιά, με φόνους, με βιασμούς, με καταστροφές και ωμότητες, έγινε μια παστρική και εκούσια μάχη, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ δύο φανατισμένων κοινοτήτων.
Το να θεωρούμε τους μεν (όποιοι κι αν είναι αυτοί) ως άγιους και τους δε ως δαίμονες, μπορεί να ικανοποιεί τα πατριωτικά μας αισθήματα ή να μας επιφέρει μια εθνική ανάταση, όμως πόρρω απέχει από την ιστορική αλήθεια.
Κλείνω το σημερινό θέμα με μία υπέροχη φράση που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του καταπληκτικού (και μακράν του πιο αντικειμενικού εν προκειμένω) βιβλίου του κ.Μαργαρίτη «Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες»:

«Αλίμονο στα έθνη και στις κοινωνίες που πιστεύουν ότι βρίσκονται πάνω και πέρα από την Ιστορία και ότι είναι εξ ορισμού αναμάρτητες».

doctor

_______________________________________________________________

[1] Σαράντος Καργάκος, «Αλβανοί-Αρβανίτες-Έλληνες», εκδ.Ι.Σιδέρη, σελ.303-304.
[2] Οι απόψεις των οργανώσεων των Τσάμηδων στην Αλβανία ή στην ευρύτερη διασπορά προβάλλονται σε αρκετές διευθύνσεις στο διαδίκτυο, βλ. λ.χ.

http://www.chameriaassociation.org/index.html
http://www.aacl.com/Albanian_%20issues_chameria.htm
[3] Η φιλολογία περί έμφυτης εγκληματικής φύσης των Τσάμηδων διαδόθηκε μετά την αιματηρή εκκαθάριση της μειονότητας, με προφανή σκοπό να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Χαρακτηρίζεται δε από μέγα πάθος: «Αναγνωρίζωμεν […] την υπεροχήν της Φυλής μας, το ανεξίκακον που μας διακρίνει ανέκαθεν, την έμφυτον διάθεσιν που έχομεν να λησμονώμεν και να συγχωρώμεν τους εχθρούς μας, αλλά προ μιας τοιαύτης προκλητικότητας των Αλβανών και προ της αισχράς αυτής πολιτικής των, ήτις είναι χαρακτηριστικόν όλων των κουτοπόνηρων και κατώτερων λαών […] Ησχολήθημεν υπέρ το δέον με τα αλβανικά εν γένει καθάρματα. Το εκάμαμεν όμως διά να παρουσιάσωμεν την τεραστίαν διαφοράν, ψυχικώς και πνευματικώς που υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων και των Αλβανών (Θ.Γ. Παπαμανώλης, «Κατακαϋμένη Ήπειρος», Ίκαρος, Αθήνα, 1945 σελ.149.
Το 1949, στα ατελείωτα εγκλήματα των Τσάμηδων προστέθηκε και η συνεργασία τους «με τις κομμουνιστοσυμμορίες» του «διαβόητου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», βλ. Χαρίτων Λάμπρου, «Οι Τσάμηδες και η Τσαμουριά: απόγονοι παλαιών εξωμοτών, χθεσινοί δοσίλογοι και εγκληματίαι πολέμου, σημερινά πρωτοπαλήκαρα του κομμουνιστοσυμμοριτισμού», Αθήνα, 1949, σελ.19.
[4] Σαράντος Καργάκος, ο.π.287-288.
O Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ, αναφέρει την λέξη «εθνοκάθαρση» για την εκδίωξη/απώθηση των Τσάμηδων στην Αλβανία: «Ένοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940, ο τοπικός πληθυσμός υποδέχθηκε πανηγυρικά τους εισβολείς, ενώ σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών. H υποχώρηση των Ιταλών και η επιστροφή των ελλήνων κατοίκων έθεσε σε κίνηση μια δυναμική αντεκδικήσεων που κατέληξε στην εθνοκάθαρση των Τσάμηδων το 1944» (Πηγή: Εφημ. «Το ΒΗΜΑ», 04/12/2005 ,
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14632&m=S04&aa=1 )

[5] Το μέτωπο της Ηπείρου δεν ήταν πρώτης προτεραιότητας για τους αντιμαχόμενους στρατούς. Οι επιχειρήσεις σε αυτό αποτελματώθηκαν για πολλούς μήνες, από τον Οκτώβριο του 1912 ως τους πρώτους μήνες του 1913, καθώς ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε στην αμυντική ζώνη των Ιωαννίνων. Μόνο τον Φεβρουάριο του 1913, με την άφιξη σημαντικών ελληνικών ενισχύσεων, έγινε δυνατή η ανάληψη μεγάλης κλίμακας επιθέσεων και η κατάληψη των Ιωαννίνων.

Στη διάρκεια αυτών των μηνών η στρατιωτική δράση εναποτέθηκε κυρίως σε μικρές επιδρομικές ομάδες «προσκόπων» (όπως ονομάζονταν στην ελληνική στρατιωτική διάλεκτο) ή «συμμοριών» (όπως τους έλεγε ο πολύς κόσμος).
Οι ομάδες αυτές συγκροτούνταν από ντόπιους ή από τους σχηματισμούς των εθελοντών και των ατάκτων, οι οποίοι πλαισίωναν, σε σημαντικό ποσοστό, και τους δύο στρατούς. Πολλές λοιπόν συμμορίες άλλες ελληνικές, άλλες αλβανικές, και πάντοτε ληστρικές, υποκατέστησαν τη δράση των τακτικών στρατών που παρέμειναν ακινητοποιημένοι στις παρυφές των Ιωαννίνων.
Οι Τσάμηδες υπέστησαν πρώτοι τις πιέσεις των εγχώριων ή εισαγόμενων (από την Κρήτη συνηθέστερα) ελληνικών συμμοριών και, ανταποδίδοντας τα ίσα, συγκρότησαν δικές τους ανάλογες ομάδες. Το αίμα και η αντεκδίκηση άρχισαν να βαθαίνουν τις διαφορές στη Θεσπρωτία. (Γιώργος Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες», εκδ.Βιβλιόραμα, σελ.138-139).

[6] Την 30ήν Ιανουαρίου 1923 υπεγράφη σύμβασις «Περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», η οποία κατά το άρθρο 19, έχει το κύρος και την ισχύ έναντι των συμβαλλομένων μερών - κρατών, ως να περιλαμβάνεται εις την συνθήκη Ειρήνης, υπογραφείσαν εν Λωζάνη την 24-7-1923.

Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών της Λωζάνης, ώριζεν ως γνώρισμα της τουρκικής ή ελληνικής εθνικής υπηκοότητος, την θρησκευτικήν πίστιν (βλ. Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάνη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923, εν Αθήναις εκ του Τυπογραφείου (Εθνικού), υπουργείον Εξωτερικών και Κωνσταντοπούλου Δ., διεθνές δημόσιον δίκαιον, Θεσσαλονίκη 1961-1962, σελ. 106, ομοίως Κ. Σκαλτσά, Η Συνθήκη της Λωζάνης, Αθήναι 1973).

[7] Ακόμη κι όταν κάποιες οικογένειες Τσάμηδων, που είχαν τουρκική συνείδηση, ζήτησαν να μεταφερθούν στην Τουρκία, εμποδίστηκαν –με σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας- για να μην τους μιμηθούν και οι μουσουλμάνοι της Γιουγκοσλαβίας ( Δημήτρης Μιχαλόπουλος, «Τσάμηδες», εκδ. Αρσενίδη, σελ. 95-96).
[8] Το πρόβλημα των Τσάμηδων προκλήθηκε από την ατυχή δήλωση του έλληνα αντιπροσώπου στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης, Δημητρίου Κακλαμάνου, που παραδέχτηκε ότι οι Τσάμηδες, αν και ομόθρησκοι των Τούρκων, δεν είναι συμπατριώτες τους, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να ανταλλαγούν (Δημήτρης Μιχαλόπουλος, ο.π., σελ.27).
Το θέμα της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας φαίνεται πως τέθηκε από την αλβανική μόνο πλευρά σε ειδική συγκυρία (1925), απλώς ως διπλωματικό και διαπραγματευτικό επιχείρημα, και χωρίς ποτέ να υιοθετηθεί επίσημα ως επιδίωξη ή επιθυμία της (Ελευθερία Μαντά, «Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου», ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, σελ.41).
[9] Στα χρόνια όμως της δικτατορίας του Θεοδώρου Πάγκαλου τα πράγματα άλλαξαν. Ο δικτάτορας δεν συμπεριέλαβε στον ανταλλάξιμο πληθυσμό τους Τσάμηδες, που με υπόδειξη των Ιταλών θεωρήθηκαν σαν αλβανικό φύλο. Ήδη η διαδικασία για την αλβανοποίηση των Τσάμηδων είχε προχωρήσει χάρη στους επιδέξιους πράκτορες της Ιταλίας και φυσικά χάρη στο άφθονο χρήμα. Ο Αχμέτ Ζώγου, βασιλιάς της Αλβανίας, έστειλε στην Αθήνα τον βουλευτή Αργυροκάστρου Βασίλειο Μπαμίχα, πρόσωπο διαβλητό λόγω της αναμείξεώς του σε οικονομικά σκάνδαλα, και συναντήθηκε με τον Πάγκαλο, τον Υπουργό Εξωτερικών Λουκά Κανακάρη-Ρούφο και άλλα πρόσωπα, και κατάφερε –ασφαλώς όχι μόνος- να πετύχει τη δήλωση Ρούφου, πως από την ανταλλαγή θα εξαιρεθούν οι Τσάμηδες και ότι η ελληνική κυβέρνηση ως έκφραση καλής θέλησης θα διαλύσει τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους (Σαράντος Καργάκος, ο.π. σελ.290-291).
[10] Ε.Μαντά, ο.π. σελ.47 και Δ.Μιχαλόπουλος, ο.π. σελ.45.
[11] Γ.Μαργαρίτης, ο.π. σελ.141-142.
[12] Α.Ν.735/1937, «Περί των Μουσουλμάνων των επικαλουμένων αλβανικήν καταγωγήν και περί αποδόσεως των παρ’αυτών διεκδικουμένων κτημάτων» (ΦΕΚ, φ.228/1937).
[13] Γ.Μαργαρίτης, ο.π.σελ.144-145.
[14] Έκθεση Οικονομικού Επιθεωρητή Ευαγγέλου Παλάσκα προς την Γενικήν Διοίκησιν Ηπείρου, 22 Ιουνίου 1942 (Συλλογή Γ. Μαργαρίτη, Φακ.Γενικής Διοίκησης Ηπείρου). Χαρακτηριστικό απόσπασμα της εν λόγω Έκθεσης παρατίθεται στο βιβλίο του Γ.Μαργαρίτη «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες» στις σελίδες 180-186.
[15] Βασίλης Κραψίτης, «Η ιστορική αλήθεια για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες», σελ.50.
[16] Γ.Μαργαρίτης, ο.π. σελ.147-149.
[17] Οι μαρτυρίες σχετικά με την αιματηρή επιστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην περιοχή, στη διάρκεια του Νοεμβρίου του 1940, είναι πολλές και ποικίλλες. Γράφει σχετικά ο Γιάννης Σάρρας, «Ιστορικά-Λαογραφικά περιοχής Ηγουμενίτσας», σελ.631 κ.ε.:

«Τα έκτροπα σε βάρος των μουσουλμάνων συνεχίστηκαν από δημόσιους λειτουργούς και χριστιανούς κατοίκους, μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης […] καλούσαν στα γραφεία τους όμορφες χανούμισσες και τις βίαζαν. […]
Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη υποχρέωση σε έκδοση μουσουλμανίδων σε ορισμένα χωριά μεγάλη […].
Ο Γιάννης Σάρρας γράφει επίσης για την εκτέλεση των 8 μουσουλμάνων κατοίκων στη θέση Βίγλιζα στα υψώματα Λαδοχωρίου, που την επιβεβαιώνει –ως αυτόπτης μάρτυρας- ο Χρίστος Λόης, οπλίτης τότε στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, και την καταγράφει στο βιβλίο του «Από τις σελίδες της μνήμης. Περιστατικά Πολέμου, 1940-1941», εκδ.Παπαδήμα, σελ.17.
[18] Η απογραφή του 1928 καταμέτρησε 19.000 περίπου μουσουλμάνους αλβανόφωνους στην περιοχή, ενώ η αντίστοιχη ημιτελής του 1940 (η πρώτη μετά τη δημιουργία του νομού Θεσπρωτίας, το 1936) τους προσδιόριζε σε 18.600 περίπου (Β.Κραψίτης, ο.π. σελ.169, και Ε.Μαντά, ο.π. σελ.17-18). Οι ιταλικοί υπολογισμοί του 1941, που καταμέτρησαν στη Θεσπρωτία 28.000 μουσουλμάνους Τσάμηδες, 26.000 χριστιανούς Τσάμηδες (και 20.000 έλληνες) ήταν σαφώς υπερβολικοί (ISR, T 821 Roll 354, fr 788. (IT4516) Comando Superiore FF.AA. Grecia, Ufficio Affari Civili, Relazione sull’opera svolta dal Comando Superiore FF.AA. Grecia nel campo Politico-economico durante il primo anno di occupazione (Maggio 1941-Magio 1942)-Ciamurioti.
[19] Ένα παράδειγμα αναβίωσης πανάρχαιων αντεκδικήσεων δίνεται στο βιβλίο του Ηλία Δρίζη «Ιστορία του χωριού Πλαισίου της επαρχίας Θυάμιδος/Φιλιατών», Αθήνα 1981, σελ.373:

«Το χωριό (Πλαίσιο Φιλιατών) θρήνησε και δύο θύματα […] το άλλο δε ένα μικρό παιδάκι, ο Γεώργιος Δημητρίου Χαϊδούσης, που δολοφονήθηκε από Τουρκαλβανούς στο λάκκο του Γκόρου […].
Το περιστατικό του φόνου του δεν ήταν τυχαίο, αλλά επιδίωξη των αγαρηνών. Ήθελαν με το θάνατό του να βγάλουν το άχτι τους, να πάρουν πίσω το αίμα του παιδιού του Μουχαρέμ Ρουσίτ, που το είχε σκοτώσει ο πατέρας του Μήτση Χαϊδούσης το 1909 στο Πουσί της Βάναρης.
Όμως ο μακαρίτης Δημήτριος Χαϊδούσης δεν άφησε ατιμώρητη την πράξη τους αυτή. Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα προτού αρχίσουν τα ζερβικά (σ.σ. ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα) τμήματα την επίθεση στο Φιλιάτι […] ο Μήτση Χαϊδούσης προηγούνταν μόνος του, χωρίς να ανήκει στο αντάρτικο, και στη μέση στο δρόμο Φιλιατού-Σπάταρης πήρε το αίμα του παιδιού του πίσω, σκοτώνοντας ένα τουρκόπουλο ως δεκαοχτώ χρονών […]».
[20] Η έννοια «φαινομενική ηρεμία» χρησιμοποιείται σχετικά και οπωσδήποτε συγκριτικά με το τι γινόταν σε άλλες περιοχές της χώρας κατά την διάρκεια της Κατοχής.
[21] Είναι χαρακτηριστική η «Έκθεση Διοικήσεως Χωροφυλακής Θεσπρωτίας προς την Ανωτέραν Διοίκησιν Χωροφυλακής Ηπείρου» 27/2/1942, Συλλογή Γ.Μαργαρίτη, Φακ.Γενικής Διοίκησης Ηπείρου, η οποία παρατίθεται αυτούσια στο ο.π. βιβλίο του Γ.Μαργαρίτη (σελ.174-177). Παραθέτω κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

Ελληνική Πολιτεία
Διοίκησις Χωροφυλακής Θεσπρωτίας
Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας
Αριθ.Πρωτ.16/22/1α

Εν Ηγουμενίτση τη 27η Φ/ρίου 1942

Προς
Ανωτέραν Διοίκησιν Χωροφυλακής Ηπείρου
Γραφείον Εμπιστευτικού
Εις Ιωάννινα

«Περί της εν Θεσπρωτία καταστάσεως και των ληπτέων μέτρων»

[…] η κατάστασις εν Θεσπρωτία από τις 14-1-42 καθ’ήν Χωροφύλαξ υπήρξε δράστης των φόνων των δύο σημαινόντων Μουσουλμάνων οξύνθη τα μέγιστα.[…]

Ο Ελληνικός πληθυσμός της περιφερείας μας ευρίσκεται υπό το Κράτος τρομοκρατίας δεδικαιολογημένης κατόπιν και της εσχάτως δολοφονίας εντός της Ηγουμενίτσης του Νομαρχούντος. Κατά τας πληροφορίας της υπηρεσίας μου απολύτως εξακριβωμένας οι διάφοροι κακοποιοί, οι εκτελεσταί καταρτισθέντων σχεδίων τόσον εν Θεσπρωτία όσον και εν Αλβανία θα συνεχίσωσιν το βδελυρόν έργον των δολοφονιών και εγκλημάτων εν γένει μέχρις επιτεύξεως ορισμένου επιδιωκομένου σκοπού, της προσαρτήσεως της Τσαμουρίας.
[…] Ο υποφαινόμενος ως και οι λοιποί διοικούντες Αξιωματικοί συνεργάται του, κατέβαλλον σοβαράς προσπαθείας μέχρι σήμερον προς επιβολήν της τάξεως και γεφύρωσιν του μεταξύ Ελλήνων και Μουσουλμάνων χάσματος και μίσους όπερ εδημιούργησαν τα πολεμικά γεγονότα.
Αι προσπάθειαι των Αξιωματικών-Διοικητών επέφερον σημαντικόν αποτέλεσμα ανατραπέν δυστυχώς εκ της εγκληματικής ενεργείας ενός παράφρονος Χωρ/κος, εδοκιμάσθησαν δε δεινώς οι διοικούντες Αξιωματικοί κατ’αρχάς λόγω της αντιδράσεως και αρνήσεως του Μουσουλμανικού στοιχείου ας αντιμετώπισαν, πάντως όμως κατώρθωσαν να επιφέρουσιν αποτέλεσμα όπερ ανέτρεψε δυστυχώς είς Χωρ/λαξ […]

Ο Προσ. Διοικητής της Διοικήσεως
(Υπογραφή)
Ιωάννης Χριστινίδης
Μοίραρχος

Κοινοποίησις Υ.Τ.Α.
Γενική Διοίκησις Ηπείρου
Ίνα ευαρεστηθή και λάβη γνώσιν και ενεργήση τα καθ’εαυτήν.

[22] Γ. Μαργαρίτης, ο.π., σελ.151-159.

[23] Παραθέτω παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα της έκθεσης του Νομάρχη, η οποία παρατίθεται αυτούσια στο ο.π. βιβλίο του Γ.Μαργαρίτη (σελ.193-197):

Ελληνική Πολιτεία
Νομαρχία Θεσπρωτίας
Αριθ.Πρωτ.Ε.Π.17

Προς την Γενικήν Δ/σιν Ηπείρου
Ιωάννινα

Εν Ηγουμενίτση τη 14/12/1942

Λαμβάνω την τιμήν να θέσω υπ’ όψιν Υμών τα εξής: Λόγω της γνωστής εν Θεσπρωτία καταστάσεως, ήχθην εις την σκέψιν, ότι αύτη θα εβελτιούτο σοβαρώς εάν συνιστώντο υπό την προεδρία μου μικταί Επιτροπαί εκ Χριστιανών και Μωαμεθανών, συνεζητούντο οι διαφοραί, επεδιώκετο η συμβιβαστική και υπό προσωρινόν τύπον επίλυσις τούτων, καθωρίζοντο τα υπεύθυνα διά την εν Θεσπρωτία ανωμαλίαν πρόσωπα, εξετοπίζοντο ταύτα και διά μιας δικαίας και εν επιγνώσει της καταστάσεως, ην διαμόρφωσαν αι συνθήκαι του παρελθόντος, διοικήσεως επεδιώκετο η γεφύρωσις της μεταξύ των Χριστιανών και Μωαμεθανών διαστάσεως.
[…] Προτού όμως υποβάλλω έγγραφον αναφοράν, η Μεραρχία διά του υπ’αρ.18/7451 της 20ής Νοεμβρίου εγγράφου της προς την Γενικήν Δ/σιν ανεκοίνωσεν ότι δεν κρίνει σκόπιμον την σύστασιν μικτών Επιτροπών. Ει και όμως δεν υιοθετήθησαν κατά ταύτα αι προτάσεις διέγνων, ότι η κατάστασις εβελτιώθη και εκ του γεγονότος ότι εσταμάτησαν αι δολοφονίαι Χριστιανών και εκ του ότι οι Μωαμεθανοί ήρξαντο προσερχόμενοι εις εμέ προς επίλυσιν των μετά των Χριστιανών διαφορών των.
Δυστυχώς την 6ην τρέχοντος μηνός εδολοφονήθη εν τη περιφερεία Πάργης ο εκ των σοβαρωτέρων Μωαμεθανών παραγόντων Γιασίν Σαντίκ, αύτη δε η πράξις των αγνώστων εγκληματιών επέπρωτο να τορπιλλίση ολόκληρον το οικοδόμημα της επιδιωκομένης μεταξύ Χριστιανών και Μωαμεθανών συνδιαλλαγής.
[…] Την επομένην της αφίξεώς μου επεσκέφθην τον Ιταλόν Συν/ρχην και υπεστήριξα ότι δεν πρέπει να αφεθή έκθετον το έργον της συνδιαλλαγής, ασφαλείας και τάξεως, έργον εις το οποίον εξαίρετον συμβολήν είχε ο ρηθείς Συν/ρχης, να τορπιλλισθή διά της πράξεως ολίγων εγκληματιών, οι οποίοι εκ προσωπικών αφορμών προέβησαν εις την δολοφονίαν του Γιασίν Σαντίκ, ως αντιστρόφως ομοίας πολύ περισσοτέρας όμως εγκληματικάς πράξεις είχον εκτελέσει και Μωαμεθανοί.

Ο Νομάρχης
Κ.Κοντογιάννης
Κοινοποιείται
Α.Δ.Χ. Ιωάννινα


[24] Γ.Μαργαρίτης, ο.π. σελ.161-163
[25] «Tσάμηδες και άλλα «απόβλητα» της εθνικής πορείας...», του Αντώνη Καρκαγιάννη, Εφημ.Καθημερινή, 06.11.2005:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_27258_06/11/2005_162599
[26] Σ.Καργάκος, ο.π. σελ.305-306.

[27] Σ.Καργάκος, ο.π. σελ. 310.
[28 Β.Κραψίτης, ο.π. σελ.198, Γ.Μαργαρίτης, ο.π. σελ.165-166.
[29] Ελ.Μαντά, ο.π. σελ.195.
[30] Γενικό Στρατηγείο ΕΛΑΣ προς ΥΙη Ταξιαρχία, αρ.ΕΠΕ 9856, 13.10.1944: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Φακ.417, Φ=24/1/15. ΚΚΕ, Γραφείο Περιοχής Ηπείρου προς το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, 14.10.44: ΑΣΚΙ, Φακ.417, Φ=24/1/18.
[31] Φακ.417, Φ=24/1/31. ΚΚΕ, Γραφείο Περιοχής Ηπείρου, Έκθεση «Για τη δράση του νέου φασίστα κατακτητή ΕΔΕΣ» Προς το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ, 6.12.1944, υπογραφει ο Γραμματέας του Γραφείου, Μιχάλης Τσιάντης.
[32] Το τάγμα αυτό επειδή ήταν μικτό, ονομαζόταν και ως τάγμα «Τουρκαλβανών Παρτιζάνων» ακόμη και από το Π.Γ. του ΚΚΕ, έναντι ου οποίου, το Γραφείο Περιοχής Ηπείρου του ΚΚΕ διαμαρτύρεται: «Μας κάνει κατάπληξη πως το τάγμα του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που αποτελείται από Έλληνες υπηκόους που μέσα σε αυτούς είναι και της Τσάμικης μειονότητας, πάλι Έλληνες υπήκοοι, ονομάστηκε «Τουρκαλβανοί Παρτιζάνοι» […] (Φακ.417, Φ=24/1/31. ΚΚΕ, Γραφείο Περιοχής Ηπείρου, «Προς το Π.Γ.».
[33] Ελ.Μαντά, σελ.200.
[34] Γ.Μαργαρίτης, σελ.170.
[35] Γ. Μαργαρίτης, σελ. 170. Ο κ.Μαργαρίτης σχολιάζει –στην ίδια σελίδα- τον όρο «γενοκτονία»: «Δεν θα αντιδικήσουμε εδώ πάνω στο τι σημαίνει ο όρος «γενοκτονία». Μια πρόχειρη περιδιάβαση στις ιστοσελίδες διαφόρων, λογικών ή παράλογων, φορέων ή ατόμων –η ασυδοσία του Διαδικτύου επιτρέπει να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα το καθετί μέχρι της τελικής ακύρωσης κάθε αξιοπιστίας- δίνει το μέτρο της κατάχρησης του όρου, ειδικά στις βαλκανικές γειτονιές μας.
[36] «Θέματα Ιστορίας», Β’ Ενιαίου Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., σελ.80. Την επιμέλεια της «σύνοψης» ανέλαβαν και ολοκλήρωσαν ο κ.Φανούριος Βώρος, Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.) και ο κ.Γιάννης Γρυντάκης, Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων, αποσπασμένος στο Π.Ι.
[37] ο.π. σελ.95.


****

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Λόγω τεχνικού προβλήματος τα σχόλια δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν από το προηγούμενο blog και έτσι τα έχω αντιγράψει στο παρόν blog και τα έχω συμπεριλάβει στο πρώτο σχόλιο. Αριθμός αρχικών σχολίων: 108.

5 σχόλια:

  1. Doctor mou, para poly kalo. Nomizo, to kalitero kimeno pou exei grafthei gia tous tsamides. Mono treis epinsimansis, epidi sou exo pei oti exo diavasei poly epano se ayto to thema:

    1. Peripou 1,000 Tsamides itan mellei tou Ellas (460 - Manta -) kai 500 tou Komounistikou Alvanikou stratou. Giati exei dimiourgithi mia idea oti olli itan sinergates - i mionotita itan synergates-

    2. Les oti i Ellas den tous voithise, kaneis lathos (vlepe Mazower), i Ellas ekane to pan gia na min tous afisoun (i mionotita tous edioxe).

    3. Nomizo oti tha eprepe na prosthesis ta numera ton thimaton ton Tsamidon, apla gia na gini pio katanoiti pros tous diavastes. Ipirxan fovera englimata kata ayton opos stin Paramithia (80) Filiates (70), Margariti (35 thanontes), klp, pou i Manta i i Kresti nomizo to vazei se peripou 1,000-1,500 pethamenous.

    Telos, tous 800 ellines pou skotothikan stous Filiates, pios to exei pei, dioti exo psaksi gia ayto to englima, kai den exo vrei.

    Ayta, to arthro ine katapliktiko omos, ine akrivos ti skeytome ego gia ekini tin periodo, kai gia aytin tin istoria, mono pou esy vlepeis ta kaka ton dyo laon se ayti tin periptosi kai den exeis katagrapsi ta kala tous (pou kateme itan i pliopsifia kai apo tis dyo plevres).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημήτρη, η άποψή μου είναι λίγο ωμή αλλά θα την πω:
    Από τη στιγμή που πήρε ο Θ. Πάγκαλος την λάθος απόφαση να μην περιληφθούν οι Τσάμηδες στους ανταλλάξιμους, και από τη στιγμή που είχε ήδη δημιουργηθεί αλβανικό κράτος και η συνείδηση η αλβανική εδραιωνόταν σιγά-σιγά, ήταν προβλέψιμη η σύγκρουση.
    Και η σύγκρουση δεν ήταν μόνο μεταξύ Τσάμηδων και προσφύγων, αλλα και μεταξύ Τσάμηδων χριστιανών και μουσουλμάνων: Για ποιό λόγο νομίζεις οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες ήταν πλουσιώτεροι από τους χριστιανούς, που συχνά δούλευαν στα χτήματά τους; Μα ακριβώς επειδή ήταν στην κυρίαρχη, οθωμανική τάξη. Αρα ήταν επόμενο να υπάρχουν ζηλοφθονίες. Και στον Εμφύλιο συχνά οι ζηλοφθονίες εκφράζονταν ως οξείες πολιτικές αντιθέσεις.
    Δεν καταλαβαίνω γιατί η Ελλάδα δεν συγκατέλεξε τους Τσάμηδες στους ανταλλάξιμους από τη στιγμή που συγκατέλεξε 100% ελληνόφωνους και ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνους, τους Τουρκοκρητικούς και τους Βαλαάδες της Κοζάνης. Η Συνθήκη της Λωζάννης μιλούσε για μουσουλμάνους το θρήσκευμα. Εμφανίζεται έτσι το παράλογο να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι εκ μέρους του ελληνικού κράτους από τους ελληνόφωνους! Φυσικά, οι μετά τον Πάγκαλο κυβερνώντες ποτέ δεν το χώνεψαν αυτό και ασφαλώς έβλεπαν τους Τσάμηδες ως μία ενοχλητική μειονότητα, με αλβανική πλέον συνείδηση, που επιπλέον είχε μείνει στην Ελλάδα χαριστικά (γιατί χαριστικά έμειναν, ας το λέμε). Και βοηθούσης της ιταλικής πολιτικής και της συμπεριφοράς των ίδιων των Τσάμηδων κατά την Κατοχή, έγινε ό,τι έγινε. Φυσικά και δεν συμφωνώ με τις μεθόδους του ΕΔΕΣ και δεν επικροτώ κανένα έγκλημα. Το ηθικό όμως δίδαγμα είναι ότι οι μεσοβέζικες λύσεις πολλές φορές οδηγούν σε καταστάσεις αδιέξοδες, με επακόλουθα τραγικά. Η αυθαίρετη εξαίρεση των Τσάμηδων από τους ανταλλάξιμους ήταν αστόχαστη πράξη εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας.

    Τη στάση του ΕΔΕΣ, από την άλλη, θα πρέπει να την συνεξετάσουμε με ανάλογα περιστατικά βιαιοτήτων της εποχής. Ας μην ξεχνάμε τις φοβερές αγριότητες που διαπράχθηκαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο μεταξύ ομογλώσσων, ομοεθνών και ομόθρησκων Ελλήνων.
    Για τον Γ. Μαργαρίτη έχω σοβαρές επιφυλάξεις ως ιστορικό, επειδή γνωρίζω το έργο του για τον Εμφύλιο και είναι χρωματισμένο πάρα πολύ πολιτικά, παρά τη σοβαρή έρευνα που έχει κάνει. Κατ' αυτόν, ο μόνος υπαίτιος είναι η "Λευκή Τρομοκρατία" της Δεξιάς. Ο τίτλος του έργου του σχετικά με τοςς Τσάμηδες και τους Εβραίους είναι ενδεικτικός, παίρνει θέση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Και αυτό που επίσης λέει ο ΤΕΟ, που είναι από την περιοχή και κατάλαβα ότι είναι από τους χριστιανούς Τσάμηδες (Αρβανίτες) είναι σημαντικό: Μετά την αποχώρηση Ιταλών και Γερμανών, και έχοντας υπ΄όψη το χάος που επικρατούσε στην Ελλάδα, ακόμα και αν δεν ήταν ο ΕΔΕΣ, δεν θα γίνονταν μαζικές βιαιοπραγίες κατά των Τσάμηδων για αντεκδίκηση; Έχω μιλήσει με Θεσπρωτούς, Αρβανίτες, και το λένε καθαρά.
    Κάτι άλλο: Την εγκατάσταση χριστιανών μικρασιατών προσφύγων στη Θεσπρωτία, τη στιγμή που υπήρχε εκεί αυτό το μουσουλμανικό στοιχείο, τη βρίσκω λογική πρακτική, προκειμένου να πυκνώσει τον πληθυσμό. Το ελληνικό κράτος έτσι ώφειλε να κάνει. Και δεν έγινε και μαζική εγκατάσταση προσφύγων βέβαια, σε σχέση με άλλες αγροτικές και αποκλειστικά ελληνόφωνες περιοχές. Η Ηπειρος είναι από τις περιοχές της Ελλάδας με το μικρότερο ποσοστό προσφυγικού πληθυσμού.

    Άλλωστε, ανάλογο εποικισμό - εις βάρος Αλβανών χριστιανών αυτή τη φορά - είχε κάνει ο Ζόγκου, εγκαθιστώντας δίπλα σε χριστιανικά αμιγώς χωριά Αλβανούς Κοσσοβάρους. Το χωριό Πόγιανι στη Μουζακιά (Απολλωνία) είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Και δεν είναι, εννοείται, χωριό μειονότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγαπητέ doctor
    Καθυστερημένα διάβασα την ανάρτησή σας για τους Τσάμηδες.
    Προσθέτω μόνο λίγα στοιχεία για τη φωτογραφία που εσείς (και ο Μαργαρίτης) παρουσιάζετε ως "Τσάμηδες στην πλακόστρωτη αγορά της Παραμυθιάς".
    Η συγκεκριμένη φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Fred Boissonnas το Σάββατο 24 Μάη του 1913 στη λιθόστρωτη αγορά της Παραμυθιάς και δεν παρουσιάζει Τσάμηδες σε αντίθεση με αρκετές άλλες που είναι γεμάτες με Τσάμηδες (είναι χαρακτηριστική η άσπρη φορεσιά τους και κυρίως το άσπρο φέσι τους, σαν το τούρκικο αλλά άσπρο.)
    Συνεχίστε την πολύ καλή δουλειά.
    Με εκτίμηση
    Μ. Πασιάκος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Κύριε Πασιάκο, ευχαριστώ για τη διευκρίνιση. Διέγραψα τη λεζάντα αλλά άφησα την πολύ όμορφη φωτογραφία.
    Ένα άλλο μεγάλο λάθος είναι μια φωτογραφία του National Geographic που δείχνει τους εκτοπισθέντες στα τάγματα εργασίας στην Μικρά Ασία. Εν τούτοις οι απεικονιζόμενοι δεν έχουν σχέση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή